Σελίδες

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ;

Κήρυγμα του π. Χριστοδούλου Μπίθα 
την Κυριακή της Ορθοδοξίας

Την πρώ­τη Κυ­ρια­κή της Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής η Εκ­κλη­σί­α μας πα­νη­γυ­ρί­ζει το θρί­αμ­βο της Ορ­θο­δο­ξί­ας, της ορ­θής πί­στε­ως. Οι αι­ρέ­σεις πα­ρου­σι­ά­στη­καν α­πό την αρ­χή σχε­δόν του χρι­στι­α­νι­σμού. Οι Α­πό­στο­λοι προ­ει­δο­ποι­ού­σαν τους συγ­χρό­νους τους, και μα­ζί τους και ε­μάς, για τον κίν­δυ­νο α­πό τους ψευ­δο­δι­δα­σκά­λους.


Ο  Α­πό­στο­λος Πέ­τρος στη Β' Κα­θο­λι­κή ε­πι­στο­λή γρά­φει: «Υ­πήρ­ξαν ό­μως και ψευ­δο­προ­φή­τες με­τα­ξύ του λα­ού, ό­πως και με­τα­ξύ σας θα υ­πάρ­χουν ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι, οι ο­ποί­οι θα ει­σα­γά­γουν κρυ­φά αι­ρέ­σεις α­πώ­λειας και θα αρ­νι­ούν­ται και τον Δε­σπό­τη που τους ε­λευ­θέ­ρω­σε α­πό την α­μαρ­τί­α, ε­πι­φέ­ρον­τας στους ε­αυ­τούς τους γρή­γο­ρα την κα­τα­στρο­φή.  Και πολ­λοί θα τους α­κο­λου­θή­σουν στις α­σέλ­γει­ές τους, ε­ξαι­τί­ας των ο­ποί­ων η ο­δός της α­λή­θειας θα δυ­σφη­μι­στεί.  Και με πλε­ο­νε­ξί­α θα σας εκ­με­τα­λευ­τούν με πλα­στά λό­για. 


Ο Μέ­γας α­πό­στο­λος Παύ­λος, ό­πως δι­α­βά­ζου­με στις Πρά­ξεις έ­λε­γε: Ε­γώ ξέ­ρω ό­τι θα ει­σέλ­θουν σ’ ε­σάς με­τά την α­να­χώ­ρη­σή μου λύ­κοι ά­γριοι, που δε θα λυ­πούν­ται το ποί­μνιο, και α­πό ε­σάς τους ί­διους θα βγούν πρό­σω­πα που θα δι­δά­σκουν πλά­νες, για να πα­ρα­σύ­ρουν πι­στούς με το μέ­ρος τους.  Γι’ αυ­τό α­γρυ­πνεί­τε και να θυ­μά­στε ό­τι για τρί­α έ­τη νύ­χτα και η­μέ­ρα δεν έ­πα­ψα με δά­κρυ­α να νου­θε­τώ τον κα­θέ­ναν σας ξε­χω­ρι­στά. 


Πολ­λοί τέ­τοι­οι ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι και σχι­σμα­τι­κοί παρουσιάστηκαν στους πρώ­τους αι­ώ­νες του χρι­στι­α­νι­σμού. Αι­ρέ­σεις τά­ρα­ζαν την Εκ­κλη­σί­α ο­λό­κλη­ρους αι­ώ­νες, ό­πως οι αι­ρέ­σεις του Α­ρεί­ου, του Μα­κε­δο­νί­ου, του Ευ­τη­χούς, του Δι­ο­σκό­ρου, του Νε­στο­ρί­ου καθώς και η αί­ρε­ση της ει­κο­νο­μα­χί­ας που στά­θη­κε α­φορ­μή να θε­σπι­στεί και η ση­με­ρι­νή γι­ορ­τή κα­τά την σύ­νο­δο του 843.


Η αί­ρε­ση της ει­κο­νο­μα­χί­ας, ε­πέ­φε­ρε ταλαιπώρησε την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την Εκ­κλη­σί­α. Εμ­φα­νί­στη­κε στα χρό­νια του  Λέ­ον­τος Ι­σαύ­ρου, που έγινε αυτοκράτορας το 717. Πα­ρά τις κα­λές προ­θέ­σεις του και την προ­σπά­θειά του να ε­λέγ­ξει την αυ­θαι­ρε­σί­α παν­το­δύ­να­μων μο­να­στη­ρι­ών με κο­σμι­κό φρό­νη­μα που είχαν ιδρυθεί γύρω από την Κωνσταντινούπολη και την σχε­δόν ει­δω­λο­λα­τρι­κή προ­σέγ­γι­ση στις ει­κό­νες α­πό α­μα­θείς πι­στούς, ο κα­τά τα άλ­λα κα­λός (στην διοίκηση) αυ­το­κρά­το­ρας πα­ρα­σύρ­θη­κε σε βί­αια στά­ση κι έ­γι­νε αί­τιος να αρ­χί­σει α­νε­λέ­η­τος δι­ωγ­μός. Ο δι­ωγ­μός συ­νε­χί­στη­κε και α­πό τους ε­πό­με­νους αυ­το­ρά­το­ρες για πολ­λά χρό­νια.


