Σελίδες

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ BUSINESS

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει εξετασθή διεξοδικώς κατά καιρούς, επανέρχεται όμως συχνά στην επικαιρότητα από πολλούς λόγους, είτε από σκανδαλώδεις συμπεριφορές Κληρικών είτε από κομματικές - πολιτικές σκοπιμότητες. Η αντιμετώπιση του θέματος είναι πολύπλευρη και στο άρθρο αυτό θα τονισθούν μερικά μόνον σημεία.
Κατ' αρχάς, όταν ομιλούμε εδώ για Εκκλησία σε σχέση με την περιουσία δεν την εννοούμε από θεολογικής και πνευματικής πλευράς, αλλά από νομικής και κοινωνικής. Ετσι εδώ δεν εννοούμε την Εκκλησία ως τον Θεανθρώπινο οργανισμό, αλλά τα συγκεκριμένα Νομικά Πρόσωπα, ήτοι την Ιερά Σύνοδο, τις Ιερές Μητροπόλεις, τις Ενορίες και τις Μονές.
Με αυτήν την έννοια η Εκκλησία έχει περιουσία αφ' ενός μεν για να καλύψη τις λειτουργικές της ανάγκες, αφ' ετέρου δε για να ασκήση το ποικίλο φιλανθρωπικό της έργο. Οσοι ασχολούνται με την διοίκηση της Εκκλησίας γνωρίζουν ότι οι ανάγκες της είναι μεγάλες για να λειτουργήσουν τα Γραφεία, να είναι ανοικτοί οι Ιεροί Ναοί και να συντηρούνται, μερικοί από τους οποίους είναι μνημεία πολιτισμού και θα δαπανούσε το Κράτος μεγάλα χρηματικά ποσά για να τους συντηρήση. Επίσης το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας είναι τεράστιο, αφού λειτουργούν γύρω στις 200 Μονάδες προνοιακού χαρακτήρος και γενικά πάνω από 1.000 Ιδρύματα, όπως φαίνεται στο βιβλίο «Η μαρτυρία της αγάπης» που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας, και επομένως η Εκκλησία είναι ο μεγαλύτερος φιλανθρωπικός φορέας στην Χώρα μας.
Βέβαια, η εκκλησιαστική περιουσία προέρχεται από τα μέλη της και πρέπει να προσφέρεται στον λαό-πλήρωμά της για την θεραπεία των διαφόρων κοινωνικών πληγών. Αυτό εξασκείται στις περισσότερες περιπτώσεις με υπευθυνότητα. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της Εκκλησίας έχει διατεθή στην κοινωνία. Αρκεί να σκεφθή κανείς ότι όλα τα μεγάλα Ιδρύματα της Αθήνας (Ακαδημία, Πολυτεχνείο, Μαράσλειος Ακαδημίας, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη κλπ.) αλλά και πολλά Νοσοκομεία (Ευαγγελισμός, Αρεταίειον, Παίδων, Συγγρού, Λαϊκό, Γ. Γεννηματάς κλπ.) έχουν ανοικοδομηθή σε χώρους που παρεχώρησαν οι Ιερές Μονές, ιδιαιτέρως η Ιερά Μονή Πετράκη, και όποιος είναι καλοπροαίρετος μπορεί να το διαπιστώση διαβάζοντας σχετικά κείμενα και καταλόγους με τέτοιες κοινωνικές προσφορές.
Ομως μια σημαντική παράμετρος του θέματος είναι το πώς αποκτά και αυξάνει η Εκκλησία την περιουσία, πώς την διαχειρίζεται και πώς την χρησιμοποιεί. Οπως σε όλα τα θέματα έτσι και σε αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία ο τρόπος κτήσης και χρήσης και χωρίς αυτόν τα πάντα απαξιώνονται.
Μερικές φορές αυτό το πώς δείχνει την απληστία διαφόρων Κληρικών, την νεοπλουτίστικη νοοτροπία τους, τα πάθη της φιλαργυρίας και της φιλοκτημοσύνης, την καπιταλιστική διάθεση, την πολυτέλεια κλπ. Ο Max Weber στο περίφημο έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» έδειξε ότι ο ευσεβιστικός ατομισμός, ο προτεσταντικός ασκητισμός και το καθήκον για το επάγγελμα, γενικότερα η ηθική του Προτεσταντισμού γέννησε το «πνεύμα» του Καπιταλισμού που είναι προϊόν της ορθολογιστικής οργάνωσης της επιχείρησης, καθώς επίσης είναι δημιούργημα των συμβουλών που δόθηκαν από πουριτανούς ηγέτες «να θεωρήσουν ότι ο χρόνος είναι χρήμα», «ότι η πίστωση είναι χρήμα», ότι «η περιουσία είναι ευλογία Θεού» κλπ. Εγινε μεγάλη συζήτηση για την ανάλυση που έκανε ο Max Weber, αλλά ο προβληματισμός παραμένει, ότι ο Καπιταλισμός έχει μια μεταφυσική κατοχύρωση.
