Σελίδες

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Πέ­ρα ἀ­πό τήν χώ­ρα τῆς λύ­πης




Κείμενο που εκφωνήθηκε από τον πρωτ. Βασίλειο Χριστοδούλου 

στην παρουσίαση του βιβλίου του π. Χριστοδούλου Μπίθα,

 στο  Πνευ­μα­τι­κό Κέν­τρο Ἱ.Ν.Παμ­με­γί­στων Τα­ξια­ρχῶν Μο­σχά­του (15.1.17)


          Ἕ­νας ἀ­π’ τούς με­γά­λους ποι­η­τές καί κρι­τι­κούς τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να ὁ Στε­φάν Μα­λαρ­μέ (Stéphane Mallarmé) εἶ­χε πεῖ πώς «τά πάν­τα στόν κό­σμο ὑ­πάρ­χουν γιά νά κα­τα­λή­ξουν σ’ ἕ­να βι­βλί­ο». Ἐ­γώ θά πρό­σθε­τα –δι­ευ­ρύ­νον­τας ἑρ­μη­νευ­τι­κά τή σκέ­ψη τοῦ Μα­λαρ­μέ, πώς ὑ­πάρ­χουν γιά νά κα­τα­λή­ξουν σέ μί­α συ­νάν­τη­ση, γιά νά κοι­νω­νη­θοῦν σέ μί­α σχέ­ση, γιά νά γνω­στο­ποι­η­θοῦν μέ­σα ἀ­πό μιά ἀ­νά­γνω­ση, γιά νά ἰ­δω­θοῦν μέ­σα ἀ­π’ τή σχι­σμή τοῦ πό­νου, ἀ­π’ τή ρωγ­μή τοῦ θα­νά­του· ὑ­πάρ­χουν ὥ­στε κά­ποι­ος, κά­πο­τε, νά τά ἀ­να­δε­χθεῖ.
          Τί­πο­τα μέ­σα στόν γή­ι­νο χω­ρο­χρό­νο δέν πε­ρι­φέ­ρε­ται ἄ­σκο­πα καί τυ­χαῖ­α. Ὅ­λα ὑ­πάρ­χουν· καί ἡ ἐν­τε­λέ­χειά τους δέν βρί­σκε­ται στήν αὐ­το­τέ­λειά τους, σ’ αὐ­τήν κα­θ’ αὐ­τήν τήν ὑ­πό­στα­σή τους, ἀλ­λά στό ὅ­τι πρό­κει­ται κά­πο­τε, κά­πως, κά­ποι­ος νά τά συ­ναν­τή­σει, νά τά κα­τα­λά­βει, νά τά οἰ­κει­ω­θεῖ δι­α­σώ­ζον­τάς τα. Δί­νον­τάς τους τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ξε­πε­ρά­σουν τόν ἀ­φα­νι­σμό τῆς μο­να­ξιᾶς τους, «εἰ­σερ­χό­με­να σέ μιάν ἄλ­λου εἴ­δους διά­ρκεια, ἐ­κεί­νην πού μέ τό ἀ­νέ­φι­κτό της ἀ­πο­τε­λοῦ­σε καί τό δρά­μα τους»[1].
           Κι ἐ­μεῖς ἀ­κό­μα ὑ­πάρ­χου­με ὄ­χι για­τί κά­ποι­ες βι­ο­χη­μι­κές ἀν­τι­δρά­σεις ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά συμ­βαί­νουν μέ­σα μας, οὔ­τε για­τί μί­α ἐ­ξώ­κο­σμη θε­ό­τη­τα μᾶς ἀ­νέ­χε­ται· ὑ­πάρ­χου­με δι­ό­τι κά­ποι­ος μᾶς γνω­ρί­ζει καί μᾶς ἀ­γα­πᾶ, πρός κά­ποι­ον ἔ­χου­με στραμ­μέ­νο τό πρό­σω­πο καί μᾶς ἀ­πο­δέ­χε­ται, μᾶς κα­τα­λα­βαί­νει, μᾶς πε­ρι­χω­ρεῖ καρ­δια­κά. Χω­ρίς αὐ­τή τήν σχε­σια­κή ἀ­να­φο­ρά ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη στραγ­γί­ζει ἀ­νο­η­μά­τι­στη σέ κάμ­πο­σα κι­λά τε­λει­ό­τη­τας σω­μα­τι­κῶν ὀρ­γά­νων καί ἐγ­κε­φα­λι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν.
          Ἡ κραυ­γή καί ἡ δί­ψα γιά ἀ­γά­πη τοῦ ἀν­θρώ­που δέν εἶ­ναι γιά τήν κά­λυ­ψη συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν κε­νῶν, εἶ­ναι ἡ ἀ­γω­νί­α του νά ζή­σει. Κά­ποι­ος νά τόν ἐν­το­πί­σει μέ­σα στήν ἀ­πει­ρά­ριθ­μη ἀν­θρώ­πι­νη ὁ­μο­εί­δεια, πού βα­δί­ζει εὐ­θύ­γραμ­μα τόν διά­βα τῶν αἰ­ώ­νων, νά στρα­φεῖ πρός αὐ­τόν, νά τόν ξε­χω­ρί­σει, καί ἀ­γα­πών­τας τον νά τόν ἀ­να­στή­σει. Τό­τε καί μό­νο τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τή ζω­ή μέ­σα του, γνω­ρί­ζει τήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τά του, ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα καί ἄλ­λο βη­μα­τι­σμό ἡ ὕ­παρ­ξή του.
          Τό βι­βλί­ο πού κρα­τᾶ­με ἤ­δη στά χέ­ρια μας καί γιά τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­λοι μας σή­με­ρα συ­να­χθή­κα­με νά μι­λή­σου­με εἶ­ναι ὁ δεύ­τε­ρος (ἐλ­πί­ζου­με νά ὑ­πάρ­ξει καί τρί­τος καί πολ­λο­στός) τρό­πος δι­ά­σω­σης τοῦ π. Χρι­στό­δου­λου, τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῆς καρ­διᾶς του, τῆς δι­α­δο­χῆς τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του, τῶν ἱ­ε­ρα­τι­κῶν καί ὄ­χι μό­νο βι­ω­μά­των του. Τό βι­βλί­ο αὐ­τό, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί το προ­η­γού­με­νο, εἶ­ναι μί­α εὐ­και­ρί­α -πρω­τί­στως γιά τόν π.Χρι­στό­δου­λο, ἀλ­λά καί γιά κά­θε συγ­γρα­φέ­α, νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θεῖ ὡς χῶ­ρος καί τό­πος συ­νάν­τη­σης πολ­λῶν γε­γο­νό­των, πολ­λῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν μέ πρω­τα­γω­νι­στές ἀν­θρώ­πους. Νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πώς ὅ,τι ἔ­ζη­σε μέ­χρι τώ­ρα, σπα­ράγ­μα­τα τῶν ὁ­ποί­ων μό­νο κα­τα­γρά­φει στίς 200 σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου του, ἔ­γι­ναν, συ­νέ­βη­σαν ὄ­χι ἁ­πλῶς γιά νά βο­η­θή­σει καί νά βο­η­θη­θεῖ ἀλ­λά καί γιά νά τά ἀ­φή­σει κλη­ρο­δό­τη­μα δι­κό του καί δι­κό τους αἰ­ώ­νιο σέ ὅ­λους μας, στίς ἐ­περ­χό­με­νες γε­νε­ές, ἀ­νοι­κτό σέ με­το­χή καί κοι­νω­νί­α. Συ­νέ­βη­σαν γιά νά μπο­ρέ­σουν νά μαρ­τυ­ρη­θοῦν καί σ’ ἄλ­λους. Συ­νέ­βη­σαν γιά νά μπο­ρέ­σουν ζω­ή νά πά­ρουν μέ­σα στήν ἱ­ε­ρα­τι­κή καρ­διά, ὥ­στε κι ἐ­μεῖς ἀρ­γό­τε­ρα νά τα γνω­ρί­σου­με.
