Σελίδες

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Ο ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΜΑΣ.



Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε,

Σας ευ­χα­ρι­στώ εκ βά­θους ψυ­χής για την με­γά­λη τι­μή που μου κά­νε­τε σή­με­ρα, τε­λών­τας το Με­γά­λο Μυ­στή­ριο της Χει­ρο­το­νί­ας μου εις Δι­ά­κο­νον.

Αι­σθά­νο­μαι την α­νάγ­κη σε αυ­τήν την τό­σο πο­λύ ση­μαν­τι­κή στιγ­μή της ζω­ής μου, να μοι­ρα­στώ μα­ζί σας, τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο η πρό­νοι­α του Θε­ού ε­νήρ­γη­σε στην ζω­ή μου.

Α­να­τρά­φη­κα σε έ­να σπί­τι ό­που η α­γά­πη για το βι­βλί­ο, την τέ­χνη, την φι­λο­σο­φί­α και τον πο­λι­τι­σμό μού δό­θη­κε α­πλό­χε­ρα και που μα­ζί με αρ­χές και η­θι­κές α­ξί­ες, α­πο­τε­λούν την κλη­ρο­νο­μιά που μου έ­δω­σαν οι γο­νείς μου. 

Σπού­δα­σα οι­κο­νο­μι­κές ε­πι­στή­μες σε προ­πτυ­χια­κὀ και με­τα­πτυ­χια­κό ε­πί­πε­δο, πι­στεύ­ον­τας ό­τι θα α­κο­λου­θή­σω τον πα­τέ­ρα μου σε αυ­τόν τον ε­παγ­γελ­μα­τι­κό το­μέ­α. Ό­μως, ταυ­τό­χρο­να, μια βα­θειά α­να­ζή­τη­ση για τα καί­ρια και ση­μαν­τι­κά της ζω­ής ε­ξε­λισ­σό­ταν μέ­σα μου.

Με­γα­λώ­νον­τας, άρ­χι­σα να έρ­χο­μαι αν­τι­μέ­τω­πος με την σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του κό­σμου τού­του της φθο­ράς: την α­πο­τυ­χί­α στις σχέ­σεις, την έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος ζω­ής, την μο­να­ξιά, την αρ­ρώ­στια, τον θά­να­το.

Στα πολ­λά ε­ρω­τή­μα­τα που δεν έ­βρι­σκαν α­πάν­τη­ση μέ­σα μου, άρ­χι­σε να καρ­πο­φο­ρεί ο σπό­ρος που εί­χαν σπεί­ρει ο παπ­πούς και οι γι­α­γιά­δες μου, οι ο­ποί­οι ό­ταν ή­μουν μι­κρός, με πή­ραν α­πό το χέ­ρι και με ο­δή­γη­σαν στην εκ­κλη­σί­α, ό­που κα­τέ­φευ­γαν στις δύ­σκο­λες και στις χα­ρού­με­νες στιγ­μές τους.

Έ­τσι, α­να­ζη­τών­τας αυ­τήν την προ­σω­πι­κή σχέ­ση με τον Χρι­στό, ύ­στε­ρα α­πό μια σύν­το­μη πε­ρι­πλά­νη­ση, τα βή­μα­τά μου με ο­δή­γη­σαν σε αυ­τή την ε­νο­ρί­α, η ο­ποί­α μου δί­νει πνο­ή ζω­ής τα τε­λευ­ταί­α δέ­κα χρό­νια.

Για την ζω­ή μου στην ε­νο­ρί­α των Παμ­με­γί­στων Τα­ξιά­ρχών, τι να πρω­το­πώ;

Ε­δώ γνώ­ρι­σα την σύ­ζυ­γό μου Α­να­στα­σί­α, κι ύ­στε­ρα α­πό με­ρι­κά χρό­νια σε τού­το τον Να­ό ε­νω­θή­κα­με με το μυ­στή­ριο του γά­μου και συν­τρο­φεύ­ει την ζω­ή μου και την πο­ρεί­α μου στην εκ­κλη­σί­α. Το παι­δί μας έ­κα­νε τα πρώ­τα του βή­μα­τα στην αυ­λή του Να­ού κι ε­δώ το βα­πτί­σα­με. Ε­δώ δι­α­κο­νού­με μα­ζί και οι δύ­ο στις κα­τη­χη­τι­κές συν­τρο­φι­ές, συμ­με­τέ­χον­τας σε κα­τα­σκη­νώ­σεις, ορ­γα­νώ­νον­τας εκ­δρο­μές και πο­λι­τι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις, καλ­λι­ερ­γών­τας τα χα­ρί­σμα­τά μας, πα­λεύ­ον­τας να κά­νου­με αρ­χή με­τα­νοί­ας κα­θη­με­ρι­νά.

