Σελίδες

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΠΩΣ ΝΑ ΧΩΡΕΣΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ;




Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστόδουλου Μπίθα

Δε­κά­δες οι θε­ω­ρί­ες που προ­σπα­θούν να κα­ταρ­ρί­ψουν τα γε­γο­νό­τα της θεί­ας οι­κο­νο­μί­ας. Άλ­λοι τα ε­κλο­γι­κεύ­ουν και άλ­λοι τα αρ­νούν­ται εν­τε­λώς. Άλ­λοι μι­λούν για έ­να με­γά­λο δά­σκα­λο κι άλ­λοι μι­λούν για μια α­πά­τη των χρι­στια­νών μέ­σα στους αι­ώ­νες. Και να που φτά­σα­με ε­μείς ε­δώ στην αρ­χή του 21ου αι­ώ­να, τού­τη ε­δώ την η­μέ­ρα την θαυ­μα­στή που πάν­τα για την εκ­κλη­σί­α ή­ταν η­μέ­ρα χα­ράς και δο­ξο­λο­γί­ας, να '­χου­με έ­να λα­ό, ο ο­ποί­ος  αρ­νεί­ται τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό ως έ­να πραγ­μα­τι­κό γε­γο­νός κι έ­να άλ­λο μέ­ρος του λα­ού δέ­χε­ται την ύ­παρ­ξη κά­ποι­ου Θε­ού αλ­λά δεν μπο­ρεί να δε­χτεί κα­νέ­να α­πό τα γε­γο­νό­τα της θεί­ας οι­κο­νο­μί­ας.

Βρι­σκό­μα­στε σε μια πε­ρί­ο­δο της ι­στο­ρί­ας σε τού­το ε­δώ τον τό­πο, ό­που η πνευ­μα­τι­κή κρί­ση εί­ναι μέ­γι­στη. Αυ­τή την κρί­ση μπο­ρού­με να την α­νι­χνεύ­σου­με και στα γε­γο­νό­τα της ση­με­ρι­νής η­μέ­ρας. Ο "ορ­θό­δο­ξος" λα­ός δεν έ­χει γε­μί­σει τις εκ­κλη­σί­ες. Έ­να μέ­ρος του κοι­μά­ται. Έ­να μι­κρό μό­νο μέ­ρος του θα πά­ει να πα­ρα­κο­λου­θή­σει μια εκ­δή­λω­ση που γί­νε­ται για να τι­μή­σου­με κά­ποι­ους ή­ρω­ες, που χω­ρίς αυ­τούς σή­με­ρα μπο­ρεί να ή­μα­σταν μια ε­παρ­χί­α του τρί­του κό­σμου α­φο­μοι­ω­μέ­νη α­πό το Ισ­λάμ. 

Ε­τού­τη ε­δώ την μέ­ρα έρ­χε­ται στο μυα­λό μας κά­τι: η Α' Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση της Ε­πι­δαύ­ρου που έ­γι­νε τον Δε­κέμ­βριο του '21, ό­ρι­σε ό­τι πο­λί­της αυ­τού του και­νού­ριου κρά­τους που θα γι­νό­ταν α­πό την ε­πα­νά­στα­ση μπο­ρεί να ή­ταν ο ο­ποι­οσ­δή­πο­τε ή­ταν χρι­στια­νός ορ­θό­δο­ξος. Έ­λε­γε πως «Ό­σοι αυ­τό­χθο­νες κά­τοι­κοι της Ε­πι­κρα­τεί­ας της Ελ­λά­δος πι­στεύ­ου­σιν εις Χρι­στόν, ει­σίν Έλ­λη­νες, και α­πο­λαμ­βά­νου­σι ά­νευ τι­νός δι­α­φο­ράς ό­λων των πο­λι­τι­κών δι­και­ω­μά­των».  Κρα­τού­σε, βλέ­πε­τε, α­κό­μα μέ­σα στα χρό­νια της σκλα­βιάς αυ­τή η αν­τί­λη­ψη της Α­να­το­λι­κής Ρω­μα­ϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, δη­λα­δή της χρι­στι­α­νι­κής αυ­τής αυ­το­κρα­το­ρί­ας που δεν έ­βλε­πε έ­θνη αλ­λά έ­βλε­πε χρι­στια­νούς, που μπο­ρού­σε να έ­χει και α­γί­ους και αυ­το­κρά­το­ρες α­πό ό­λα τα μέ­ρη της ε­πι­κρά­τειας, και Σύ­ρους και Αρ­μέ­νιους και ο­ποι­ον­δή­πο­τε. 

Ο λα­ός ξε­κα­θά­ρι­σε μέ­σα στο σκο­τά­δι του ό­τι έ­τσι ό­πως ή­ταν το ό­ρα­μα αυ­τής της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, που ε­πί χί­λια και τό­σα χρό­νια ή­ταν οι­κου­με­νι­κή, έ­τσι θα ή­ταν και αυ­τό το κρά­τος το και­νού­ριο που θα έ­βγαι­νε α­πό την ε­πα­νά­στα­ση. Θα έ­νω­νε τους πάν­τες, ό­λους ό­σους α­γω­νί­ζον­ταν για ε­λευ­θε­ρί­α. Ε­ξάλ­λου γνω­ρί­ζου­με κα­λά ό­τι την ε­πα­νά­στα­ση δεν την κά­ναν μό­νο Έλ­λη­νες. Ξέ­ρου­με πο­λύ κα­λά ό­τι οι Σου­λι­ώ­τες ή­ταν Αρ­βα­νί­τες, ξέ­ρου­με ό­τι κι ό­λοι οι βαλ­κα­νι­κοί λα­οί ξε­ση­κώ­θη­καν σι­γά - σι­γά και ό­λοι κα­τ' αρ­χάς εί­χαν αυ­τό το ό­ρα­μα: να α­να­συν­τα­χθούν κρά­τη, τα ο­ποί­α να έ­χουν αυ­τό το κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Αυ­τό το ο­ποί­ο τους έ­νω­νε στα χρό­νια της σκλα­βιάς: Η πί­στη. Συ­νε­πώς, στα και­νού­ρια κρά­τη το πιο ση­μαν­τι­κό πο­λι­τι­σμι­κό στοι­χεί­ο ή­ταν το χρι­στια­νός ορ­θό­δο­ξος, α­νε­ξαρ­τή­τως γέ­νους και φυ­λής. 

180 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, α­φού κα­τα­φέ­ρα­με να α­φαι­ρέ­σου­με α­πό την ταυ­τό­τη­τά μας αυ­τό το πο­λι­τι­στι­κό στοι­χεί­ο, ε­μείς οι ί­διοι έ­χου­με αρ­νη­θεί σε με­γά­λο βαθ­μό τον Θε­ό. Μπο­ρεί να κα­τη­γο­ρού­με και να δεί­χνου­με με το δά­χτυ­λο τους πο­λι­τι­κούς, μα ε­πει­δή τώ­ρα δεν μι­λά­με πο­λι­τι­κά αλ­λά λέ­με την α­λή­θεια και μι­λά­με πνευ­μα­τι­κά, θα πρέ­πει να α­πο­δε­χτού­με ό­τι κα­τά τον λα­ό βα­δί­ζουν κι οι άρ­χον­τες και ο λα­ός αρ­νή­θη­κε την ορ­θό­δο­ξη πί­στη. Ό­σο και αν ψά­χνου­με να βρού­με τις ευ­θύ­νες των κλη­ρι­κών και των μο­να­χών και των ε­πι­σκό­πων (πάν­τα θα υ­πάρ­χουν, σ' έ­να κό­σμο α­μαρ­τω­λό ζού­με), το γε­γο­νός εί­ναι ό­τι το με­γά­λο μέ­ρος του λα­ού α­πο­στά­τη­σε. Για­τί α­πο­στα­σί­α εί­ναι να λες "εί­μαι ορ­θό­δο­ξος, πι­στεύ­ω σ' έ­να Θε­ό" αλ­λά να μην πι­στεύ­εις στην α­νά­στα­ση καί να μην δέ­χε­σαι τον Ι­η­σού Χρι­στό.

Αυ­τό το βλέ­που­με στους νέ­ους αν­θρώ­πους. Η άρ­νη­ση κι η αμ­φι­βο­λί­α εί­ναι πολ­λές φο­ρές δι­και­ο­λο­γη­μέ­να, α­φού οι νέ­οι άν­θρω­ποι δεν μα­θαί­νουν α­πό τα σπί­τια τους σχε­δόν τί­πο­τα για την χρι­στι­α­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δε α­π' το σχο­λεί­ο, που ό­σο α­κό­μα και­ρό μέ­νουν α­κό­μα οι ει­κό­νες κρε­μα­σμέ­νες στους τοί­χους, αυ­τές μό­νο δεί­χνουν ό­τι εί­ναι ορ­θό­δο­ξα τα σχο­λεί­α. Ε­κτός βέ­βαι­α α­πό τις πε­ρι­πτώ­σεις που κά­ποι­οι φω­τι­σμέ­νοι δά­σκα­λοι, δα­σκά­λες, κα­θη­γη­τές, δι­ευ­θυν­τές προ­σπα­θούν να δι­α­δώ­σουν τον λό­γο του Θε­ού. Αν πά­με πα­ρα­πέ­ρα στα μέ­σα ε­νη­μέ­ρω­σης, στον η­λε­κτρο­νι­κό και γρα­πτό τύ­πο μό­νο ορ­θό­δο­ξη δεν θα μπο­ρού­σα­με να πού­με την χώ­ρα. Ε­ξάλ­λου γνω­ρί­ζου­με ό­τι κι έ­να μέ­ρος η­μών των χρι­στια­νών πε­ρισ­σό­τε­ρο μι­λά­ει για τα ε­θνι­κά πα­ρά για το ευ­αγ­γέ­λιο. 

Ε­τού­τη δω, λοι­πόν, την η­μέ­ρα, που έ­τσι θε­σπί­στη­κε να γι­ορ­τά­ζε­ται μα­ζί με τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου συμ­βο­λι­κά και η μέ­ρα της ε­θνε­γέρ­σε­ως, ως της αρ­χής δη­λα­δή μιας πο­ρεί­ας που θα ο­δη­γού­σε τον ελ­λη­νι­κό λα­ό και τον λα­ό των Βαλ­κα­νί­ων α­πό την μαύ­ρη σκλα­βιά στην ε­λευ­θε­ρί­α και την δυ­να­τό­τη­τά του να δι­α­τη­ρεί την πί­στη του και να μι­λά­ει την γλώσ­σα του, μια τέ­τοι­α μέ­ρα πρέ­πει να κοι­τα­χτού­με ό­λοι στον πνευ­μα­τι­κό μας κα­θρέ­φτη. Ο και­ρός του ε­φη­συ­χα­σμού πέ­ρα­σε. Πέ­ρα­σε μα­ζί κι ο και­ρός της η­θι­κο­λο­γί­ας, ό­που κά­ποι­οι α­πό μας ση­κώ­να­με το δά­χτυ­λο και λέ­γα­με "κοί­τα­ξε πως χά­λα­σε ο κό­σμος" ή  "κοί­τα­ξε πως φταί­νε οι άλ­λοι". 

Να κοι­τα­χτού­με στον κα­θρέ­φτη και να πού­με: Κοί­τα­ξε πως φταί­ξα­με ε­μείς. Κοί­τα­ξε πως πά­ψα­με να εί­μα­στε οι α­πό­στο­λοι του Χρι­στού και ή­μα­σταν α­πλώς πα­θη­τι­κοί η­θι­κο­λό­γοι που πη­γαι­νο­ερ­χό­μα­σταν στις εκ­κλη­σι­ές. Κοί­τα­ξε που τώ­ρα που έρ­χε­ται η ώ­ρα της δυ­σκο­λί­ας, η ώ­ρα της δο­κι­μα­σί­ας, πολ­λοί α­πό ε­μάς εί­μα­στε α­νέ­τοι­μοι και πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε μό­νο στο να α­να­στε­νά­ζου­με και πολ­λές φο­ρές να λέ­με ό,τι λέ­νε και οι άλ­λοι γύ­ρω μας, τα ί­δια και τα ί­δια, δη­λα­δή: «Χά­λα­σε ο κό­σμος, χά­λα­σε η κοι­νω­νί­α, χά­λα­σε η Ελ­λά­δα»,  ξε­χνών­τας ό­τι το ό­ρα­μα των χρι­στια­νών α­πό την η­μέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, δεν ή­ταν μια νέ­α Ελ­λά­δα ή μια δη­μο­κρα­τι­κή Ελ­λά­δα, αλ­λά το ό­ρα­μα ή­ταν η Βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών.

 Κα­θώς υ­πο­χώ­ρη­σε μέ­σα στις καρ­δι­ές και των ί­δι­ων των χρι­στια­νών τον αι­ώ­να που πέ­ρα­σε το ό­ρα­μα για την Βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών, έ­μει­ναν τα ε­πί­γεια ο­ρά­μα­τα. Και τα ε­πί­γεια ο­ρά­μα­τα, εί­τε το θέ­λου­με εί­τε ό­χι, α­φε­νός μεν πο­τέ δεν πραγ­μα­το­ποι­ούν­ται, α­φε­τέ­ρου πο­τέ δεν μπο­ρούν να γε­μί­σουν την ψυ­χή του αν­θρώ­που. 

Μια τέ­τοι­α μέ­ρα, κα­λού­με­θα ό­χι α­πλώς να γι­ορ­τά­σου­με αλ­λά να δο­κι­μα­στού­με στην πί­στη μας (για­τί αν ή­μα­σταν πραγ­μα­τι­κά άν­θρω­ποι πί­στης θα ή­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κή η ζω­ή μας). Μια τέ­τοι­α μέ­ρα α­κού­με για πολ­λο­στή φο­ρά ό­τι έ­νας άγ­γε­λος βρέ­θη­κε μπρο­στά σε μια γυ­ναί­κα και της έ­φε­ρε αυ­τό το υ­περ­φυ­σι­κά θαυ­μα­στό μαν­τά­το. Κι ε­κεί­νη ε­λεύ­θε­ρα α­πο­δέ­χτη­κε ό­τι θα γεν­νή­σει τον Θε­ό. Σ' ό­λη της την ζω­ή πο­ρευ­ό­τα­νε μ'  αυ­τή την πά­ρα πο­λύ με­γά­λη, σχε­δόν α­νυ­πέρ­βλη­τη λο­γι­κά δο­κι­μα­σί­α, την ο­ποί­α ό­μως έ­φε­ρε εις πέ­ρας. 

Κι αν δε­χτού­με ό­τι α­πό την μή­τρα της γεν­νή­θη­κε α­σπό­ρως ο Χρι­στός ως άν­θρω­πος, σαρ­κώ­θη­κε ο Θε­ός· αν δε­χτού­με ό­τι όν­τως ή­τα­νε ο Λό­γος, ο τρό­πος δη­λα­δή που βρή­κε η Α­γί­α Τριά­δα να έρ­θει να μι­λή­σει στους αν­θρώ­πους· αν δε­χτού­με ό­τι ό­λα ό­σα εί­πε δεν ή­ταν ω­ραί­α λο­γά­κια για να τα λέ­με και να τα θυ­μό­μα­στε κα­μιά φο­ρά τον μή­να· αν δε­χτού­με ό­τι ό­λα αυ­τά πε­ρι­γρά­φουν τον τρό­πο της σω­τη­ρί­ας μας ε­δώ και τώ­ρα, σή­με­ρα· αν δε­χτού­με ό­τι κά­θε φρά­ση του ευ­αγ­γε­λί­ου εί­ναι και μια κα­τεύ­θυν­ση ζω­ής (για να την ζή­σεις, ό­χι να την συ­ζη­τάς) · αν δε­χτού­με ό­τι ο Ι­η­σούς Χρι­στός ζει α­νά­με­σά μας· αν δε­χτού­με ό­τι αυ­τή την στιγ­μή που μι­λά­με εί­ναι ε­δώ, μας κρα­τά­ει αγ­κα­λιά ό­λους, ως παν­τα­χού πα­ρών και τα πάν­τα πλη­ρών, σκύ­βει πά­νω α­πό την α­δυ­να­μί­α μας, συγ­κα­τα­νεύ­ει στον πό­νο μας, αγ­κα­λιά­ζει την α­πι­στί­α μας, ελ­πί­ζει την α­νά­στα­σή μας την πνευ­μα­τι­κή· αν δε­χτού­με ό­τι ό­λα αυ­τά δεν εί­ναι για κά­ποι­ους άλ­λους, για κά­ποι­ους που εί­ναι ε­κλεγ­μέ­νοι εκ κοι­λί­ας μη­τρός κι έ­χουν έ­να προ­ο­ρι­σμό α­πό­λυ­το να πά­νε ε­κεί· αν δε­χτού­με ό­τι σταυ­ρώ­θη­κε για τον κα­θέ­να α­πό ε­μάς, α­νε­ξαρ­τή­τως ε­άν αυ­τή τη στιγ­μή που μι­λά­με μπο­ρεί να εί­ναι κά­ποι­ος στα έ­σχα­τα της α­πό­γνω­σής του ή στο α­πό­γει­ο της ε­πί­γειας χα­ράς του· αν δε­χτού­με ό­τι εί­ναι Ε­κεί­νος ο ο­ποί­ος θα εί­ναι μα­ζί μας κά­θε ώ­ρα και κά­θε στιγ­μή της ζω­ής μας· αν δε­χτού­με ό­τι εί­ναι φί­λος μας και α­δερ­φός μας και προ­στά­της μας· αν δε­χτού­με ό­τι κά­θε φο­ρά που Ε­κεί­νον θα ε­πι­κα­λε­στού­με ό­χι για να πά­ρου­με υ­λι­κές α­πο­λα­βές ή για να συ­ναλ­λα­χθού­με μα­ζί Του, αλ­λά για να Του ζη­τή­σου­με την α­γά­πη Του να την δώ­σει κι έ­τσι να την αν­τα­πο­δώ­σου­με κι ε­μείς· αν δε­χτού­με ό­τι ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Θε­ο­τό­κου εί­ναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό­τε α­δερ­φοί μου δεν έ­χου­με πα­ρά σή­με­ρα, βγαί­νον­τας α­πό το να­ό αυ­τό να πλημ­μυ­ρί­σει η καρ­διά μας με με­γά­λη δο­ξο­λο­γί­α. 

Να πλημ­μυ­ρί­σει η ψυχή μας δο­ξο­λο­γί­α που εί­μα­στε ζων­τα­νοί, που εί­μα­στε χρι­στια­νοί, που έ­χου­με ελ­πί­δα. Να βγού­με α­πό το να­ό ό­χι πε­ρι­μέ­νον­τας να α­κού­σου­με τι ει­πώ­θη­κε στις ει­δή­σεις για την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, αλ­λά για να ξε­χυ­θού­με στους δρό­μους ευ­χα­ρι­στών­τας τον Θ­ε­ό πάν­των έ­νε­κεν. Να προ­σευ­χη­θού­με γι'  αυ­τούς τους α­δερ­φούς μας, οι ο­ποί­οι χω­ρίς πί­στη και ελ­πί­δα θέ­λουν να κα­τα­στρέ­ψουν και να ι­σο­πε­δώ­σουν, αλ­λά και για ε­κεί­νους τους άλ­λους που έ­χουν την ψευ­δαί­σθη­ση ό­τι με τα πο­λι­τι­κά ο­ρά­μα­τα θ' αλ­λά­ξει η κοι­νω­νί­α χω­ρίς Χρι­στό. Να βγού­με α­πό το να­ό πε­ρι­μέ­νον­τας την Βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών, ί­σως και σή­με­ρα το βρά­δυ, αύ­ριο το βρά­δυ, έ­τσι ό­πως την πε­ρί­με­ναν οι πρώ­τοι χρι­στια­νοί. Κι ό­ταν το σκε­φτόν­του­σαν δεν τρο­μά­ζαν αλ­λά χαι­ρόν­του­σαν και α­δη­μο­νού­σαν, να έρ­θει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ η Βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών, να πά­με στην μα­κα­ρι­ό­τη­τα, να ζή­σου­με αυ­τά που μας υ­πο­σχέ­θη­κε ο Θε­ός. Αν δε­χτού­με ό­λα αυ­τά, τό­τε αυ­τή η ει­ρή­νη που λεί­πει α­πό τού­τον ε­δώ τον κό­σμο, στην καρ­διά μας θα εί­ναι. 

Η έν­νοι­α της ει­ρή­νης έ­τσι ό­πως πε­ρι­γρά­φε­ται α­πό την γλώσ­σα της Γρα­φής δεν ση­μαί­νει την παύ­ση του πο­λέ­μου. Η λέ­ξη "σα­λώμ" στα ε­βρα­ϊ­κά, ί­δια λέ­ξη που χρη­σι­μο­ποί­η­σε και ο Χρι­στός, ση­μαί­νει αρ­τι­ό­τη­τα, πλη­ρό­τη­τα, ση­μαί­νει α­λη­θι­νή ε­σω­τε­ρι­κή ει­ρή­νη, γα­λή­νη και α­σφά­λεια. Η λέ­ξη αυ­τή, που ο Χρι­στός έ­λε­γε σε ο­ποι­ον­δή­πο­τε συ­ναν­τού­σε, η λέ­ξη αυ­τή που την λέ­με σε κά­θε α­κο­λου­θί­α, την ει­ρή­νη που ευ­χό­μα­στε ο έ­νας στον άλ­λο. Αυ­τή την λέ­ξη να ευ­χη­θού­με.

Μια τέ­τοι­α η­μέ­ρα εί­ναι α­δερ­φοί μου μέ­ρα πρό­κλη­σης. Εί­ναι μέ­ρα μνή­μης και πρό­κλη­σης. Μνή­μης για ό­λα αυ­τά που γί­να­νε. Αλ­λά και πρό­κλη­σης για να α­να­λο­γι­στού­με που βρι­σκό­μα­στε, που πα­τά­με και που πη­γαί­νου­με. Οι και­ροί εί­ναι δύ­σκο­λοι. Ό­μως ε­μείς ο­φεί­λου­με α­πέ­ναν­τι σ' ε­κεί­νους τους προ­η­γού­με­νους που τα '­χά­σαν ό­λα και την ζω­ή τους α­κό­μη, αλ­λά και στους ε­πό­με­νους, στά παι­δά­κια που τώ­ρα μας κοι­τούν α­πο­ρη­μέ­να ε­δώ κα­θι­σμέ­να μπρο­στά στα σκα­λά­κια του τέμ­πλου, ο­φεί­λου­με κά­τι. 

Ο­φεί­λου­με να δι­α­δώ­σου­με το ευ­αγ­γέ­λιο του Χρι­στού, ως μο­να­δι­κή ελ­πί­δα για τον κό­σμο. Ο­φεί­λου­με να καλ­λι­ερ­γή­σου­με α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο την πί­στη μας. Συμ­με­τέ­χον­τας στα μυ­στή­ρια της Εκ­κλη­σί­ας, στην ε­ξο­μο­λό­γη­ση, στην Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ο­φεί­λου­με να γί­νου­με με­λε­τη­τές της Α­γί­ας Γρα­φής. Με την ε­πί­γνω­ση ό­τι δεν θα '­ναι που δι­α­βά­ζου­με, αλ­λά θα '­ναι που ζού­με. Ο­φεί­λου­με να ξα­νοι­χτού­με στον κό­σμο με α­γά­πη. Ο κό­σμος εί­ναι πο­λύ φο­βι­σμέ­νος. Το ο­φεί­λου­με ε­ξάλ­λου και στον ε­αυ­τό μας. Για­τί αν δεν α­γα­πή­σου­με τον ε­αυ­τό μας, κα­νέ­να δεν μπο­ρού­με να α­γα­πή­σου­με. 

Ε­τού­τη την η­μέ­ρα, που σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση της εκ­κλη­σί­ας την ζων­τα­νή, την πα­ρά­δο­ση των α­γί­ων, των δι­καί­ων, των μαρ­τύ­ρων, των ο­σί­ων, των ο­μο­λο­γη­τών, των εγ­κρα­τευ­τών, των πα­τέ­ρων, των δι­δα­σκά­λων έ­γι­νε ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Θε­ο­τό­κου, ε­τού­τη την η­μέ­ρα ο­φεί­λου­με αυ­τή την πρό­κλη­ση την πνευ­μα­τι­κή να την πά­με πα­ρα­πέ­ρα και η εμ­πι­στο­σύ­νη μας στην χά­ρη του Θε­ού να αυ­ξη­θεί. Να α­φή­σου­με τον ε­αυ­τό μας, την λο­γι­κή μας να συν­τρι­βεί λί­γο. 

Ποι­ος α­πό ε­μάς τα προ­η­γού­με­να χρό­νια δεν υ­πήρ­ξε έ­στω και λί­γο κα­τα­να­λω­τής; Ποι­ος α­πό ε­μάς τα προ­η­γού­με­να χρό­νια δεν πί­στε­ψε στα πο­λι­τι­κά μεσ­σι­α­νι­κά ο­ρά­μα­τα; Ποι­ος α­πό ε­μάς τα προ­η­γού­με­να χρό­νια δεν βυ­θί­στη­κε σε α­μαρ­τί­ες και πά­θη που μας έ­βγα­ζαν α­πό το κέν­τρο, την ου­σί­α της ζω­ής; Ποι­ος α­πό ε­μάς δεν πέ­ρα­σε πε­ρι­ό­δους α­κη­δί­ας, θλί­ψης με­γά­λης, που ή­ταν σαν να λέ­γα­με στον Θε­ό "δεν με νοιά­ζει που υ­πάρ­χω, ας μην γεν­νι­ό­μουν"; Ποι­ος α­πό ε­μάς δεν έ­πε­σε σε κε­νο­δο­ξί­α, ού­τως ώ­στε να βλέ­πει τον α­δελ­φό του και να τον θε­ω­ρεί α­σή­μαν­το; Ποι­ος α­πό ε­μάς ή­ταν α­να­μάρ­τη­τος; Ας α­φή­σου­με την ψυ­χή και το νου να συν­τρι­βεί. Να κα­τα­λά­βου­με τον λά­θος δρό­μο που πή­ρα­με. Ό­χι μό­νο ως έ­θνος, αλ­λά ως πρό­σω­πα κυ­ρί­ως. Για να μπο­ρέ­σου­με να ελ­πί­σου­με την πνευ­μα­τι­κή μας α­να­γέν­νη­ση. 

Με την ευ­χή και την ελ­πί­δα του χρό­νου τέ­τοι­α μέ­ρα να '­χου­με πε­ρισ­σό­τε­ρη πί­στη, πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη, πε­ρισ­σό­τε­ρη χα­ρά, πε­ρισ­σό­τε­ρη δο­ξο­λο­γί­α, πε­ρισ­σό­τε­ρη ευ­λο­γί­α, πε­ρισ­σό­τε­ρη συγ­χώ­ρη­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη και να εί­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό­στο­λοι του Χρι­στού, θα κά­νου­με τώ­ρα την δο­ξο­λο­γί­α για την 25η Μαρ­τί­ου, για να θυ­μη­θού­με να μνη­μο­νεύ­σου­με και να ευ­χα­ρι­στή­σου­με ε­κεί­νους, που τους ξέ­ρου­με πά­ρα πο­λύ κα­λά, αλ­λά φρον­τί­ζου­με συ­νε­χώς να τους ξε­χνά­με. Α­μήν!  

Απομαγνητοφώνηση: Αναστασία Χ.