Ό­ταν έ­γι­νε αυ­το­κρά­τει­ρα η Ει­ρή­νη η Αθηναία, στα­μά­τη­σε προ­σω­ρι­νά ο δι­ωγ­μός. Το 787 συγ­κά­λε­σε την Ζ' Οι­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο, η ο­ποί­α δι­α­τύ­πω­σε την ορ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί της τι­μη­τι­κής προ­σκύ­νη­σης των ι­ε­ρών ει­κό­νων. Αλ­λά και με­τά την σύ­νο­δο υ­πήρ­ξαν αυ­το­κρά­το­ρες ει­κο­νο­μά­χοι. Η φο­βε­ρή αυ­τή έ­ρις τε­λεί­ω­σε ο­ρι­στι­κά ε­πί της Αυ­γού­στας Θε­ο­δώ­ρας, ό­ταν το 842 συγ­κλή­θη­κε η το­πι­κή σύ­νο­δος στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη η ο­ποί­α ε­πι­κύ­ρω­σε την ορ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α. Η σύ­νο­δος αυ­τή α­να­θε­μά­τι­σε ό­λους αυ­τούς που τολ­μούν να λέ­νε ό­τι η προ­σκύ­νη­ση των ι­ε­ρών ει­κό­νων εί­ναι ει­δω­λο­λα­τρί­α και οι ορ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί εί­ναι ει­δω­λο­λά­τρες.


Υ­πάρ­χουν σή­με­ρα αι­ρε­τι­κοί Χρι­στια­νοί που λέ­νε τα ί­δια. Α­πο­κα­λούν τις ει­κό­νες μας εί­δω­λα και ε­μάς ει­δω­λο­λά­τρες. Α­γνο­ών­τας την ι­στο­ρί­α και την ορ­θή ά­πο­ψη που δι­α­τυ­πώ­θη­κε α­πό τον Ά­γιο Ι­ω­άν­νη τον Δα­μα­σκη­νό και ε­πι­κυ­ρώ­θη­κε α­πό την Σύ­νο­δο, ό­τι ἡ τῆς εἰ­κό­νος τι­μὴ ἐ­πὶ τὸ πρω­τό­τυ­πον δι­α­βαί­νει, έ­χουν την εν­τύ­πω­ση οι κα­η­μέ­νοι ό­τι προ­σκυ­νά­με τα ξύ­λα.


Σή­με­ρα έ­χου­με πολ­λές και­νού­ρι­ες αι­ρέ­σεις και σχί­σμα­τα που ε­πα­να­λαμ­βά­νουν αυ­τά που ή­δη έ­χουν πει οι πα­λαι­οί αι­ρε­τι­κοί. Αυ­τά που λέ­νε οι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί, οι κά­θε λο­γής Ευ­αγ­γε­λι­κοί, οι Πεν­τη­κο­στια­νοί, κι έ­να σω­ρό άλ­λες Α­με­ρι­κα­νι­κής προ­έ­λευ­σης αι­ρέ­σεις κα­θώς και οι Ι­ε­χω­βά­δες. Αυ­τά που λέ­νε οι φα­να­τι­κοί Πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γί­τες και τό­σοι άλ­λοι.

Τι θα πει αι­ρε­τι­κός; Η λέ­ξη προ­έρ­χε­ται α­πό το αρ­χαί­ο ρή­μα αι­ρού­μαι, που ση­μαί­νει προ­τι­μώ, ε­πι­λέ­γω, ε­κλέ­γω. Αι­ρε­τι­κός εί­ναι αυ­τός που ε­πι­λέ­γει α­πό­ψεις που πα­ρεκ­κλί­νουν α­πό την α­λή­θεια. 


Και η μό­νη α­λή­θεια για τους Ορ­θο­δό­ξους εί­ναι πως ο σταυ­ρω­μέ­νος κι α­να­στη­μέ­νος Ι­η­σούς Χρι­στός εί­ναι ο Υι­ός του Θε­ού και πως πι­στεύ­ου­με στον Τρι­α­δι­κό Θε­ό της Α­γά­πης έ­τσι ό­πως α­να­γρά­φε­ται στο Ευ­αγ­γε­λιο κι ό­πως κη­ρύ­χτη­κε α­πό τους Α­πο­στό­λους, τους μάρ­τυ­ρες, τους νε­ο­μάρ­τυ­ρες, τους ο­σί­ους, τους δι­καί­ους και τους α­γί­ους της δι­πλα­νής πόρ­τας.


Συ­νε­πώς δεν εί­ναι Χρι­στια­νός Ορ­θό­δο­ξος:


Ό­ποι­ος δεν δέ­χε­ται το Ευ­αγ­γέ­λιο και την Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη έτσι ό­πως ερ­μη­νεύ­ε­ται α­πό την Και­νή δι­α­θή­κη.


Ό­ποι­ος αρ­νεί­ται την πα­ρά­δο­ση αυ­τή των Α­πο­στό­λων, των Πα­τέ­ρων και των Α­γί­ων που μαρ­τύ­ρη­σαν με την ζω­ή της και πέ­θα­ναν α­πό α­γά­πη στον πλη­σί­ον και τον θε­ό.


Δεν εί­ναι Ορ­θό­δο­ξος ό­ποι­ος α­δι­α­φο­ρεί για την δι­δα­σκα­λί­α του Κυ­ρί­ου και των α­πο­στό­λων, δεν δέ­χε­ται την Εκ­κλη­σί­α ως κι­βω­τό της α­λή­θειας, μι­λά­ει για μια α­νώ­τε­ρη δύ­να­μη και δεν πι­στεύ­ει στην Α­νά­στα­ση. Εί­ναι σαν να α­κυ­ρώ­νει την εν­σάρ­κω­ση του Κυ­ρί­ου και την δι­δα­σκα­λί­α του. Πως μπο­ρείς να πι­στεύ­εις σε έ­να Θε­ό που δεν ξέ­ρεις τι δί­δα­ξε; Πως μπο­ρείς να προ­σκυ­νάς Α­γί­ους αν δεν ξέ­ρεις τι δί­δα­ξαν και για­τί μαρ­τύ­ρη­σαν; Αν δεν κα­τα­λα­βαί­νεις ό­τι η μο­να­δι­κή τι­μή στον ά­γιο εί­ναι η μί­μη­σή του.


Ό­ποι­ος δεν πι­στεύ­ει ό­τι ο Θε­ός «α­γά­πη ε­στί», ό­πως α­να­γρά­φει ο Ευ­αγ­γε­λι­στής Ι­ω­άν­νης. Ά­ρα ό­ποι­ος πι­στεύ­ει στην βί­α, στην αδικία, το μί­σος, τον δι­χα­σμό, στην βα­ναυ­σό­τη­τα, στον ρα­τσι­σμό, στην πε­ρι­φρό­νη­ση του δι­πλα­νού.


 Ο Θεός της α­γά­πης ζή­τη­σε: ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ τον πλη­σί­ον, να α­γα­πά­τε τους ε­χθρούς σας, κά­νε­τε κα­λό σ’ αυ­τούς που σας μι­σούν,  ευ­λο­γεί­τε αυ­τούς που σας κα­τα­ρι­ούν­ται, προ­σεύ­χε­στε γι’ αυ­τούς που σας βλά­πτουν. Σ’ ό­ποι­ον σε χτυ­πά στη μια πλευ­ρά του σα­γο­νιού σου πά­ρε­χε και την άλ­λη, και α­πό αυ­τόν που σου παίρ­νει το πα­νω­φό­ρι μην τον εμ­πο­δί­σεις να πά­ρει και το που­κά­μι­σο. (Λουκ. 6,28)


Ά­ρα δεν εί­ναι Ορ­θό­δο­ξος Χρι­στια­νός ό­ποι­ος θε­ω­ρεί ό­τι «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα», για λό­γους οι­κο­νο­μι­κούς, για λό­γους φυ­λε­τι­κούς, για λό­γους πο­λι­τι­κούς και θέ­λει να ε­ξο­λο­θρεύ­σει τους άλ­λους. Κα­νέ­να κόμ­μα δεν έ­χει δι­καί­ω­μα να μι­λά­ει για Χρι­στι­α­νι­σμό αν πι­στεύ­ει στην βί­α και στο μί­σος, αν δεν δέ­χε­ται τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό.


Δεν εί­ναι Ορ­θό­δο­ξος ό­ποι­ος στο ό­νο­μα ο­ποι­ασ­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κής δι­και­ο­σύ­νης θέ­λει να ξε­πα­στρέ­ψει τους αν­τί­πα­λους του για να φέ­ρει τον δι­κό του ψευ­το­πα­ρά­δει­σο. Ο ει­κο­στός αι­ώ­νας φέ­ρει το φρι­κτό στίγ­μα των ε­κα­τον­τά­δων ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων νε­κρών, ε­πει­δή οι μά­ζες σα­γη­νεύ­τη­καν α­πό δι­α­φό­ρων λο­γι­ών πα­ρα­δεί­σους που έ­τα­ζαν ψω­μί και ε­ξου­σί­α.


Δεν εί­ναι ορ­θό­δο­ξος, δεν έ­χει ορ­θή πί­στη, ό­ποι­ος στο ό­νο­μα του Χρι­στού, βρί­ζει ό­λους τους πα­ρα­πά­νω, τους μι­σεί και θέ­λει να τους ε­ξο­λο­θρεύ­σει. Δεν έ­χει ορ­θή πι­στη ό­ποι­ος χρη­σι­μο­ποι­εί την Ορ­θο­δο­ξί­α ως ι­δε­ο­λο­γί­α για να κη­ρύτ­τει θρη­σκευ­τι­κό φα­να­τι­σμό, να αυ­το­δι­και­ώ­νε­ται Φα­ρι­σα­ϊ­κά α­πέ­ναν­τι στον αμα­ρτω­λό, ό­ποι­ος αν­τί να βλέ­πει τους άλ­λους ως ει­κό­νες Χρι­στού τους βλέ­πει σαν ε­χθρούς.


Δεν εί­μαι Ορ­θό­δο­ξος, α­κό­μα κι αν εί­μαι κλη­ρι­κός ή α­σκη­τής, α­κό­μα κι  αν ξέ­ρω να μι­λώ ό­λες τις γλώσ­σες των αν­θρώ­πων και των αγ­γέ­λων, αλ­λά δεν έ­χω α­γά­πη, τό­τε εί­μαι έ­νας ά­ψυ­χος χαλ­κός που βου­ί­ζει ή κύμ­βα­λο που ξε­κου­φαί­νει με τους κρό­τους του. Α­κό­μα κι αν έ­χω το χά­ρι­σμα να προ­φη­τεύ­ω και να γνω­ρί­ζω ό­λα τα μυ­στή­ρια και ό­λη τη γνώ­ση, και αν έ­χω ό­λη την πί­στη, ώ­στε να με­τα­κι­νώ με τη δύ­να­μη της α­κό­μη και βου­νά, αλ­λά δεν έ­χω α­γά­πη, τό­τε δεν εί­μαι τί­πο­τε α­πο­λύ­τως, όπως λέει ο Μέγας Παύλος.


Και αν που­λή­σω ό­λη την πε­ρι­ου­σί­α μου για να χορ­τά­σω με ψω­μί ό­λους τους φτω­χούς, και αv πα­ρα­δώ­σω το σώ­μα μου για να κα­εί, αλ­λά α­γά­πη δεν έ­χω, τό­τε σε τί­πο­τε δεν ω­φε­λού­μαι.


Βε­βαί­ως, ε­πει­δή εί­μα­στε α­δύ­να­μοι, μπο­ρεί να μην έ­χου­με πα­ρά λί­γα α­π’­ό­λα αυ­τά που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την ορ­θή πί­στη. Αν ό­μως α­να­γνω­ρί­ζου­με την α­δυ­να­μί­α μας, κα­τα­λα­βαί­νου­με τα λά­θη μας, κλαί­με για τις α­μαρ­τί­ες μας, προ­σπα­θού­με να στα­μα­τά­με το μί­σος και την κα­τά­κρι­ση, αν δη­λα­δή πα­ρά την α­σθε­νειά μας, με­τα­νο­ού­με και αγαπάμε και ευ­χα­ρι­στού­με, χαι­ρό­μα­στε και ευ­χό­μα­στε, τό­τε τα α­δύ­να­τα στους αν­θρώ­πους γί­νον­ται δυ­να­τά με την χά­ρη του Θε­ού. 


Αυ­τό εί­ναι η Ορ­θο­δο­ξί­α α­δελ­φοί μου, ό­χι μια α­κό­μα θρη­σκεί­α, αλ­λά η πί­στη στον Σταυ­ρω­μέ­νο κι ανα­στη­μέ­νο Χρι­στό της Α­γά­πης.


Α­κρι­βώς γι' αυ­τό το λό­γο ο­ρί­στη­κε αυ­τή την η­μέ­ρα να ψάλ­λε­ται δο­ξο­λο­γί­α ως ευ­χα­ρι­στί­α στο Θε­ό για την στε­ρέ­ω­ση της Ορ­θο­δο­ξί­ας.