Μπορεί προσωπικά να φαίνομαι καθυστερημένος, αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω Ορθοδόξους Κληρικούς να ασχολούνται με εμπορικές επιχειρήσεις, με μετοχές στο Χρηματιστήριο, με συσσώρευση πλούτου, με αγώνες για μια «ρασιοναλιστική λογική» του χρήματος, με εμπορικές εταιρείες κλπ. που αποβλέπουν σε μια κοινωνική εξουσία και δύναμη. Σε μια τέτοια περίπτωση το Κράτος πρέπει να θεωρή τους Κληρικούς αυτούς ως εμπόρους και να τους μεταχειρίζεται ανάλογα. Δεν είναι δυνατόν να σέβεται κανείς την Εκκλησία και ο σεβασμός αυτός να επεκτείνεται και σε Κληρικούς που διακρίνονται από τέτοιου είδους ακατανόητες, ακτιβιστικές και ανορθόδοξες δραστηριότητες.
Εάν κανείς εξετάση την σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή στην Ελλάδα θα διαπιστώση ότι υπάρχουν πλούσιες Μητροπόλεις, Ενορίες, Μονές από τις οποίες άλλες κάνουν φιλανθρωπικό έργο και άλλες κατασπαταλούν το χρήμα και τις προσφορές των πιστών, αλλά υπάρχουν και πτωχές Μητροπόλεις, Ενορίες και Μονές που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα βασικά λειτουργικά και φιλανθρωπικά έξοδά τους. Υπάρχουν δε Μητροπολίτες που καταθέτουν μέρος του μισθού τους στο ταμείο των Ιερών Μητροπόλεών τους για να επιτελέσουν στοιχειωδώς το έργο τους. Γι' αυτό δεν μπορεί να γίνονται γενικεύσεις και απλοποιήσεις, οι οποίες είναι αποσπασματικές και επικίνδυνες. Ακόμη, είναι άδικο να επιβληθή βαρύτατη φορολογία σε Ιερούς Ναούς της Επαρχίας, για τους οποίους καταβάλλεται μεγάλος αγώνας για να λειτουργήσουν και να συντηρηθούν, αλλά και σε Μονές που ζουν από την προσωπική εργασία των μοναχών, το «εργόχειρό» τους, επειδή μερικές άλλες Μονές έχουν ιδρύσει εμπορικές Εταιρείες.
Ο Ντοστογέφσκι στους «Αδελφούς Καραμάζοφ» και μάλιστα στον μονόλογο του Ιεροεξεταστή ανέλυσε ανάγλυφα και τραγικά τους τρεις πειρασμούς του Χριστού και της Δυτικής Εκκλησίας, που είναι η αγάπη για τον πλούτο, την δόξα και την εξουσία, και έδειξε ότι ο Χριστός νίκησε τους πειρασμούς αυτούς, ενώ η Δυτική Εκκλησία υπέκυψε σε αυτούς. Το ερώτημα που έθεσε ο Ιεροεξεταστής στον Χριστό είναι: «ευτυχία ή ελευθερία» και έδωσε προτεραιότητα στην ευτυχία των ανθρώπων σε βάρος της ελευθερίας τους. Εντελώς κυνικά είπε στον Χριστό ότι η Εκκλησία (η Δυτική) διόρθωσε το δικό Του έργο και κατά τρόπο ανάλγητο του είπε: «Γιατί ήλθες λοιπόν τώρα να μας ενοχλήσης;». «Δίκασέ μας αν μπορείς και αν τολμάς». «Μάθε πως δεν σε φοβάμαι».
Σκέπτομαι, μήπως και μερικοί ορθόδοξοι Κληρικοί σήμερα έχουν την αίσθηση ότι διορθώνουν με τις πράξεις τους το έργο του Χριστού και μάλιστα θεωρούν τον Χριστό «ενοχλητικό» και «επιζήμιο» γι' αυτούς και δεν Τον φοβούνται, γιατί απέκτησαν εξουσία και χρήμα που Εκείνος αποποιήθηκε;


Το ΒΗΜΑ, 21/09/2008