Ε­δώ ζω το μυ­στή­ριο της ε­νό­τη­τας της Εκ­κλη­σί­ας. Σε έ­ναν κό­σμο ό­που οι άν­θρω­ποι έ­χουν γί­νει κα­χύ­πο­πτοι, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νοι και κλει­σμέ­νοι στην ι­δι­ω­τι­κό­τη­τά τους, η ε­νο­ρί­α των Τα­ξια­ρχών, ό­πως και κά­θε ε­νο­ρί­α στην ο­ποί­α βι­ώ­νε­ται το μυ­στή­ριο της Εκ­κλη­σί­ας, α­πο­τε­λεί έ­ναν χώ­ρο σύ­να­ξης αν­θρώ­πων δι­α­φο­ρε­τι­κών με­τα­ξύ μας, οι ο­ποί­οι με κέν­τρο την Θεί­α Λει­τουρ­γί­α και την λα­τρευ­τι­κή ζω­ή, σπου­δά­ζου­με την α­γά­πη μας για τον Χρι­στό και το Ευ­αγ­γέ­λιο, γνω­ρι­ζό­μα­στε με­τα­ξύ μας, δι­α­λε­γό­μα­στε ε­λεύ­θε­ρα, μοι­ρα­ζό­μα­στε τις χα­ρές και λύ­πες του βί­ου μας, προ­σπα­θού­με να δι­α­κο­νού­με τον πλη­σί­ον και να συ­νο­δοι­πο­ρού­με, ζού­με την θε­ρα­πεί­α που μας προ­σφέ­ρει η κοι­νο­τι­κή ζω­ή. 

Ζών­τας την Ευ­χα­ρι­στί­α με­τά την Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α, α­να­ζη­τού­με το Ευ­αγ­γε­λι­κό ή­θος, προ­σπα­θού­με να καλ­λι­ερ­γή­σου­με έ­να πρό­σφο­ρο έ­δα­φος, έ­τσι ώ­στε ό­ποι­ος έρ­χε­ται στην Εκ­κλη­σί­α να νι­ώ­θει σαν να πέ­φτει σε μί­α ζε­στή αγ­κα­λιά. Κά­τι τέ­τοι­ο δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αν δεν α­να­ζη­τού­με την προ­σω­πι­κή μας ευ­θύ­νη, αν δεν πα­λεύ­ου­με να ζή­σου­με το μυ­στή­ριο της με­τα­νοί­ας μας, ε­άν μέ­νου­με μό­νο σε κά­ποι­α ω­ραί­α λό­για και α­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε έ­τσι α­πό την α­σκη­τι­κή της α­γά­πης, την ο­ποί­α δι­δά­σκει η πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας μας. 

Η μαρ­τυ­ρί­α που θα ή­θε­λα να προ­σφέ­ρω στον πλη­σί­ον, θα ή­θε­λα να εί­ναι η μαρ­τυ­ρί­α της Ελ­πί­δας που δι­α­δί­δει το Ευ­αγ­γέ­λιο, σε μια ε­πο­χή που η α­πελ­πι­σί­α, η γκρί­νια και ο φα­να­τι­σμός εί­ναι δι­ά­χυ­τα παν­τού, μια μαρ­τυ­ρί­α Ε­λευ­θε­ρί­ας, εκ­κο­πής του θε­λή­μα­τος, υ­πο­μο­νής και θυ­σί­ας της φι­λαυ­τί­ας μου για τον α­δελ­φό, μια μαρ­τυ­ρί­α Ευ­χα­ρι­στί­ας για ο­τι­δή­πο­τε ό­μορ­φο μας έ­χει δο­θεί σε αυ­τήν την ζω­ή, μια μαρ­τυ­ρί­α Α­λή­θειας και Α­γά­πης. 

Αυ­τός ο φι­λό­σο­φος βί­ος, ό­πως τον α­να­φέ­ρουν οι πα­τέ­ρες, α­πο­τε­λεί το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα με το ο­ποί­ο ε­πι­θυ­μώ να ζω στην Εκ­κλη­σί­α μας και μου δί­νει μί­α αί­σθη­ση πλη­ρό­τη­τας, κα­θώς νι­ώ­θω ό­τι δεν εί­μαι μό­νος, αλ­λά την ί­δια στιγ­μή, α­παν­τα­χού της γής, υ­πάρ­χουν πάμ­πολ­λοι άν­θρω­ποι οι ο­ποί­ο έ­χουν τον ί­διο πό­θο μα­ζί μου για την εν Χρι­στώ ζω­ή.

Μα­θη­τεύ­ον­τας στην πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α προ­σω­πο­ποι­εί­ται στο πρό­σω­πο του π. Χρι­στο­δού­λου, ε­νός ποι­μέ­να που έ­χει δο­θεί ο­λο­κλη­ρω­τι­κά στον δρό­μο του Χρι­στού, και που μα­ζί με την πρε­σβυ­τέ­ρα του έ­χουν γί­νει η ψυ­χή της ε­νο­ρί­ας μας, δεν μπο­ρώ πα­ρά να νι­ώ­σω μια βα­θιά ε­πι­θυ­μί­α. Η καρ­διά μου λα­χτα­ρά να ζή­σω και ε­γώ την χα­ρά που έ­χει η δι­α­κο­νί­α στην Εκ­κλη­σί­α μας, ό­πως και τό­σοι άλ­λοι υ­πη­ρέ­τες του Χρι­στού,  α­πό την τα­πει­νή Χρι­στια­νή της δι­πλα­νής πόρ­τας που δι­α­κο­νεί την εκ­κλη­σί­α με υ­ψη­λή αί­σθη­ση ευ­θύ­νης, προ­σφέ­ρον­τας το χα­μό­γε­λό της α­πλό­χε­ρα σε ό­ποι­ον αν­τι­κρύ­ζει, μέ­χρι και ε­σάς τον ί­διο, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, που εμ­φυ­σεί­τε στην Εκ­κλη­σί­α έ­να πνεύ­μα ε­νό­τη­τας, ει­ρή­νης και α­γά­πης.

 Ε­πι­θυ­μώ να α­νή­κω και ε­γώ σε αυ­τή την αν­θρώ­πι­νη α­λυ­σί­δα, που ξε­κι­νά α­πό τους Α­πο­στό­λους, τους Α­γί­ους και τους Πα­τέ­ρες, και φτά­νει μέ­χρι τους α­γί­ους του αι­ώ­να μας, ό­λους ό­σους α­παρ­νή­θη­καν τον ε­αυ­τό τους, ή­ραν τον Σταυ­ρό τους και α­κο­λού­θη­σαν τον Χρι­στό.

Νι­ώ­θω να μού α­πευ­θύ­νε­ται έ­να δια­ρκές κά­λε­σμα να α­φή­σω πί­σω τα πά­θη και τις μι­κρό­τη­τες μου, την κα­θη­με­ρι­νή γκρί­νια και την ρα­θυ­μί­α μου, να θά­ψω βα­θιά μέ­σα στην γη τούς ψεύ­τι­κους θη­σαυ­ρούς στους ο­ποί­ους ε­πέν­δυ­σα και να καλ­λι­ερ­γή­σω τα ου­σι­α­στι­κά χα­ρί­σμα­τά μου, να ρι­χτώ με ό­λο μου το "Εί­ναι" στην δι­α­κο­νί­α στον συ­νάν­θρω­πο, στην πο­ρεί­α προς την Α­γά­πη.

Γνω­ρί­ζω ό­τι οι ε­πο­χές εί­ναι δύ­σκο­λες, πως η πνευ­μα­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση γο­να­τί­ζει τους συμ­πα­τρι­ώ­τες μας, ε­νώ φό­βος, ορ­γή και θλί­ψη έ­χουν κα­τα­λά­βει πολ­λούς α­δελ­φούς μας. Στις μέ­ρες μας πο­λύς κό­σμος έ­χει ξε­κο­πεί α­πό την πα­ρά­δο­σή μας και την Εκ­κλη­σί­α και πο­ρεύ­ε­ται τυ­φλός στο σκο­τά­δι. Η κρί­ση μάς κρί­νει, ό­πως έ­χε­τε πει ε­σείς, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, και φέρ­νει στην ε­πι­φά­νεια την α­στο­χί­α μας. Ό­μως, ό­που πλε­ο­νά­ζει η α­μαρ­τί­α, υ­περ­πε­ρισ­σεύ­ει η χά­ρις, ό­πως λέ­ει ο α­πό­στο­λος Παύ­λος, και νο­μί­ζω πως τα ε­πό­με­να χρό­νια πολ­λοί άν­θρω­ποι θα α­να­ζη­τή­σουν νό­η­μα ζω­ής μέ­σα στην κα­τα­χνιά των χι­λιά­δων προ­βλη­μά­των. «Ο θε­ρι­σμός εί­ναι πο­λύς, οἱ δε ερ­γά­τες ο­λί­γοι», λέ­ει ο Κύ­ριος, κι ε­γώ ε­πι­θυ­μώ πο­λύ να ερ­γα­στώ στον αμ­πε­λώ­να του.

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, δεν τολ­μώ να πω με­γά­λες κου­βέν­τες, πα­ρά μό­νο ζη­τώ την ευ­χή σας, κα­θώς και τις ευ­χές των πα­ρι­στα­μέ­νων Πα­τέ­ρων και των α­δελ­φών που συλ­λει­τουρ­γούν­ται μα­ζί μας, ώ­στε ο Σταυ­ρω­μέ­νος και α­να­στη­μέ­νος Χρι­στός να μου δί­νει δύ­να­μη σε αυ­τόν τον δρό­μο που έ­χουν πο­ρευ­τεί τό­σοι άν­θρω­ποι στην ι­στο­ρί­α και να με α­ξι­ώ­σει να α­κού­σω στο τέ­λος της ζω­ής μου το "Εί­σελ­θε εις  την χα­ρά του Κυ­ρί­ου σου".

Σας ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ. Ζη­τώ την ευ­λο­γί­α σας και την ευ­χή σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: