Σελίδες

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα


Ἡ πνευ­μα­τι­κή ζω­ή εἶ­ναι ζω­ή γιά ὅ­λους ἤ γιά λί­γους ἐ­κλε­κτούς; Μπο­ρεῖ νά ἀ­φο­ρᾶ ἀν­θρώ­πους τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ἁ­πλούς ἤ ἀ­πευ­θύ­νε­ται μό­νο σέ ὅ­σους ἀ­φι­ε­ρώ­νουν τήν ὕ­παρ­ξή τους ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο στόν Θε­ό; Γί­νε­ται νά ζεῖς πνευ­μα­τι­κά ὅ­ταν τό μυα­λό σου βα­σα­νί­ζουν βι­ο­τι­κές μέ­ρι­μνες καί ἡ ψυ­χή σου βα­ραί­νει ἀ­πό τόν μό­χθο καί ἀ­πό μιά ἀ­φό­ρη­τη ρου­τί­να; Ὑ­πάρ­χει πνευ­μα­τι­κή ζω­ή ὅ­ταν δέν ἔ­χεις χρό­νο νά με­λε­τή­σεις οὔ­τε τήν Ἁγία Γρα­φή, ὅ­ταν δέν βρί­σκεις ἕ­ναν ἐ­λά­χι­στο χρό­νο ἡ­συ­χί­ας νά στο­χα­στεῖς γιά νά μπο­ρέ­σεις ἔ­στω νά ἐ­πι­θυ­μή­σεις τήν συ­νάν­τη­ση μα­ζί Του; Κι ὅ­ταν γιά πρα­κτι­κούς λό­γους δέν μπο­ρεῖς νά βρε­θεῖς οὔ­τε στό μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐχαριστίας πα­ρά μό­νο τά τε­λευ­ταῖ­α λε­πτά;



Ἡ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μοιά­ζει πολ­λές φο­ρές μέ φορ­τί­ο δυ­σβά­στα­χτο, πού τρα­βά­ει τόν ἄν­θρω­πο τόν πλα­σμέ­νο γιά νά κοι­τά­ει κα­τά τόν οὐ­ρα­νό, βα­θιά μέ­σα στό χῶ­μα. Οἱ μέ­ρι­μνες γί­νον­ται θη­λιά πού πνί­γει κά­θε προ­σπά­θεια τῆς ψυ­χῆς νά κερ­δί­σει τήν ἀ­νά­σα της. Καί ὁ χρό­νος τρέ­χει βι­α­στι­κός καί μᾶς πα­ρα­σέρ­νει ὁρ­μη­τι­κά μα­ζί του στήν σπα­τά­λη τῆς πο­λύ­τι­μης ζω­ῆς μας μέ­χρι τήν στιγ­μή πού παίρ­νου­με τήν γεν­ναί­α ἀ­πό­φα­ση νά τόν στα­μα­τή­σου­με! Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τό στα­μά­τη­μα τοῦ χρό­νου σέ μι­κρές στιγ­μές φω­τός, πού γί­νον­ται αἰ­ώ­νι­ες μό­νο καί μό­νο ἐ­πει­δή νι­ώ­σα­με ἐ­λεύ­θε­ροι ἀ­πό ἄγ­χη καί φό­βους, ἐ­πει­δή ἀ­φε­θή­κα­με νά τίς ζή­σου­με ἤ ἄλ­λες στιγ­μές πού χω­ρίς νά ξέ­ρου­με για­τί, νι­ώ­θου­με νά μᾶς χα­ρί­ζον­ται; Ὅ­πως ἕ­να κοί­ταγ­μα στήν ἀ­να­το­λή τήν ὥ­ρα πού βά­φει μέ ρόζ τό γα­λά­ζιο. Ἤ τό συ­να­πάν­τη­μα μέ τά γε­λα­στά μά­τια κά­ποι­ου ἄλ­λου. Μιά ἀγ­κα­λιά ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ πού πε­ρι­έ­χει μέ­σα της ὅ­λη τήν τρυ­φε­ρό­τη­τα καί τήν ἀ­γά­πη. Ἤ ἀ­κό­μα ἕ­να προ­στα­τευ­τι­κό Του βλέμ­μα σέ μιά ἀ­γα­πη­μέ­νη μας ἁγιογραφία, πού τό νι­ώ­θου­με νά μᾶς συν­τρο­φεύ­ει μυ­στι­κά ὅ­που κι ἄν εἴ­μα­στε… 



Εἶ­ναι τό­σα πολ­λά ὅσα δέν μᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦν στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Πράγ­μα­τα πού κά­νου­με για­τί πρέ­πει, για­τί δέν τά ἐ­πι­λέ­ξα­με συ­νει­δη­τά, για­τί δέν εἴ­χα­με τήν ὡ­ρι­μό­τη­τα νά ξέ­ρου­με ποι­οί εἴ­μα­στε καί τί μᾶς ται­ριά­ζει, για­τί ὄν­τας ἐ­νή­λι­κες ἔ­χου­με ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, για­τί συ­να­να­στρε­φό­μα­στε μέ ἀν­θρώ­πους ὑ­πό συν­θῆ­κες πού κα­νο­νι­κά δέν θά ἐ­πι­λέ­γα­με γιά φί­λους μας. Κα­τα­στά­σεις πού μᾶς κά­νουν ἄλ­λο­τε νά δυ­σα­να­σχε­τοῦ­με, ἄλ­λο­τε ἀ­πο­κα­μω­μέ­νοι νά πα­ραι­τού­μα­στε, νά ἀ­φη­νό­μα­στε σέ ἀ­δι­ά­κο­πη γκρί­νια, νά τά βά­ζου­με μέ τούς ἄλ­λους, νά μήν μπο­ροῦ­με νά χα­ροῦ­με ἀ­λη­θι­νά. Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή ἡ ἀ­σκη­τι­κή τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας κόν­τρα σέ ὅ,τι τό ἔν­στι­κτο, οἱ φυ­σι­κές μας ἀ­δυ­να­μί­ες, οἱ κα­κές μας συ­νή­θει­ες - ἕ­να πιά μέ τόν ἑ­αυ­τό μας - μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν; Ἔ­χει ἀ­ξί­α νά πα­λεύ­ου­με κά­θε μέ­ρα, χί­λι­ες φο­ρές νά πέ­φτου­με στά ἴ­δια καί χί­λι­ες νά ση­κω­νό­μα­στε για­τί δέν θέ­λου­με τόν ἐ­φη­συ­χα­σμό ἀ­μα­χη­τί στό "ἔ­τσι κά­νουν ὅ­λοι"; Νά ἔ­χου­με τήν παρ­ρη­σί­α νά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τήν εὐ­θύ­νη μας σέ κα­θε­τί; Νά μήν ἐ­πι­τρέ­που­με στόν ἑ­αυ­τό μας νά ἐ­νο­χλεῖ χω­ρίς αἰ­τί­α κα­νέ­να ἄν­θρω­πο, ἀ­πό σε­βα­σμό γιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ ὁ Ὁποῖος κα­τοι­κεῖ μέ­σα στήν κά­θε ὕ­παρ­ξη; Νά ἀ­να­ζη­τοῦ­με σέ ὅ­λα τό ὡ­ραῖ­ο, τό κάλ­λος, νά ἐ­πεν­δύ­ου­με δια­ρκῶς στήν ὀ­μορ­φιά τοῦ κό­σμου; 

Ἡ ζω­ή μοιά­ζει νά κυριαρχεῖται ἀ­πό τό κα­κό. Ὁ "Ἄρ­χων τοῦ κό­σμου τού­του" (Ἰω. 12, 31) φαίνεται νά διαφεντεύει τήν οἰκουμένη. Δέν μᾶς φτά­νει τό σκο­τά­δι μέ­σα μας, ὁ ὑ­παρ­ξια­κός μας πό­νος, οἱ προ­σω­πι­κές δυ­σκο­λί­ες στίς σχέ­σεις, οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κοί πει­ρα­σμοί πού κα­τά και­ρούς μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτον­ται, μά καί κά­θε μέ­ρα ἀ­πί­στευ­τες ἱ­στο­ρί­ες ἀν­θρώ­πων, ἱ­στο­ρί­ες πό­νου, φτά­νουν στ' αὐ­τιά μας. Κά­πο­τε μᾶς κα­τα­κλύ­ζει ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α καί δέν βλέ­που­με οὔ­τε μιά ἀ­χτί­δα φω­τός, κά­πο­τε κλεί­νου­με ἠ­θε­λη­μέ­να τά αὐ­τιά στό κα­κό γύ­ρω μας κι ἐν­τός μας στρου­θο­κα­μη­λί­ζον­τας, προ­σποι­ού­με­νοι ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι πε­ρί­φη­μα. Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τό ἄ­νοιγ­μα μιᾶς χα­ρα­μά­δας στήν ψυ­χή μας νά χω­ρέ­σει ὁ πό­νος, ὁ θά­να­τος, τό κα­κό τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας; Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή νά μήν στε­ροῦ­με ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξή μας τό δι­καί­ω­μα νά κραυ­γά­ζει πρός Ἐ­κεῖ­νον τό ἔ­λε­ός Του γιά κά­θε πλά­σμα Του;



Ἡ κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα, οἱ ρό­λοι πού ἀ­να­λαμ­βά­νου­με κα­θώς με­γα­λώ­νου­με, οἱ κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις κρύ­βουν πο­λύ συ­χνά τήν μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ προ­σώ­που μας. Ἡ ζω­ή μας με­τα­βάλ­λε­ται σέ ἕ­να τρέ­νο πού ἀ­δι­ά­κο­πα τρέ­χει, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς κα­τά­κο­ποι καί ἀ­σθμαί­νον­τες ξω­πί­σω του ἐλ­πί­ζου­με νά τό προ­λά­βου­με στόν ἑ­πό­με­νο σταθ­μό. Τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρί­σμα­τά μας μέ­νουν θαμ­μέ­να καί οἱ δω­ρε­ές τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τες. Τά πρό­σω­πα χά­νουν τήν χά­ρη καί τήν χα­ρά τους, σκυ­θρω­πιά­ζουν, γί­νον­ται μουν­τά. Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή νά βρί­σκου­με τά στά­χυ­α μέ­σα μας καί νά πα­σχί­ζου­με νά τά ἀ­να­στή­σου­με; Νά ἔ­χου­με τά αὐ­τιά μας ἀ­νοι­χτά νά ἀ­φουγ­κρά­ζον­ται τίς βα­θύ­τε­ρες ἐ­πι­θυ­μί­ες μας; Νά αὐ­ξά­νου­με τά τά­λαν­τά μας μέ τήν χα­ρά τοῦ μοι­ρά­σμα­τος μέ τούς γύ­ρω μας, χω­ρίς νά τά πε­ρι­φέ­ρου­με κομ­πά­ζον­τας κι ἐ­πι­ζη­τών­τας δι' αὐ­τῶν ἀ­να­γνώ­ρι­ση καί ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση;

Ἐν τέ­λει, εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή νά θυ­μό­μα­στε μέσα στήν δί­νη τῶν γε­γο­νό­των τῆς κά­θε ἡ­μέ­ρας, πού καί πού, τό "ἑ­νός ἐ­στι χρεί­α"; Νά μήν ξε­χνᾶ­με τόν στό­χο, νά πο­θοῦ­με τήν ἁ­γι­ό­τη­τα, τήν πλή­ρω­ση τοῦ κε­νοῦ μέ­σα μας ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη Του, νά ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τήν μα­κά­ρια σο­φί­α πού φέρ­νουν οἱ θλί­ψεις; Νά πα­ρα­μέ­νου­με ζων­τα­νοί, νά βλέ­που­με σέ κά­θε και­νού­ρια μέ­ρα μιά νέ­α πρό­κλη­ση, μιά νέ­α ἀ­να­μέ­τρη­ση μέ τίς δυ­νά­μεις καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες μας, μιά νέ­α εὐ­και­ρί­α νά ἀ­γα­πή­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο; Νά ἐ­λέγ­χου­με τόν ἑ­αυ­τό μας, νά μήν ἐ­πα­να­παυ­ό­μα­στε σέ βε­βαι­ό­τη­τες; Μοιά­ζει νά ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λους. Φαί­νον­ται ὅ­λα τό­σο δύ­σκο­λα, ἀ­φοῦ εἶναι "στε­νή ἡ πύ­λη καί τε­θλιμ­μέ­νη ἡ ὁ­δός" (Ματθ. 7, 14) . Μά συ­νά­μα τό­σο προ­σι­τά καί ἁ­πλά, ἔ­τσι πού ἡ κλή­ση νά εἶ­ναι προ­σω­πι­κή γιά τόν κα­θέ­να μας. Χρι­στέ μου, θέ­ρι­ε­ψε τήν ἐ­πι­θυ­μί­α μέ­σα μας νά γι­νό­μα­στε κά­θε μέ­ρα ὅ­λο καί πιό πο­λύ μα­θη­τές Σου…



Ἀ­να­στα­σί­α Χα­τζη­παύ­λου