          Τό τε­λευ­ταῖ­ο κε­φά­λαι­ο τοῦ βι­βλί­ου πού εἶ­ναι ἡ δι­κή του ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση πρός ὅ­λους μας, εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί ἡ κοι­νή συ­νι­στα­μέ­νη ὅ­λων τῶν ὀ­κτώ προ­η­γη­θει­σῶν πο­ρει­ῶν ζω­ῆς, συν­τριμ­μοῦ, τα­πεί­νω­σης, με­τά­νοι­ας καί ἐ­πι­στρο­φῆς. Εἶ­ναι, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με, ὁ χῶ­ρος πού ἐκ­βάλ­λουν, γιά νά βροῦν ἕ­να νό­η­μα καί νά ἀ­να­παυ­θοῦν, οἱ ἀ­να­ζη­τή­σεις καί πο­ρεί­ες ὅ­λων ὅ­σων πρω­τα­γω­νι­στοῦν στά προ­η­γη­θέν­τα ὀ­κτώ κε­φά­λαι­α.
          Μέ­σα ἀ­πό τό κε­φά­λαι­ο αὐ­τό δι­α­πι­στώ­νου­με, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τήν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ βι­βλί­ου καί ἀ­πο­τι­μών­τας το, πώς τό νά ὑ­πο­φέ­ρει κα­νείς συ­νο­δοι­πο­ρών­τας μέ τό­σους καί τό­σους ἀν­θρώ­πους, νά τα­πει­νώ­νε­ται ὁ ἴ­διος, νά ἀ­γω­νιᾶ καί νά ἐ­ξαν­τλεῖ­ται, νά προ­σεύ­χε­ται καί νά πά­σχει καί πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά νά μπο­ρεῖ «νά δι­α­σώ­ζει τό πιό κα­θα­ρό κομ­μά­τι τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, μιά γιά πάν­τα, σ’ ἕ­να σχῆ­μα 13 Χ 20 ἔ, αὐ­τό πιά εἶ­ναι κά­τι πού ἀγ­γί­ζει τό μυ­στή­ριο, εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­ψη­φι­ό­τη­τα σέ μιά ἀ­δι­ό­ρα­τη νί­κη πού ἄ­ξι­ζε ὅ­λες τίς θυ­σί­ες γιά νά κερ­δη­θεῖ»[2].
          Τό βι­βλί­ο ὅ­μως αὐ­τό, ἐ­κτός ἀ­πό τρό­πο δι­ά­σω­σης τοῦ π.Χρι­στο­δού­λου, ὅ­πως προ­εί­πα­με, εἶ­ναι καί τρό­πος δι­ά­σω­σης ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων πού πρω­τα­γω­νι­στοῦν σ’ αὐ­τό, ἀ­φοῦ ὅ­πως καί στόν ὑ­πό­τι­τλο τοῦ ἐ­ξω­φύλ­λου ἤ­δη μᾶς γνω­στο­ποι­εῖ­ται, πρό­κει­ται γιά ἱ­στο­ρί­ες ἀν­θρώ­πων βα­σι­σμέ­νες σέ πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα, προ­σώ­πων ὑ­παρ­κτῶν καί ὄ­χι μυ­θο­πλα­σί­ας.
          Μέ ἀ­φε­τη­ρί­α τή σκέ­ψη τοῦ Μα­λαρ­μέ ἀλ­λά καί τή νο­η­μα­τι­κή εὐ­ρυ­χω­ρί­α πού τῆς προσ­δώ­σα­με, ὅ­λοι οἱ πρω­τα­γω­νι­στές καί τῶν ὀ­κτώ ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ βι­βλί­ου ὑ­πῆρ­ξαν, τά γε­γο­νό­τα στή ζω­ή τους συ­νέ­βη­σαν, ὄ­χι για­τί μιά εἱ­μαρ­μέ­νη τά ἄ­φη­σε νά συμ­βοῦν ἀλ­λά γιά νά ὁ­δη­γη­θοῦν σέ μί­α συ­νάν­τη­ση, γιά νά ἐκ­βάλ­λουν σέ ἕ­να νό­η­μα πού θά με­τα­στρέ­ψει τήν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς, ὥ­στε νά γεν­νη­θεῖ τό και­νούρ­γιο, νά κα­τα­νο­η­θεῖ ἡ ὕ­παρ­ξη ὄ­χι μό­νο στήν ἐγ­κό­σμια χω­ρο­χρο­νι­κό­τη­τά της ἀλ­λά καί στήν ἄ­χρο­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α της.
          Ὅ­λοι αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι καί τά γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς τους ὑ­πῆρ­ξαν γιά νά εἰ­σέλ­θουν σέ μί­α ἱ­ε­ρα­τι­κή καρ­διά, γιά νά ἀ­να­και­νι­στοῦν στή δια­ρκῆ νε­ό­τη­τά της, γιά νά δι­α­σω­θοῦν σ’ ἕ­να βι­βλί­ο, γιά νά κα­τα­πλεύ­σουν στίς λί­μνες τῶν μα­τι­ῶν μας, γιά νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θοῦ­με ὡς ὅ­λον, ὥς ἕ­να κα­θο­λι­κό σῶ­μα ἀν­θρω­πι­νό­τη­τας, γιά νά κιν­δυ­νεύ­σου­με νά χά­σου­με τά μυα­λά μας στή σκέ­ψη ὅ­τι ἕ­νας Θε­ός μᾶς κα­τα­δι­ώ­κει, συγ­κρα­τεῖ τήν αὐ­το­κτο­νί­α μας, συ­νέ­χει τίς δι­α­σπά­σεις καί ἀ­πο­μα­κρύν­σεις μας, ἕ­ως ὄ­του μᾶς ἑ­νώ­σει «εἰς ἑ­νός Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου κοι­νω­νί­αν»[3].
          Τρί­α γε­γο­νό­τα, ἐ­να­λασ­σό­με­να καί στίς ὀ­κτώ ἱ­στο­ρί­ες πού πε­ρι­γρά­φει ὁ συγ­γρα­φέ­ας, εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού δε­σπό­ζουν ὡς ὑ­φα­λο­κρη­πί­δες με­τά­νοι­ας, πά­νω στίς ὁ­ποί­ες προ­σκρού­ουν οἱ πρω­τα­γω­νι­στές, ἔ­τσι ὥ­στε νά στα­μα­τή­σει τό ἀ­νε­λέ­η­το κυ­νη­γη­τό τοῦ Θε­οῦ σ’ ἐ­κεί­νους ἀλ­λά καί τό δι­κό τους ἀ­νε­πί­γνω­στο τρε­χα­λη­τό μα­κριά Του καί νά ξε­κι­νή­σει ἕ­νας συν­τρο­φι­κός πε­ρί­πα­τος ἀ­γά­πης γιά ὅ­λο τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς· Συ­νάν­τη­ση μέ πρό­σω­πο, κα­τα­στρο­φή (οἰ­κο­νο­μι­κή) καί θά­να­τος-ἀ­πώ­λεια ἀ­γα­πη­μέ­νου.
          Ἐ­άν μπο­ρού­σα­με νά κα­τα­γρά­ψου­με ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις κα­θο­λι­κῆς με­τά­νοι­ας πού συν­τε­λοῦν­ται μέ­σα στό μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης, δέν νο­μί­ζω ὅ­τι θά βρί­σκα­με ἄλ­λες αἰ­τί­ες-ἀ­φορ­μές γι’ αὐ­τήν τήν με­τά­νοι­α, δι­α­φο­ρε­τι­κές ἀ­πό τίς τρεῖς πού προ­α­να­φέ­ρα­με. Καί θά ἤ­θε­λα νά στα­θῶ για λί­γο σ’ αὐ­τά τά τρί­α γε­γο­νό­τα μέ κά­ποι­ες σύν­το­μες ἐ­πι­ση­μάν­σεις.
          Ἐ­άν ρί­ξου­με μιά μα­τιά στά εὐ­αγ­γέ­λια αὐ­τό πού θά δι­α­πι­στώ­σου­με εἶ­ναι πώς πρό­κει­ται γιά ἕ­να Θε­ό πού δι­έρ­χε­ται τίς ζω­ές τῶν ἀν­θρώ­πων καί συ­να­παν­τᾶ­ται μα­ζί τους. Κα­μί­α μά κα­μί­α με­τά­νοι­α κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στά εὐ­αγ­γε­λι­κά κεί­με­να δέν κα­τορ­θώ­θη­κε ξέ­χω­ρα ἀ­πό τό πλαί­σιο αὐ­τό τῆς συ­νάν­τη­σης μέ τόν Ἰ­η­σοῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν με­τα­νο­οῦν ἐ­πει­δή ἄ­κου­σαν κά­τι ἤ ἐ­πει­δή δι­ά­βα­σαν κά­τι ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή συ­ναν­τή­θη­καν μέ Κά­ποι­ον. Αὐ­τό εἶ­ναι πού θά συ­νε­χι­στεῖ σέ ὅ­λο τόν ἱ­στο­ρι­κό διά­βα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· οἱ ἄν­θρω­ποι ν’ ἀλ­λά­ζουν καί νά με­τα­νο­οῦν μέ­σα ἀ­πό συ­ναν­τή­σεις· συ­ναν­τή­σεις στίς ὁ­ποί­ες ὁ Θε­ός συ­νε­χί­ζει νά πρω­τα­γω­νι­στεῖ, ἀλ­λά ἀ­πό τό πα­ρα­σκή­νιο τῆς ἀρ­χον­τι­κῆς ἀ­πό­κρυ­ψής Του ἀ­φή­νον­τας στό προ­σκή­νιο τῆς φα­νέ­ρω­σης, τούς ἀ­γα­πη­μέ­νους Του, τούς ἱ­ε­ρεῖς καί ποι­μέ­νες Του, ἀλ­λά καί ἀν­θρώ­πους λα­ϊ­κούς ἀλ­λοι­ω­μέ­νους ὅ­μως στήν ἀ­γά­πη Του, νά προ­σκα­λοῦν ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους τσα­κι­σμέ­νους ἀλ­λά καί ἀ­να­ζη­τη­τές σέ ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς ζω­ῆς τους καί σέ με­τά­νοι­α. Ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ ν’ ἀλ­λά­ξει μό­νο ὅ­ταν ἀγ­κα­λια­στεῖ συγ­χω­ρη­τι­κά καί ἀ­γα­πη­θεῖ προ­σω­πι­κά, γι’ αὐ­τό τά πάν­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χουν τόν χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­σω­πι­κοῦ καί ὄ­χι τοῦ ἀ­πρό­σω­πα μα­ζι­κοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ἡ εὐ­θύ­νη μας ὡς χρι­στια­νοί ὀρ­θό­δο­ξοι εἶ­ναι τε­ρά­στια, δι­ό­τι εἴ­μα­στε χρι­στια­νοί ὄ­χι πρω­τί­στως γιά τόν ἑ­αυ­τό μας ἀλ­λά γιά τούς ἐν δυ­νά­μει ἀ­γα­πη­μέ­νους ἄλ­λους, στούς ὁ­ποί­ους ἡ ζω­ή μας κά­τι πρέ­πει νά ἔ­χει νά πεῖ.
          Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα μιᾶς τέ­τοι­ας συ­νάν­τη­σης εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α πού μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται ὁ π. Χρι­στό­δου­λος μέ τόν τί­τλο «τοῦ ἀ­σώ­του, μά ὄ­χι τοῦ φι­λευ­σπλάγ­χνου πα­τέ­ρα», στήν ὁ­ποί­α ὁ πρω­τα­γω­νι­στής ἐ­πα­να­στά­της νέ­ος, ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πό τό γο­νε­ϊ­κό πε­ρι­βάλ­λον καί στα­δια­κά βυ­θι­ζό­με­νος μέ­σα στή δί­νη τῆς βί­ας καί πα­ρα­βα­τι­κό­τη­τας, συ­ναν­τᾶ­ται «τυ­χαῖ­α» μέ κά­ποι­ο μο­να­χό στή στά­ση ἑ­νός λε­ω­φο­ρεί­ου. Τό­σο τυ­χαῖ­α ὅ­σο ἡ συ­νάν­τη­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ μέ τή Σα­μα­ρεί­τι­δα στή στά­ση τοῦ φρέ­α­τος... Συ­νάν­τη­ση πού θά κα­θο­ρί­σει τή ζω­ή του.
          Κά­τι πα­ρό­μοι­ο θά συμ­βεῖ καί στή δι­κή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη ἀ­πό τό βι­βλί­ο ἱ­στο­ρί­α μέ τί­τλο: «τῆς ἀ­γά­πης αἵ­μα­τα», στήν ὁ­ποί­α ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας Γιά­ννης, πα­ρών-ἀ­πών σ’ ἕ­να τελ­μα­τω­μέ­νο γά­μο, σέ μιά σχέ­ση πού ἀ­φέ­θη­κε ἀ­καλ­λι­έρ­γη­τη καί ἀ­πό­τι­στη, μέ χρή­μα­τα πολ­λά καί ἐ­ξο­χι­κό πο­λυ­τε­λεί­ας πε­ρι­πλα­νι­έ­ται πα­ρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων στούς δρό­μους τῆς πα­γω­μέ­νης Ἀ­θή­νας ψά­χνον­τας κα­τα­φύ­γιο λή­θης σέ μιά ἀ­νο­η­μά­τι­στη πα­ρέ­α. Ἐ­κεῖ θά συ­ναν­τη­θεῖ καί πά­λι «τυ­χαῖ­α» μέ ἕ­να ὁ­δη­γό τα­ξί, στό αὐ­το­κί­νη­το τοῦ ὁ­ποῖ­ου μπαί­νει γιά νά μπεῖ καί μέ­σα ἀ­πό μί­α ἄλ­λη πόρ­τα ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή καί στή καρ­διά του. Ἔ­τσι «τυ­χαῖ­α» ὅ­πως μπῆ­κε καί ὁ Χρι­στός στό σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου ἀ­νοί­γον­τας πόρ­τα δη­μό­σια ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή στή καρ­διά τοῦ τε­λώ­νη.
          Ὅ­λα θά ἀλ­λά­ξουν με­τά τή συ­νάν­τη­ση αὐ­τή: «Ὅ­ταν γύ­ρι­σε τό με­ση­μέ­ρι στό σπί­τι, βρῆ­κε τήν οἰ­κο­γέ­νειά του κα­θι­σμέ­νη στό τρα­πέ­ζι. Στά­θη­κε μπρο­στά τους καί μέ τρε­μά­με­νη φω­νή τούς ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη γιά ὅ­σες στε­νο­χώ­ρι­ες τούς εἶ­χε προ­κα­λέ­σει. Τά παι­διά τόν κοί­τα­ξαν ἔκ­πλη­κτα καί ἡ Ἄν­να κα­χύ­πο­πτα, ἀ­φοῦ δέν τούς εἶ­χε συ­νη­θί­σει σέ τέ­τοι­α ΄΄ἀ­νοίγ­μα­τα΄΄ καρ­διᾶς. ΄΄Σο­βα­ρά σᾶς μι­λά­ω! Νοι­ώ­θω τήν ἀ­νάγ­κη νά ζη­τή­σω συγ­γνώ­μη γιά ὅ­λα αὐ­τά τά χρό­νια καί ἰ­δί­ως σέ σέ­να Ἄν­να. Παίρ­νω ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη πού μοῦ ἀ­να­λο­γεῖ γιά τόν λά­θος τρό­πο πού σᾶς ἔ­χω φερ­θεῖ, γιά τά νεῦ­ρα μου, τίς ἀ­να­πο­δι­ές μου, τούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς πού ξε­στό­μι­σα. Ἴ­σως, νά σᾶς φαί­νε­ται πα­ρα­νο­ϊ­κό αὐ­τό πού κά­νω, ἀλ­λά ἐ­πει­δή δέν μοῦ ἔ­χει ξα­να­συμ­βεῖ, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ προ­σέξ­τε με. Ἔ­χω ξε­φύ­γει ἄ­σχη­μα ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό, τό ξέ­ρε­τε ὅ­λοι. Ἔ­χα­σα τόν ἑ­αυ­τό μου, πνί­γη­κα στήν μι­ζέ­ρια, στό ἄγ­χος, μέ φά­γα­νε οἱ δου­λει­ές καί τά σπί­τια καί τε­λευ­ταῖ­α, ἡ ἀ­πρα­ξί­α στό γρα­φεῖ­ο. Νι­ώ­θω με­γά­λη ἀ­νάγ­κη νά κά­νω μιά και­νούρ­για ἀρ­χή, νά κά­νου­με ὅ­λοι μα­ζί μιά και­νούρ­για ἀρ­χή. Δῶ­στε μου σᾶς πα­ρα­κα­λᾶ μιά εὐ­και­ρί­α. [...] Αὔ­ριο πού εἶ­ναι Χρι­στού­γεν­να, πᾶ­με τό πρω­ί μα­ζί στήν ἐκ­κλη­σί­α;»[4] .
          Μιά συ­νάν­τη­ση θά εἶ­ναι τό ἐρ­γα­στή­ρι πού θά με­τα­βάλ­λει τόν δά­σκα­λο Στα­μά­τη ἀ­πό εὐ­σε­βι­στή τι­μη­τή τῶν πάν­των, ἀ­πό ἀ­παι­σι­ό­δο­ξα θρη­νη­τι­κό χρι­στια­νό σέ πρό­σω­πο εὐ­χα­ρι­στια­κό, στήν ἕ­κτη κα­τά σει­ρά ἱ­στο­ρί­α τοῦ βι­βλί­ου μέ τί­τλο: «Κυ­ρι­α­κά­τι­κη ἀ­χα­ρι­στί­α». Μιά συ­νάν­τη­ση μέ τόν ἡ­γού­με­νο Σω­φρό­νιο, μέ­σα ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α θά καλ­λι­ερ­γη­θεῖ σέ μί­α ἄλ­λη θέ­α­ση τῆς ζω­ῆς, σέ μί­α συμ­πό­νοι­α γιά τά πά­θη καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων.
          Τό δεύ­τε­ρο γε­γο­νός πού κυ­ρια­ρχεῖ ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με στίς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς. Ἕ­να γε­γο­νός πού ἐ­φι­αλ­τι­κά δε­σπό­ζει τά τε­λευ­ταῖ­α ἑ­πτά χρό­νια σέ ὅ­λο τό Ἑλ­λα­δι­κό προ­σκή­νιο. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως μό­νο ἡ ἀ­πώ­λεια τῶν χρη­μά­των καί τῆς ὑ­λι­κῆς εὐ­μά­ρειας ἐ­κεί­νη πού προ­σα­να­το­λί­ζει τούς ἤ­ρω­ες τοῦ βι­βλί­ου σέ ἀλ­λα­γή πλεύ­σης τῆς ζω­ῆς, ἀλ­λά ἡ κα­τάρ­ρευ­ση ἑ­νός κό­σμου στόν ἀν­τί­πο­δα τῆς ἀ­λή­θειας. Για­τί μπο­ρεῖ νά ἔ­χεις χρή­μα­τα καί ὁ βί­ος σου νά ά­λη­θεύ­ει στόν πό­νο καί τή συμ­πό­νοι­α, στή συ­ναν­τί­λη­ψη καί ἐν­συ­ναί­σθη­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος μέ ὑ­λι­κό τά χρή­μα­τα καί ὅ,τι αὐ­τά τοῦ προ­σφέ­ρουν, οἰ­κο­δο­μεῖ ἕ­να κό­σμο ψεύ­τι­κων ἐ­ξα­σφα­λί­σε­ων μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­μο­νώ­νει τήν ὕ­παρ­ξή του, τήν προ­φυ­λάσ­σει ἀ­πό τίς ἀ­να­τα­ρά­ξεις τῆς ἀ­λή­θειας. Εἶ­ναι συ­νη­γο­ρί­α στό κα­τ’ ἐ­ξο­χήν ἔρ­γο τοῦ Σα­τα­νᾶ, πού δέν ἐ­νερ­γεῖ­ται γιά νά ὁ­δη­γεῖ κά­ποι­ον στήν ἁ­μαρ­τί­α, αὐ­τό τό κά­νου­με πο­λύ κα­λά καί μό­νοι μας, εἶ­ναι τό νά στή­νει τήν δι­κή του αὐ­το­κρα­το­ρί­α, αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς κό­λα­σης μέ Ἐ­δε­μι­κή λε­ον­τή, κα­τέ­ναν­τι του πα­ρα­δεί­σου τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι νά σοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σύμ­παν κε­νό πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, καί σύ νά δι­α­πλέ­εις τόν πλα­νή­τη σου, πά­νω σ’ ἕ­να εὔ­θρα­στο «ἐ­γώ», πρίγ­κι­πας μι­κρός τοῦ ὀ­νεί­ρου σου. Ἕ­ως ὅ­του μί­α ρωγ­μή βυ­θί­σει τή σχε­δί­α σου καί βρε­θεῖς Ρο­βιν­σώ­νας ναυα­γός στήν ἀ­λή­θεια σου.
          Μιά τέ­τοι­α κα­τάρ­ρευ­ση βί­ω­σε ἡ «Μα­ρί­α τῆς μι­κρῆς Κυ­κλά­δας» στήν ὁ­μώ­νυ­μη ἱ­στο­ρί­α ἀλ­λά καί ὁ Πα­να­γι­ώ­της τοῦ χρη­μα­τι­στη­ρί­ου στήν «Αἰ­γαι­ο­πε­λα­γί­τι­κη δο­ξο­λο­γί­α», δο­ξο­λο­γί­α γε­μά­τη Σί­κι­νο καί Ἀ­μορ­γό, σπά­τα­λα ξο­δευ­μέ­νο μπλέ καί δει­λι­νά χαρ­μο­λύ­πης σέ ἰ­σό­πο­σες δό­σεις, ὅ­λα κα­τά πῶς τά θέ­λη­σε ὁ Ἐ­λύ­της. «Πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση νά ἐ­πι­στρέ­ψει ὁ­ρι­στι­κά στό νη­σί, στήν γε­νέ­θλια γῆ. Τό πα­τρο­γο­νι­κό σπί­τι ρη­μαγ­μέ­νο, μά μέ πολ­λή προ­σω­πι­κή ἐρ­γα­σί­α τό ξα­νά­στη­σε πα­νέ­μορ­φο στήν ἁ­πλό­τη­τά του. Ζων­τά­νε­ψε καί μιά πα­λιά ἀ­πο­θή­κη με­ταμ­φι­έ­ζον­τάς την σέ γου­στό­ζι­κο μα­γα­ζά­κι στό ἔμ­πα τοῦ πα­λιοῦ λι­μα­νιοῦ. [...] Νά πού ἡ ζω­ή ἀ­νέ­τει­λε ξα­νά, δί­χως ἄγ­χος καί ἔ­γνοι­ες! [...] Τώ­ρα πά­λι αἰ­σθά­νε­ται τήν γνώ­ρι­μη ξε­γνοια­σιά τῶν παι­δι­κῶν του χρό­νων. Πώς τόν γο­η­τεύ­ει ἡ Χώ­ρα τοῦ νη­σιοῦ, νά γυρ­νο­βο­λά­ει στά στε­νο­σό­κα­κα, νά ξα­πλώ­νει στά πε­ζού­λια τῆς μι­κρῆς ἐκ­κλη­σί­ας στήν κο­ρυ­φή τοῦ κά­στρου, ὅ­πως τό­τε πού ἦ­ταν μπόμ­πι­ρας, νά ἀ­τε­νί­ζει τήν με­γα­λο­πρέ­πεια τῆς θά­λασ­σας ἀ­πό ψη­λά! Θε­έ μου, πό­σο μπλέ ξο­δεύ­εις γιά νά μή σέ βλέ­που­με»[5].
          «Δέν ὑ­πάρ­χει λοι­πόν κα­μί­α ἀ­ξί­α νά με­τα­στρέ­φεις ἀν­θρώ­πους στόν Χρι­στό ἄν αὐ­τοί δέν με­τα­στρέ­φουν τήν εἰ­κό­να πού ἔ­χουν γιά τόν κό­σμο καί τή ζω­ή, ἐ­πει­δή τό­τε ὁ Χρι­στός γί­νε­ται ἁ­πλῶς ἕ­να σύμ­βο­λο τῶν ὅ­σων ἀ­γα­ποῦ­με καί θέ­λου­με ἤ­δη –χω­ρίς Αὐ­τόν. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός εἶ­ναι πιό τρο­μα­κτι­κός ἀ­π’ ὅ,τι ὁ ἀ­γνω­στι­κι­σμός ἤ ὁ ἡ­δο­νι­σμός»[6].
          Τό τρί­το γε­γο­νός πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τίς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τοῦ θα­νά­του, τῆς ἀ­πώ­λειας ἀ­γα­πη­μέ­νου προ­σώ­που ἤ καί τοῦ κιν­δύ­νου ἀ­πώ­λειας καί τῆς δι­κῆς μας ζω­ῆς. Ἑ­νός κιν­δύ­νου πού στό ἑ­ω­σφο­ρι­κό ψευ­δο­σύμ­παν ἀ­γνο­εῖ­ται. Κα­θό­λου πα­ρά­ξε­νο πού καί ὁ σύγ­χρο­νος δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός θα­να­τό­φυ­γος εἶ­ναι, βα­θύ­τα­τα ἄλ­λω­στε ἑ­ω­σφο­ρι­κός.
          Ὁ θά­να­τος σκε­πά­ζε­ται, ὡ­ραι­ο­ποι­εῖ­ται ἤ καί ἀ­πω­θεῖ­ται στό μα­κρύ­τε­ρο ἐ­σχα­το­λο­γι­κό χρό­νο ὥ­στε ὁ ἄν­θρω­πος νά μήν μπο­ρεῖ νά πά­ρει στά σο­βα­ρά τή ζω­ή. Νά συ­νε­χί­σει νά τήν σπα­τα­λᾶ ἀ­πε­ρί­σκε­πτα, σάν τόν ναυα­γό Ἀ­ρί­στο τῆς τε­λευ­ταί­ας ἱ­στο­ρί­ας. «Ὁ θά­να­τος ἀ­πο­κα­λύ­πτει –πρέ­πει ν’ ἀ­πο­κα­λύ­πτει- τό νό­η­μα ὄ­χι τοῦ θα­νά­του, ἀλ­λά τῆς ζω­ῆς»[7]. Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού δη­λώ­νον­τας ἕ­να τέ­λος –γνω­στό ταυ­τό­χρο­να καί ἄ­δη­λο, προ­κα­λεῖ σέ ἀ­νά­δυ­ση καί δι­α­χεί­ρι­ση ὅ­λα τά ὑ­παρ­ξια­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, μέ τόν τρό­πο πού καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ νε­α­ροῦ Δι­ο­νύ­ση γί­νε­ται, στήν πέμ­πτη κα­τά σει­ρά ἱ­στο­ρί­α τοῦ βι­βλί­ου μέ τί­τλο «τοῦ ἀν­τρει­ω­μέ­νου ὁ θά­να­τος δί­νει ζω­ή στή νι­ό­τη», ὅ­ταν κα­λεῖ­ται νά ση­κώ­σει νε­κρό τόν φί­λο του καί νά συ­νο­δεύ­σει σέ θά­να­το ἁρ­γό­συρ­το τόν πα­τέ­ρα του.
          «Θάρ­ρε­ψα, ὅ­τι γιά νά κα­τέ­βει –πε­ρί κα­θό­δου πρό­κει­ται- κα­νείς τ’ ἀ­να­ρίθ­μη­τα τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ σκα­λο­πά­τια χρει­ά­ζε­ται νά ση­κώ­σει βα­ρειά, μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα»[8] μαρ­τυ­ρᾶ μέ σθέ­νος ὁ Πεν­τζί­κης. Αὐ­τή τή βα­ρειά, μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα πού κα­νείς δέν τολ­μᾶ μή­τε νά τήν δεῖ, τολ­μᾶ νά ση­κώ­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά ἀ­πο­δεί­ξει τό μνῆ­μα κε­νό καί τόν θά­να­το σκυ­λευ­μέ­νο.
« Ὄ­χι, τούς λέ­ει, ὁ θά­να­τος / ὀ­νεί­ρου ρό­ζος εἶ­ναι / καί πα­ξι­μά­δι ἀ­νά­μει­χτο μέ / γά­λα στή φω­τιά»[9].
          Αὐ­τόν τόν θά­να­το ἔ­χου­με δεῖ πάμ­πολ­λες φο­ρές στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση νά πιά­νει καί νά μᾶς φέρ­νει ἀ­πό τό χέ­ρι ἀν­θρώ­πους στήν ὄν­τως ζω­ή. Ἕ­νας θά­να­τος –συ­νή­θως- προ­σώ­που ἀ­γα­πη­μέ­νου, γιά νά ξυ­πνή­σει στή ζω­ή καί στήν ἀ­λή­θειά της τούς «πε­ρι­λει­πό­με­νους»[10].  
          Θά....να­τος!!! Ψευ­τρά­κος με­γά­λος εἶ­ναι· «θά» ...σοῦ λέ­ει στήν ἀρ­χή, ἀ­φή­νον­τάς σε σέ μιά τρε­λή ὀ­νει­ρο­πό­λη­ση τῆς ζω­ῆς, ὥ­σπου ξάφ­νου... «να­τος»!, φω­νά­ζει πα­νι­κό­βλη­τη ἡ ζω­ή, ἀ­προ­ε­τοί­μα­στη γιά τή συ­νάν­τη­σή τους· καί σύ στό ἐν­δι­ά­με­σο, νά πρέ­πει νά τόν ὑ­πο­δε­χθεῖς, μέ ἡ­δύ­πο­το τά χρό­νια σου νά τόν κε­ρά­σεις.
          Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας κα­θη­με­ρι­νά -μό­νη πά­νω σέ τοῦ­το τόν κό­σμο- μέ­σα στό Μυ­στή­ριο τῆς με­τα­νοί­ας, ἀ­φοῦ αὐ­τό εἶ­ναι ἡ μή­τρα ἀ­π’ τήν ὁ­ποί­α ξε­πή­δη­σε τό βι­βλί­ο, κα­τα­πί­νει τόν θά­να­το σέ με­γά­λες δό­σεις, κι ἐ­κεῖ στά σπλά­χνα της, τά ἱ­ε­ρα­τι­κά καί ἀ­να­στά­σι­μα τόν με­τα­βο­λί­ζει σέ ζω­ή.
          Τον τίτλο «Πέ­ρα ἀ­πό τήν χώ­ρα τῆς λύ­πης»· τόν ἄ­φη­σα τε­λευ­ταῖο, ἐ­πί­τη­δες, πί­σω μου, σάν τά ἴ­χνη πά­νω στήν ἄμ­μο τοῦ ἐ­ξω­φύλ­λου, γιά νά βρε­θῶ μπρο­στά στό ὕ­στα­το θα­λάσ­σιο ὅ­ριό της, στή θά­λασ­σα τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή, στή θά­λασ­σα τοῦ πα­πα Χρι­στό­δου­λου. «Εἶ­ναι ἕ­να στοι­χεῖ­ο οἰ­κεῖ­ο, φι­λι­κό, μιά γλώσ­σα γα­λα­νή πού δι­εισ­δύ­ει καί κό­βει μέ χί­λιους τρό­πους τή στε­ριά τῆς λύ­πης. Εἶ­ναι ἕ­να δεύ­τε­ρο ἔ­δα­φος –πα­ρ’ ὅ­τι ὑ­δά­τι­νο- πού μέ τόν τρό­πο του εἶ­ναι δυ­να­τόν κι αὐ­τό νά σπαρ­θεῖ καί ν’ ἀ­πο­δώ­σει στόν ἄν­θρω­πο πα­ρη­γο­ρί­α»[11].

Τί ἀ­τυ­χί­α, δά­κρυ­α.

Ἄ­ψο­γη ἦ­ταν ἡ με­λέ­τη σας γιά τή νό­σο
τῆς θλί­ψης (λύ­πης)
χω­ρίς νά λέ­τε ἀ­πό ποι­ά πη­γή
ἀν­τλή­σα­τε στοι­χεῖ­α
ἄν ἤ­τα­νε τρε­χού­με­να ἤ στά­σι­μα
πο­λυ­και­ρι­νά
ἀ­πο­σι­ω­πών­τας ἀ­πό σε­βα­σμό
τίς ἀ­να­ρίθ­μη­τες ἁ­μαρ­τω­λές καί ἀ­να­μάρ­τη­τες
αἰ­τί­ες της.

Λι­τά ὅ­πως ἔ­πρε­πε πε­ρι­γρά­ψα­τε
τή μορ­φή της
χω­ρίς τῆς ὑ­πο­κρι­σί­ας τά φτι­α­σί­δια
ἀ­πε­ρι­ποί­η­τη ὅ­πως γεν­νή­θη­κε.

Ἕ­να τό λά­θος σας, δά­κρυ­α.
Νά προ­ε­ξο­φλεῖ­τε ὡς ἀ­στεί­ρευ­το
τό ἀ­νά­βλυ­σμά σας.

Γι’ αὐ­τό καί σᾶς μη­δέ­νι­σε ἡ πα­ρη­γο­ρί­α.[12]

                                        Στή χώ­ρα της μᾶς τα­ξι­δεύ­ει τό βι­βλί­ο.


                                         
          


[1] Ὀδ. Ἐλύτης, «Λόγος γιά τήν ΄΄ἔκθεση βιβλίου΄΄ τῆς Φραγκφούρτης», «Τά Μικρά Ἔψιλον», στό: «Ἐν λευκῷ», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2006, Ζ΄ ἔκδ., σ. 309
[2] Ὀδ. Ἐλύτης, «Τό χρονικό μιᾶς δεκαετίας», στό: «Ἀνοιχτά χαρτιά», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, Ζ΄ ἔκδ., σ. 333 (ἐλαφρῶς παραφρασμένο)
[3] Εὐχή Θείας Λειτουργίας Μ.Βασιλείου, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων
[4] Σσ. 73-75
[5] σ. 80
[6] π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «Ἡμερολόγιο», ἐκδ.: ΑΚΡΙΤΑΣ 2002, σσ. 39,40
[7] π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὅπ.π., σ. 83
[8] Βλ. Ν.Γ.Πεντζίκης, «Ποιήματα (Παλαιοντολογικά)», ἐκδ.: Ἀγροτικές Συνεταιριστικές Ἐκδόσεις Α.Ε., Θεσ/νίκη 1988, σ. 21
[9] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Θανάτου δέντρο» στό «Ἀχαιῶν ἀκτή», ἐκδ.: ΑΓΡΑ 2003
[10] Θεσ. Α´, δ´ 15.
[11] Παράφραση τοῦ Ὀδ. Ἐλύτης, «Ἐπίμετρο, John Veltri», στό: «Ἀνοιχτά χαρτιά», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, Ζ΄ ἔκδ., σ. 601
[12] Κική Δημουλᾶ, «Τό... ἄλλοθι τῆς λήθης», στό «Ἄνω τελεία», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2016, σ. 11

T­ι κρα­τά­ω α­πό το πα­ρελ­θόν και τι πε­τά­ω...

Νί­κος Πορ­το­κά­λο­γλου

Σκέ­ψεις με α­φορ­μή το τε­λευ­ταί­ο βι­βλί­ο του Στά­θη Ν. Κα­λύ­βα

Τον Στά­θη Κα­λύ­βα τον γνώ­ρι­σα πο­λύ πρό­σφα­τα σε έ­να φι­λι­κό σπί­τι. Μό­λις μας σύ­στη­σαν η πρώ­τη ε­ρώ­τη­ση που μου βγή­κε αυ­θόρ­μη­τα ή­ταν «πώς γί­νε­ται να γρά­φεις για τό­σο δυ­σά­ρε­στες πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις και να πα­ρα­μέ­νεις αι­σι­ό­δο­ξος;» Η α­πάν­τη­σή του ή­ταν «εί­ναι α­πλό, γί­νε­ται για­τί μέ­νω έ­ξω».

Το να μέ­νεις έ­ξω βέ­βαι­α, και να γρά­φεις για τα προ­βλή­μα­τα της χώ­ρας σου, μπο­ρεί να έ­χει δύ­ο εκ δι­α­μέ­τρου αν­τί­θε­τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα: να εί­σαι εν­τε­λώς ε­κτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ή να βλέ­πεις πιο κα­θα­ρά τη με­γά­λη ει­κό­να. Μέ­χρι τη στιγ­μή που συ­ναν­τη­θή­κα­με εί­χα δι­α­βά­σει, α­πο­σπα­σμα­τι­κά ο­μο­λο­γώ, το «Κα­τα­στρο­φές και θρί­αμ­βοι», τα «Εμ­φύ­λια πά­θη» και δι­ά­φο­ρα άρ­θρα του. Στην πε­ρί­πτω­σή του πι­στεύ­ω, ή θέ­λω να πι­στεύ­ω, πως συμ­βαί­νει το δεύ­τε­ρο: Ο Στά­θης Κα­λύ­βας βλέ­πει α­πό α­πό­στα­ση τη με­γά­λη ει­κό­να πιο κα­θα­ρά α­πό ε­μάς που βρά­ζου­με μέ­σα στο κα­ζά­νι της κρί­σης τα τε­λευ­ταί­α 7 χρό­νια.

Δέ­χθη­κα λοι­πόν την πρό­σκλη­σή του να μι­λή­σω στην πα­ρου­σί­α­ση του νέ­ου του βι­βλί­ου με χα­ρά και κά­ποι­α α­μη­χα­νί­α. Α­μη­χα­νί­α για­τί νι­ώ­θω ά­βο­λα στο ρό­λο του ο­μι­λη­τή και γε­νι­κώς σε ο­ποι­ον­δή­πο­τε δη­μό­σιο ρό­λο χω­ρίς την κι­θά­ρα μου. Και χα­ρά για­τί έ­χω μια ευ­και­ρί­α να τον ευ­χα­ρι­στή­σω σαν έ­νας α­να­γνώ­στης που α­να­ζη­τά μέ­σα α­πό τις α­γω­νί­ες και τις αμ­φι­βο­λί­ες του μια στοι­χει­ώ­δη αυ­το­γνω­σί­α. Προ­σω­πι­κή και ε­θνι­κή. Και τα κεί­με­νά του με έ­χουν βο­η­θή­σει σε αυ­τή την α­να­ζή­τη­ση με έ­ναν τρό­πο ο­δυ­νη­ρό, ό­πως σε βο­η­θά έ­νας κα­λός ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τής που δεν σε χα­ϊ­δεύ­ει αλ­λά ού­τε σε α­πελ­πί­ζει.
Α­νή­κω στην πρώ­τη γε­νιά της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Προ­σπά­θη­σα μέ­σα α­πό τα τρα­γού­δια μου να δι­η­γη­θώ την ι­στο­ρί­α της γε­νιάς μου, ό­πως κά­νει κά­θε τρα­γου­δο­ποι­ός σε κά­θε χώ­ρα και ε­πο­χή.

Και η γε­νιά μου ή­ταν η πρώ­τη που α­να­κά­λυ­ψε τη μα­γι­κή συν­τα­γή για να έ­χεις και την πί­τα ο­λό­κλη­ρη και το σκύ­λο χορ­τά­το. Να κα­τα­να­λώ­νεις σαν κα­πι­τα­λι­στής και να μι­λάς σαν μαρ­ξι­στής. Να ζεις πλου­σι­ο­πά­ρο­χα με δα­νει­κά κα­ταγ­γέλ­λον­τας το δα­νει­στή σου. Και τώ­ρα τε­λευ­ταί­α, να έ­χεις τα ευ­ρώ σου στην Ευ­ρώ­πη και να δι­α­φη­μί­ζεις τη δραχ­μή. Πι­στεύ­ω πως ε­κεί, στη δι­γλωσ­σί­α και τον κυ­νι­σμό της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, βρί­σκον­ται οι ρί­ζες του δη­λη­τη­ρι­ώ­δους φυ­τού που άν­θι­σε στις μέ­ρες μας. Ή­ταν η νο­ο­τρο­πί­α αυ­τής της γε­νιάς που ε­ξε­λί­χθη­κε σε ε­θνι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α. Προ­σπά­θη­σα να την πε­ρι­γρά­ψω με έ­να στί­χο: αν­τάρ­τες της πορ­δής με τα λε­φτά του μπαμ­πά.

Ο Κα­λύ­βας πε­ρι­γρά­φει την ε­πο­χή με τα δι­κά του λό­για στο κε­φά­λαι­ο «Αι­τί­ες και δυ­να­μι­κές της κρί­σης»: «Λί­γες έν­νοι­ες έ­χουν ε­ξευ­τε­λι­στεί ό­σο η “προ­ο­δευ­τι­κό­τη­τα”, που κα­τάν­τη­σε συ­νώ­νυ­μο της α­πό­λυ­της υ­πο­κρι­σί­ας. Ο α­δι­άλ­λα­κτος α­γώ­νας για τη με­γέ­θυν­ση των πιο α­πί­θα­νων κε­κτη­μέ­νων και την α­να­πα­ρα­γω­γή της με­τρι­ό­τη­τας και της α­να­ξι­ο­κρα­τί­ας εί­χε ση­μαί­α του την πρό­ο­δο».

Στην αρ­χή της κρί­σης η κρυ­φή μου ελ­πί­δα ή­ταν πως αυ­τή η α­νώ­μα­λη προ­σγεί­ω­ση στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θα μας ο­δη­γού­σε διά της βί­ας σε μια ε­νη­λι­κί­ω­ση. Μια σκλη­ρή μα­τιά στον κα­θρέ­φτη, μια με­τά­νοι­α, μια αλ­λα­γή πλεύ­σης. Έ­να restart. Για να συμ­βούν ό­λα αυ­τά ό­μως υ­πάρ­χει μια α­πλή και δύ­σκο­λη προ­ϋ­πό­θε­ση: να ψά­ξεις και να πα­ρα­δε­χτείς τα λά­θη σου.

 Προ­σω­πι­κά έ­χω πε­ρά­σει δύ­ο με­γά­λες κρί­σεις στη ζω­ή μου, μί­α λί­γο με­τά τα τριά­ντα και μί­α γύ­ρω στα πε­νήν­τα. Και στις δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις προ­σπά­θη­σα να πεί­σω τον ε­αυ­τό μου πως έ­φται­γαν η κοι­νω­νί­α, οι δι­σκο­γρα­φι­κές ε­ται­ρεί­ες, οι γυ­ναί­κες, οι φί­λοι ή το ά­σχε­το κοι­νό που δεν κα­τα­λα­βαί­νει τα με­γα­λο­φυ­ές μου έρ­γο, αλ­λά δεν τα κα­τά­φε­ρα. Κι έ­τσι α­ναγ­κά­στη­κα με βα­ριά καρ­διά να ρί­ξω την ευ­θύ­νη σε μέ­να. Να ζη­τή­σω βο­ή­θεια και να ψά­ξω τα λά­θη μου. Να βρω τι πή­γε στρα­βά και να α­πο­φα­σί­σω τι κρα­τά­ω α­πό το πα­ρελ­θόν και τι πε­τά­ω. Να ξα­να­δώ δη­λα­δή ποι­ος εί­μαι, πού εί­μαι και πού πά­ω. Ό­πως κα­τα­λα­βαί­νε­τε, μι­λά­ω για ψυ­χο­θε­ρα­πεί­α.

Αυ­τό ήλ­πι­ζα πως θα μας συμ­βεί και σε συλ­λο­γι­κό ε­πί­πε­δο. Και πι­στεύ­ω α­κρά­δαν­τα πως αν εί­χα­με μια γεν­ναί­α πο­λι­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή η­γε­σί­α, που κρα­τού­σε στά­ση αυ­το­κρι­τι­κής και συ­ναί­νε­σης μπρο­στά στην κα­τα­στρο­φή, ο κό­σμος θα α­κο­λου­θού­σε. Με βα­ριά καρ­διά, αλ­λά θα α­κο­λου­θού­σε. Ε­δώ ό­μως ήρ­θε ο α­δί­στα­κτος, χυ­δαί­ος λα­ϊ­κι­σμός να μας α­θω­ώ­σει. Και να χά­σου­με αυ­τή την πο­λύ­τι­μη ευ­και­ρί­α να αλ­λά­ξου­με. Πο­λι­τι­κοί ό­λων των κομ­μά­των, δη­μο­σι­ο­γρά­φοι και καλ­λι­τέ­χνες, ε­κτός ε­λα­χί­στων ε­ξαι­ρέ­σε­ων, ήρ­θαν να μας κα­θη­συ­χά­σουν πως ε­μείς, ο α­θώ­ος λα­ός, δεν φταί­με σε τί­πο­τα. Για ό­λα φταί­νε οι άλ­λοι. Και πού­λη­σαν α­γα­νά­κτη­ση και κα­ταγ­γε­λί­α και δι­χα­σμό με τον πιο ι­δι­ο­τε­λή και κυ­νι­κό τρό­πο. Και ό­σοι αν­τι­στά­θη­καν σ’ αυ­τό ή­ταν βέ­βαι­α προ­δό­τες, δο­σί­λο­γοι και γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες. Ή­ταν με τους άλ­λους. Και ό­πως λέ­ει ο Αρ­κάς, σε αυ­τή τη χώ­ρα έ­χει γί­νει πο­λύ ε­πι­κίν­δυ­νο να εί­σαι με τους άλ­λους... ό­ποι­οι κι αν εί­ναι αυ­τοί. Και κά­πως έ­τσι ε­πι­κρά­τη­σε η πα­ρά­νοι­α. Και περ­νά­με α­πο τον Αρ­κά στον Νί­τσε που εί­πε το ε­ξής: Η πα­ρά­νοι­α σε ά­το­μα εί­ναι σχε­τι­κά σπά­νια. Σε ο­μά­δες, κόμ­μα­τα, έ­θνη και ε­πο­χές εί­ναι ο κα­νό­νας.

Μέ­σα λοι­πόν σε αυ­τό το πα­ρα­νο­ϊ­κό σκη­νι­κό, ο Κα­λύ­βας αρ­θρο­γρα­φεί τα­κτι­κά, α­να­λύ­ει το πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν μας και προ­σπα­θεί να δι­α­κρί­νει μια α­χτί­δα στο μέλ­λον μας. Και βέ­βαι­α, ό­πως και τό­σοι άλ­λοι που αμ­φι­σβη­τούν τα α­ρι­στε­ρά στε­ρε­ό­τυ­πα της με­τα­πο­λί­τευ­σης, στιγ­μα­τί­ζε­ται ως α­νάλ­γη­τος νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος. Και α­κρι­βώς ε­πει­δή εί­ναι και έ­νας πε­ρι­ζή­τη­τος πο­λι­τι­κός ε­πι­στή­μο­νας και κα­θη­γη­τής στο ε­ξω­τε­ρι­κό, δη­λα­δή έ­νας ά­ρι­στος, εί­ναι και ύ­πο­πτος. Σε άλ­λες ε­πο­χές, ως κα­θη­γη­τής στο Yale, θα ή­ταν σί­γου­ρα πρά­κτο­ρας των Α­με­ρι­κα­νών, αλ­λά τη γλί­τω­σε, για­τί τώ­ρα ο ε­χθρός εί­ναι οι Γερ­μα­νοί. Πα­ρ’ ό­λα αυ­τά αυ­τός πα­ρα­μέ­νει έ­νας νη­φά­λιος και ε­πί­μο­νος πα­ρα­τη­ρη­τής. Μας πα­ρα­τη­ρεί α­πό μα­κριά αλ­λά και α­πό μέ­σα. Και δεν παύ­ει να βά­ζει το ί­διο υ­παρ­ξια­κό ε­ρώ­τη­μα χω­ρίς προ­κα­τα­λή­ψεις και ι­δε­ο­λη­ψί­ες: Πού εί­μα­στε και που πά­με;

Ε­δώ έ­χου­με τη συλ­λο­γή αυ­τών των κει­μέ­νων και μια δη­μι­ουρ­γι­κή τα­ξι­νό­μη­σή τους ό­χι χρο­νο­λο­γι­κή αλ­λά θε­μα­τι­κή. Ξα­να­δι­α­βά­ζον­τας τα άρ­θρα ό­λης της ε­πτα­ε­τί­ας 2009-2016 έ­χεις την ευ­και­ρί­α ε­νός α­πο­λο­γι­σμού ό­λων αυ­τών που ζή­σα­με και ε­νός α­να­στο­χα­σμού. Ο­μο­λο­γώ πως κά­ποι­α βρά­δια μού έ­πε­φτε πο­λύ βα­ρύ να ξα­να­δι­α­βά­ζω άρ­θρα του ’12, του ’14 ή του ’15 και να βι­ώ­νω ξα­νά το θυ­μό και την κα­τά­θλι­ψη της κά­θε πε­ρι­ό­δου. Ό­μως η γρα­φή του Κα­λύ­βα έ­χει πολ­λές α­ρε­τές: εί­ναι α­πλή, α­κρι­βής και ά­με­ση χω­ρίς κα­μί­α ε­πί­δει­ξη γνώ­σε­ων και ε­πι­στη­μο­σύ­νης και ό­πως εί­πα στην αρ­χή, ε­νώ πε­ρι­γρά­φει ζο­φε­ρές κα­τά­στα­σεις, αν­τι­στέ­κε­ται στην α­πελ­πι­σί­α και το μη­δε­νι­σμό. Έ­να σύν­το­μο πα­ρά­δειγ­μα α­πο έ­να κεί­με­νο του ’15: 

«Φο­βά­μαι πως πλη­σι­ά­ζου­με ε­πι­κίν­δυ­να στο εν­δε­χό­με­νο η εμ­πει­ρί­α της κρί­σης να με­ταλ­λάσ­σει ρι­ζι­κά το χα­ρα­κτή­ρα μας ως έ­θνος. Ο κίν­δυ­νος εί­ναι δη­λα­δή να κυ­ρι­αρ­χή­σει έ­νας συν­δυα­σμός δο­μι­κής α­πο­γο­ή­τευ­σης και α­πό­λυ­της πα­ραί­τη­σης. Το πα­ρά­δειγ­μα των με­τα-κομ­μου­νι­στι­κών χω­ρών που δεν κα­τά­φε­ραν να ξε­φύ­γουν α­πό το τέλ­μα, μας δί­νει έ­να μέ­τρο του τι πε­ρί­που εί­ναι αυ­τό στο ο­ποί­ο θα μπο­ρού­σα­με να μοι­ά­σου­με: γκρί­ζες, γε­ρα­σμέ­νες, πα­ρακ­μια­κές, ου­σι­α­στι­κά νε­κρές κοι­νω­νί­ες, που α­πο­πνέ­ουν μια ο­σμή α­πο­σύν­θε­σης. 

Ελ­πί­ζω ο­λό­ψυ­χα τα πράγ­μα­τα να μην εί­ναι έ­τσι. Πως, ας πού­με, η ζω­ο­δό­τρα δύ­να­μη του ή­λιου και της θά­λασ­σας της Ελ­λά­δας εί­ναι τέ­τοι­α που θα μπο­ρέ­σει να λει­τουρ­γή­σει ως αν­τί­βα­ρο στην τά­ση αυ­τή».

Εί­ναι έ­νας α­με­τα­νό­η­τος ορ­θο­λο­γι­στής που ό­μως α­φή­νει και έ­να πα­ρα­θυ­ρά­κι α­νοι­χτό στο θαύ­μα. Και ε­πει­δή κι ε­γώ σε ό­λη μου τη ζω­ή προ­σπα­θώ να συν­δυά­σω τη λο­γι­κή με το συ­ναί­σθη­μα, τον ορ­θο­λο­γι­σμό στην πο­λι­τι­κή με την πί­στη στο θαύ­μα της α­νά­στα­σης στη ζω­ή και στην τέ­χνη, θα κλεί­σω με έ­να στί­χο του Χα­λίλ Γκιμ­πράν α­φι­ε­ρω­μέ­νο στον Στά­θη:

«Κι αν ο χει­μώ­νας έ­λε­γε πως στην καρ­διά του κρύ­βει μια ά­νοι­ξη, ποι­ος θα τον πί­στευ­ε;»

*Το κεί­με­νο της ο­μι­λί­ας του Ν.Π. στην πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου στο Public (8/2)
** Το βι­βλί­ο κυ­κλο­φο­ρεί α­πό τις εκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο