Σελίδες

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Αιγαιοπελαγίτικη δοξολογία




Διήγημα από το βιβλίο 
"Πέρα από την χώρα της λύπης"
του π. Χριστόδουλου Μπίθα

Η Παναγιά τα πέλαγα κρατούσε στην ποδιά της,
τη Σίκινο, την Αμοργό και τ' άλλα τα παιδιά της (1)


 Φως ελληνικό, απέραντο γαλάζιο, ο ήλιος σμιλεύει τον ξερό βράχο, η θάλασσα ποτίζει αρμύρα το κορμί και το μελτέμι δροσίζει την καρδιά του. Πόσο ελεύθερος αιθάνεται ο Παναγιώτης Β. μέσα στην απλότητα του πανέμορφου μικρού νησιώτικου οικισμού, αυτός, που έζησε τόσα χρόνια εγκλωβισμένος στο ραφιναρισμένο  απρόσωπο περιβάλλον ενός κτηρίου από γυαλί και ατσάλι, σε μια δουλειά που ήταν δουλεία, σύγχρονος είλωτας με πανάκριβο κοστούμι και γραβάτα! Πόσο ανόητος του φαίνεται ο εκείνος ο καιρός που πέρασε σαν στέλεχος χρηματιστηριακής εταιρείας, περιστοιχισμένος από αγχωμένους και νευρικούς συναδέλφους, με τον νου διαρκώς γεμάτο ένταση και την καρδιά να χτυπά κάθε μέρα με εκατόν είκοσι σφυγμούς! Αντιλαμβάνεται πεντακάθαρα πια πόσο ανήθικο είναι το να παίζεις με τα χρήματα των άλλων, τζογαδόρος σε νόμιμο παίγνιο, αδιάφορος για την δυστυχία που κυοφορούσε αυτό το γεμάτο στρες και σκληροκαρδία σύστημα.
 Μεγαλωμένος σε μια ταπεινή νησιώτικη Χώρα, γιος ενός απλοϊκού χαμογελαστού αγρότη και μιας καλόψυχης μάνας, εραστής της λογοτεχνίας και της τέχνης στην εφηβεία και στα φοιτητικά του χρόνια, θα γελούσε ειρωνικά στο παρελθόν αν κάποιος του έλεγε πως θα γινόταν κάποτε «golden boy» της Σοφοκλέους στην εποχή της παράνοιας του Χρηματιστηρίου! Όλα αυτά τα χρόνια η  ζωή του ήταν βυθισμένη στο άγχος και την ανασφάλεια,  κι εκείνος σε  μια απεγνωσμένη προσπάθεια για κάποιο νόημα, μάταια πάσχιζε να ξεγελάσει το ζοφερό κενό του με αδιέξοδες φιλοσοφικές αναζητήσεις και συζητήσεις περί τέχνης. Στις ελάχιστες ώρες που του απέμεναν για σχόλη, σκέτη σπατάλη ψυχής ο τρόπος που διασκέδαζε, η μάλλον σκόρπιζε τον ελεύθερο χρόνο του, με τρόπο πολυέξοδο κι ανήθικο. Είχε καταντήσει ένα νευρωσικό ανθρωπάκι που ξόδευε σε ένα Σαββατοκύριακο σχεδόν όσα βγάζει ένας μεροκαματιάρης σε ένα μήνα! «Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή», έλεγε αυτάρεσκα, για να σκεπάζει τις ενοχές του για τις τόσες σπατάλες, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι στην πραγματικότητα, θλιβερή ζωή ζούσε ο ίδιος.
  
  Ἡ κατάρρευση της φούσκας του χρηματιστηρίου σήμανε την αρχή μιας μεγάλης κατρακύλας για την ζωή του. Έχασε λεφτά πολλά, ένοιωσε άσχημα για τους ανθρώπους που δεν προστάτεψε, βρέθηκε να χρωστά. Τότε ήταν που φανερώθηκε πάλι ο Θεός στην ζωή του, έξαφνα, σαν το τρελό μπουρίνι που ξεσηκώνεται αιφνίδια στο πέλαγος. Μέσα στην οδύνη των τύψεων και την απελπισία της καταστροφής, ο,τι είχε παραμείνει φυλαγμένο σαν κληρονομιά στην ψυχή του από την πίστη των εφηβικών του χρόνων, ζωντάνεψε ένα απόγευμα ύστερα από έναν εσπερινό στο μικρό εκκλησάκι της Χώρας, μπροστά στην εικόνα Εκείνης που του έδωσε το όνομά του.

  Πριν φύγει από το νησί ακολουθούσε τους γονείς του στα πανηγυράκια των καλοκαιρινών Αγίων και βοηθούσε στα ασβεστώματα και τα καθαρίσματα των ερημικών ναΐσκων. Άδολη ήταν η πίστη του εκείνα τα χρόνια, μα όταν βρέθηκε στην Αθήνα σαν να την καταχώνιασε  στα τρίσβαθα  της ψυχής του, κυριάρχησε η χλιαρότητα πρώτα κι ύστερα η δίνη ενός εγκεφαλικού αγνωστικισμού.
 Εκείνο το βράδυ, βρέθηκε να κλαίει ώρες ολόκληρες σε μια κρημνώδη ερημική παραλία που σαν ήταν παιδί πήγαινε με τα ξαδέλφια του για να πιάσουν χταπόδια. Κάτω από το φως της Πανσελήνου που έλουζε την ακτή και την έκανε να μοιάζει  παραμυθένια, έκλαψε για την ζωή που σπατάλησε, τους ανθρώπους που πίκρανε, εκείνους που αδίκησε, τον χρόνο που χάθηκε άσκοπα. Παρακάλεσε την Παναγία να κάνει μια καινούργια αρχή, να μπορέσει πάλι να χαρεί την ζωή με την απλότητα που την είχε γευτεί τα χρόνια της αθωότητας. Κάποια στιγμή κοιμήθηκε αποκαμωμένος κι όταν ξύπνησε, ο ήλιος ξημέρωνε μέσα στην δροσιά του πρωινού και την φαντασμαγορία του Αιγαίου. Μια άφατη αίσθηση ευχαριστίας ξεχύθηκε σε όλο του το σώμα, μια χαρά πρωτόγνωρη κατέκλυσε την ψυχή του, ενώ τα πνευμόνια του γέμιζαν από την αύρα του πελάγους. Μέρες αργότερα, ένας πνευματικός του είπε πως τα δάκρυα εκείνης της νύχτας, ήταν σίγουρα δάκρυα μετανοίας! 

 Στην νέα ζωή που του χαρίστηκε, εκείνος έβαλε την επίγνωση και την συντριβή, τα υπόλοιπα ήταν δωρεές του Θεού. Ύστερα από μήνες ανεργίας, πήρε την απόφαση να επιστρέψει οριστικά στο νησί, στην γενέθλια γη. Το πατρογονικό σπίτι ρημαγμένο, μα με πολλή προσωπική εργασία το ξανάστησε πανέμορφο στην απλότητά του. Ζωντάνεψε και μια παλιά αποθήκη μεταμφιέζοντάς την σε γουστόζικο μαγαζάκι στο έμπα του παλιού λιμανιού, ίσα να βγαίνει το μεροκάματο, μια σωστή επαγγελματική κίνηση, την στιγμή που έπρεπε, στο κατάλληλο μέρος. Να που η ζωή άνετειλε ξανά, δίχως άγχος και έγνοιες!

  Ἀγάπησε πολύ το νησί του από μικρός, μα η λαχτάρα να γνωρίσει την μεγάλη πολιτεία και η ικανότητά του στα γράμματα τον έσπρωξαν να ξενιτευτεί στην πρωτεύουσα. Τώρα πάλι αισθάνεται την γνώριμη ξεγνοιασιά των παιδικών του χρόνων. Πως τον γοητεύει η Χώρα του νησιού, να γυρνοβολάει στα στενοσόκακα, να ξαπλώνει στα πεζούλια της μικρής εκκλησιάς στην κορυφή του κάστρου, όπως τότε που ήταν μπόμπιρας, να ατενίζει την μεγαλοπρέπεια της θάλασσας από ψηλά! Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε! (2)

 Το επόμενο πρωινό, ξύπνησε το χάραμα και ξεκίνησε πεζοπορία με τους παλιούς φίλους γύρω στο νησί από το αρχαίο μονοπάτι. Ψαθάκια, κουβεντούλα, από κάτω η θάλασσα, οι λιγοστοί ξωμάχοι στ’ αλώνια με τα γαϊδουράκια τους δουλεύουν με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Αγαθά νησιώτικα πρόσωπα σκασμένα από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, στρατοκόποι της ζωής, αμόλυντοι ακόμα από τον πολιτισμό ζουν με το ρολόι της παλιάς Ελλάδας. Σε λίγα χρόνια, όσοι απομείνουν, μάλλον θα έχουν κι αυτοί «εκσυγχρονιστεί», που πάει να πει θα έχουν εκμαυλιστεί από την τηλεοπτική ανοησία και τον πολιτικό αμοραλισμό των μεγαλουπόλεων.

 Ύστερα από περπάτημα πολλών ωρών, φτάνουν στην Κάτω μεριά, στο νότιο μέρος του νησιού, παρθένα είναι ακόμα η παραλία από την «αξιοποίηση» που κατατρώει την επαρχία. Βγάζουν τα ρούχα και πέφτουν στην θάλασσα, δροσίζουν τα κορμιά τους από το λιοπύρι, παίζουν με τα καταγάλανα νερά. η Αθήνα και το άγχος είναι πλέον μακρινό παρελθόν. Ξαπλώνουν κάτω από τ’ αρμυρίκια και χαζεύουν το τοπίο, αμπελοφιλοσοφούν κάτω από τα φιλόξενα δεντράκια, αργότερα αναζητούν κάτι να ξεγελάσει την πείνα τους. Δεν υπάρχει ταβέρνα στην περιοχή, στο σπιτάκι του ψαρά δύο τραπεζάκια κι οι λιγοστοί πελάτες απολαμβάνουν την ψαριά της ημέρας, ένα πιάτο χόρτα, κρασί, λίγες πατάτες. 

 Το σούρουπο τους βρίσκει στο παλιό λιμάνι δίπλα στην θάλασσα. Καθισμένοι στις πάνινες καρέκλες μιας μικρής ταβερνούλας πάνω στην άμμο, κουβεντιάζουν αγαπητικά. Θυμάται τα λόγια του ποιητή: Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις, που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.(3) Αυτή την αλήθεια αναζητά τώρα πια με όλη την αγωνία της ψυχής του, και  τέτοιες ώρες νοιώθει μια λυτρωτική έκσταση. Το καλοκαίρι, οι Κυκλάδες, ο ήλιος ο ηλιάτορας, η θάλασσα, οι στίχοι του ποιητή, τα αγαπημένα πρόσωπα, η πίστη, οι καρδιακές κουβέντες που διευκολύνονται από ένα ποτήρι κρασί, «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», όλα πρόγευση αιωνιότητας μέσα στο σκοτάδι. 

 Νοιώθει σαν ναυαγός που τον ξέβρασε το κύμα, σαν Ροβινσώνας επιτέλους πάλι στο νησί των ονείρων του, όπως τότε που πιτσιρίκος κουκουλωνόταν κάτω απ’ τα σκεπάσματα στο κρεβάτι του και έπλαθε φανταστικές ιστορίες. Μετά τον τυφώνα η νηνεμία, μετά την καταστροφή η αναγέννηση. Ο άνθρωπος αυτός που κάποιοι θα ’λεγαν πως δεν πρόκειται ποτέ ν' αλλάξει, επειδή ήταν βαθειά αλλοτριωμένος από το χρήμα και την έπαρση, να' τος τώρα εδώ, «σώφρων και ιματισμένος, παρά τους πόδας του  Ιησοῦ»[1], πυξίδα του ένα μικρό βιβλιαράκι με ένα Σταυρό στο κέντρο και η κληρονομιά που άφησαν οι προηγούμενοι. Ελπίδα για το αύριο, πίστη για κάτι που -επιτέλους-  τον υπερβαίνει, κι αγάπη για την ζωή που επιθυμεί να γίνει όντως ζωή. Δεν ξέρει που θα τον βγάλει αυτός ο δρόμος, ξέρει μόνο πως θέλει να τον πορευτεί μέχρι το τέλος, μ’ όσους βρεθούν στο διάβα του, όσους τρελούς κι αποφασισμένους.

 Την άλλη μέρα ανηφόρισε μαζί με τον αγαπημένο του ξάδελφο, τον Μανώλη, για το περιβόλι του θείου Κώστα, μια καταπράσινη όαση στην κατάξερη Κυκλάδα. Συμπαθέστατος και κουφός ο αγαθός γέροντας, βρέθηκε στην κορυφή του βράχου στον σεισμό του ’56 κι απ’ την τρομάρα του έπαθε σοκ κι έχασε την ακοή του. Εδώ και χρόνια είναι φύλακας του Μοναστηριού της Παναγίας στα ριζά του βράχου, φροντίζει αυτός κι η φαμελιά του το περιβόλι, βόσκει τα κατσίκια του, προσέχει το άδειο από μοναχούς κτήριο. Εκεί, στην θέση που τώρα είναι το Μοναστήρι, υπήρχε ένας αρχαίος ναός. «Εναλλαγή πολιτισμών», στοχάστηκε, «σημάδι της αγωνίας του ανθρώπου σε όλες τις εποχές να συναντήσει τον Θεό, να γνωρίσει τον εαυτό του και να τον υπερβεί».

 Καθισμένοι στις πέτρες ανάμεσα από τα ζαρζαβατικά κάνουν τα ψώνια της ημέρας, δηλαδή ο,τι είναι ώριμο εκείνη την ώρα. Ντομάτες, λίγα αγγούρια, μερικές μελιτζάνες. Το αιγαιοπελαγίτικο αεράκι δροσίζει τα κορμιά τους κι η μεγαλοπρέπεια του πελάγους ξεκουράζει τα μάτια και το μυαλό.

 Το απόγευμα, αφού σιγουρευτούν ότι δεν ήρθαν τουρίστες για να ανέβουν στην κορυφή, θα πάρουν τα κλειδιά του ασκητηρίου από την θεια-Μαρία, την γυναίκα του περβολάρη και θα ξεκινήσουν την κοπιαστική ανάβαση. Θα χρειαστεί μια ώρα μέχρι να φτάσουν, είναι ανηφορικό πολύ το μονοπάτι μα η θέα αποζημιώνει τον διαβάτη, αφού η πεζοπορία καταλήγει σε ένα πλάτωμα όπου βρίσκεται ο μικρός ναΐσκος μαζί με μερικά ερειπωμένα κελάκια. Είναι η ώρα που ο ήλιος έχει αρχίσει να χρωματίζει τον ορίζοντα, δεν το περιμένεις να ’χει τόσες αποχρώσεις το πορτοκαλί! Κάθονται στα πεζούλια σιωπηλοί να απολαύσουν την μεγαλοπρέπεια, τριακόσιες εξήντα μοίρες η θέα κι ολόγυρα τα νησιά, να χρυσίζουν από μακριά οι παραλίες τους!

 Πήρε να σκοτεινιάζει κι ανοίγουν το παλιό καθολικό, ανάβουν τα καντήλια, ψέλνουν παράφωνα τον εσπερινό, «Φως ιλαρόν Αγίας δόξης…», και τα δάκρυα κυλάνε ποτάμι από τα μάτια του. δεν είναι μόνο η χαρά της στιγμής, είναι το θαύμα που συνεχίζεται, η έκσταση που φέρνει η στιγμή, η δοξολογία που κατακλύζει την ύπαρξή του. Δακρύζει ευχαριστώντας που η ζωή του από επιβίωση γίνεται όντως ζωή, κλαίει για τα θαυμαστά που συνέβησαν και για όσα θα συμβούν.
 Αργότερα, θα γευματίσουν στο πεζούλι, λίγες ντομάτες, τυρί και ψωμί, λίγο κρασί, να χαλαρώσει παραπάνω η συγκινημένη καρδιά τους. Ολομόναχοι στον βράχο με το σύμπαν για συντροφιά τους, εκεί που για διακόσια χρόνια αποσπέριζαν οι μοναχοί, τώρα δεν κατοικεί πια κανείς εδώ, οι άνθρωποι του καιρού μας δεν εκτίθενται σε μεγάλη ταλαιπωρία, ακόμα κι οι καλόγεροι προτιμούν τις ευκολίες τους.
 Αφού απόφαγαν, ξάπλωσαν στο τσιμέντο με τα σλήπινγκ-μπάγκς και κοιτούν τους γαλαξίες. Αν ήταν άλλη φορά θα ’πιανε μια κουβέντα για το σύμπαν που διαστέλλεται, για τα σούπερ νόβα και το άπειρο, μα τώρα δεν υπάρχει χώρος στον νου του για τέτοια, παρά μόνο για Εκείνον που τα δημιούργησε όλα αυτά, Εκείνον που ήρθε στην ζωή του να φωτίσει τα σκοτάδια του, να συνταράξει όλες τις σταθερές, να δώσει πάλι σκοπό στην ύπαρξη, να πλημμυρίσει ελπίδα το αύριο, να τον ταξιδέψει από εδώ μέχρι την αιωνιότητα, νυν και αεί, νυν και αεί...

 Την επόμενη μέρα καθισμένος στο σκιερό μπαλκονάκι του, με την οχλοβοή των τζιτζικιών στ’ αυτιά του έγραψε τούτο το κείμενο, εξιστορώντας τον δρόμο του προς τον Χριστό:

 Πρωϊνό καλοκαιριάτικο με τα τζιτζίκια να λυσσομανάνε παθιασμένα, και το πελαγίσιο αεράκι δροσίζει ευεργετικά το κορμί. Η θάλασσα πηγαινοέρχεται ανέμελα πάνω στα βότσαλα της κοντινής παραλίας, ορμάει και τραβιέται με τρόπο ερωτικό ασταμάτητα μέρες τώρα, δημιουργώντας την ηχητική μπάντα του τοπίου. Πέρα στον κόλπο, ένας ψαράς απολαμβάνει την μπουνάτσα ρίχνοντας καθετή για το μεσημεριανό πιάτο. Οι μυρωδιές εναλλάσσονται προκαλώντας μικρές συγκινήσεις: το ιώδιο της θάλασσας, τα ταπεινά γεράνια του κήπου μου, μια ανεπαίσθητη πρέζα από κρεμμύδι που τσιγαρίζει η γιαγιά στο διπλανό σπίτι. Γαλάζιο παντού και πράσινο από τις ελιές, καφέ του βράχου και χρυσό από τα σχίνα που μετά από το όργιο της άνοιξης έκλεισαν τον κύκλο τους. Καλοκαίρι ελληνικό, όπως το ύμνησαν οι λογοτέχνες μας κι εξόχως ο ποιητής του Αιγαίου. Πόση ομορφιά μας κατακλύζει, πόση ευτυχία θα μπορούσαμε να αντλούμε μόνο από αυτή την θέα, μόνο από το λαμπρό πανηγύρι των αισθήσεων!
 Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!(4) Μας έπλασε ο Θεός το σκηνικό της ομορφιάς, μας έδωσε φύση εύφορη, τοπίο μαγευτικό να χαιρόμαστε την ελπίδα του Λόγου Του, μας χάρισε γη ευλογημένη και κλίμα εύκολο, εύκρατο, να απολαμβάνουμε τα αγαθά Του και να μπολιάζουμε το Ευαγγέλιο με δοξολογία εύκαιρη από την υπέροχη δημιουργία Του.
 Στον τόπο που κατοικούμε έζησαν άνθρωποι που λάτρεψαν το κάλλος, που αναζήτησαν το επέκεινα, που καλλιέργησαν τον λόγο και τις τέχνες, που γύρεψαν την αλήθεια πέρα από τα ανθρώπινα όρια. Πολιτισμός που δεν          μπορούσε να περιοριστεί σε σύνορα γεωγραφικά μα που απλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης, μπολιάζοντας την ιστορία του πλανήτη. Σε τούτη την γη ήρθαν και κήρυξαν οι ψαράδες της Αγάπης λόγο ξεσηκωτικό, ελπίδα παντοτινή κι οι άνθρωποι τους ακολούθησαν γυρεύοντας αιωνιότητα, νίκη πάνω στον θάνατο, υπόσχεση αναστάσιμη, τρόπο να μάθουν και να πάθουν την Αγάπη.
 Τραγουδούν ανέμελα τα τζιτζίκια και μας θυμίζουν πως τούτο τον ήχο και τούτη την γιορτάδα της πλάσης την ζούνε οι κάτοικοι της ελληνικής γης χιλιάδες χρόνια τώρα, σε χαρές και λύπες, σε καταστροφές και περιόδους ακμής. Η φύση εξακολουθεί τον δικό της σκοπό, ανεξάρτητα από τα πάθια των ανθρώπων. Πάμε κι ερχόμαστε, ζούμε και αποχωρούμε, αγαπάμε και μισούμε, κλαίμε και γελάμε, δημιουργούμε και καταστρέφουμε, μα η πανδαισία της δημιουργίας είναι πάντα εδώ, να μας καλεί σε δοξολογία, να μας θυμίζει την δυνατότητα του παραδείσου.

 Όταν ήμουν μικρός, αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν μέσα σε αυτή την ομορφιά να αλληλοσκοτώνονται οι άνθρωποι, να διχάζονται και να μισούνται. Δάκρυα έχουν κυλήσει πολλές φορές στα μάγουλα καθώς στις περιηγήσεις μου φανταζόμουν τους προγόνους μου να μακελεύονται, να ζουν στιγμές ακραίου μίσους μέσα στον παράδεισο της ελληνικής γης. Δεν το χωρούσε η ψυχή μου το φονικό αυτό, δεν άντεχα το παράλογο, απόκαμα από την αφροσύνη. Κατάλαβα πως δεν είμαστε άξιοι του παραδείσου που μας δόθηκε, μίσησα την βία, έγινε η φύση συνώνυμο της παρουσίας του Θεού. 

 Μεγαλώνοντας, κι άλλο συναίσθημα οδύνης πόνεσε την ψυχή μου. Πως είναι δυνατόν άνθρωποι που έχουν την ανάμνηση αυτής της ομορφιάς αλλά και του πολιτισμού χιλιάδων χρόνων να ζουν σε αυτές τις πόλεις της ασχήμιας, να παράγουν κακογουστιά, να συμπεριφέρονται με τρόπο άπρεπο ανυποψίαστοι για το ήθος που κόμισε ο Ελληνισμός στην οικουμένη; Μα και στην επαρχία ένοιωθα οδύνη καθώς έβλεπα εξοχικά σπίτια που κραυγάζουν ματαιοδοξία, θερινά καταλύματα τερατώδη, απαίσια «μαγαζιά» τάχα διασκέδασης, ρούχα και συμπεριφορές που προσβάλλουν το περιβάλλον, το αγνοούν, το βιάζουν. Σαν πόλεμος εμφύλιος μου φαίνεται πάλι, όπου οι άνθρωποι ανίκανοι να διδαχτούν από το ονειρεμένο μεσογειακό τοπίο, συναγωνίζονται ποιός θα ζει και θα δημιουργεί πιο κακόγουστα, ποιός θα  βγάλει προς τα έξω τον πιο κακό του εαυτό, ποιός θα ακούσει την πιο άσχημη μουσική, ποιός θα χασκογελάσει με το πιο ευτελές θέαμα, ποιός θα προβάλει πάνω απ’ όλους την κενοδοξία του. Αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να απομαγεύεις την παρουσία σου στις θερινές διακοπές με μαζική διασκέδαση ηχορύπανσης και θλιβερής μίμησης της αστικής υποκουλτούρας.
 Προτίμησα οι διακοπές μου να είναι μακριά από όλα τούτα. Πρότυπο κι οδηγός το ταπεινό νησί που γεννήθηκα, στολίδι της άγονης γραμμής που ακόμα δεν υπέκυψε στην λαίλαπα του τσιμέντου. Φεύγοντας από την πανάσχημη πόλη, αναζητούσα τόπους που ακόμα δεν είχαν «αξιοποιηθεί» από την μεγαλομανία του απολίτιστου απόγονου πολιτισμένων παππούδων. Αγάπησα ξανά το Αιγαίο, τον τόπο μου, τον ξερόβραχο και το γαλάζιο, προσπάθησα αποτυχημένα να το υμνήσω γράφοντας όμορφα λόγια στο χαρτί κι ύστερα, όταν είδα πως δεν θα γίνω ποιητής, ησύχασα στην σκέψη πως δοξολογία σημαίνει η απόλαυση της θέασης, η λαχτάρα της στιγμής, η ευωχία ενός πρωϊνού, η νάρκη ενός ζεστού μεσημεριού, η ευλογία του δειλινού, η έκσταση μιας βραδιάς όπου χιλιάδες αστέρια, γαλαξίες και νεφελώματα ταξιδεύουν τα μάτια και την ύπαρξή σου όλη στο άπιαστο του απείρου, η αναστάτωση που δημιουργεί η πανσέληνος όταν αντανακλάται στην θάλασσα.
 Το Αιγαίο μου έμαθε μυστικά από τα μικράτα μου να αγαπώ και τα βουνά και τα ποτάμια και τους κάμπους, κι η δοξολογία των ποιητών με παρότρυνε να αγαπήσω την φύση όλου του κόσμου. κάθε χώρα έχει την δική της ομορφιά, περικλείει το δώρο του Θεού σε όλες τις εκφάνσεις του. Νοιώθω σαν αμαρτία να έχει φεγγάρι και να μην βγω έστω και λίγο έξω να το αντικρύσω και να «συνομιλήσω» μαζί του, είναι για μένα απιστία να μην συναντήσω την πανσέληνο! Μου φαίνεται αστοχία να μην αισθανθώ τον αέρα να μου χαϊδεύει το  πρόσωπο μια χαραυγή, καθώς η μέρα ξυπνάει και τα χελιδόνια ξεκινούν τα τιτιβίσματα του όρθρου τους.
 Διδάχτηκα τι πάει να πει δοξολογία από την ίδια την κτίση πριν γνωρίσω τον Κτίσαντα! Την ψηλάφησα παίζοντας ανέμελα σε χωματόδρομους και σε χωράφια, ανάμεσα σε τσουκνίδες και μολόχες, σε ατίθασα αγριόχορτα και ταπεινά ανθάκια, σε αέναα επαναλαμβανόμενες βουτιές στην πεντακάθαρη πλανεύτρα θάλασσα. Κι όταν αργότερα, άρχισα να κάνω τα δικά μου μακρινά προσκυνήματα στην φύση, τι χαρά, τι ξεγνοιασιά, τι ευχαριστία - μολονότι δεν ήξερα ακόμα την ερμηνεία αυτής της λέξης. Διδάχτηκα από την κτίση τι σημαίνει να παρηγορείς την λύπη σου σε ένα μονοπάτι στρωμένο με κιτρινοκόκκινα φύλλα καστανιάς το φθινόπωρο, η πως λειτουργεί σαν βάλσαμο στην θλίψη να περάσεις μια νύχτα στην ακροθαλασσιά περιμένοντας να ροδίσει η ανατολή. " Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα 'να μ' έλεγαν τρελό πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος" (5), όπως υμνολογεί κι ο ποιητής.
 Αργότερα, όταν ο φόβος της ανυπαρξίας και η αναζήτηση νοήματος στον κόσμο αυτό με έφεραν στον χώρο του Αχώρητου και υποψιάστηκα μυστηριακά την παρουσία του Κτίστη, ήταν πιο εύκολο να εξοικειωθώ μαζί Του. Τον είχα αφουγκραστεί μέσα από όλη αυτή την ομορφιά της οικουμένης, είχα υποθέσει την ύπαρξή Του μέσα από τους «λυγμούς» των ποιητών, είχα υποψιαστεί την φωνή Του μέσα από τις μελωδίες των μουσουργών, είχα ξαναδιαβάσει την δημιουργία Του μέσα στους καμβάδες των ζωγράφων και την πλαστική τέχνη των γλυπτών, είχα συμμετάσχει σε αγρυπνίες θέασης της τέχνης που ονόμασαν έβδομη και συγκεφαλαιώνει τις υπόλοιπες.

 Μα, όσο κι αν διδάχτηκα το κάλλος από την φύση και τους μεγάλους μυσταγωγούς της Τέχνης, την ασχήμια των ανθρώπων δεν μπορούσα να την καταλάβω. Πολέμους κι αδικίες, διχασμούς κι εγκλήματα, εκδικητικότητα και ζηλοφθονία, όλα αυτά με τα οποία βομβαρδιζόμαστε από μικροί μέσα από τις ειδήσεις, δεν τα εννοούσα. Χρειάστηκε, βλέπεις, να τα δω όλα αυτά μέσα μου, στην δική μου ξαστοχιά, για να εννοήσω πως το κακό ενυπάρχει στην απουσία του καλού και πως όσο και να σπουδάζεις την ομορφιά, πρέπει να ανακαλύψεις και να αποδιώξεις την ασχήμια από μέσα σου με παιδαγωγία προσωπική κι επίπονη και να κατανοήσεις τα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης. Δεν αρκεί η παιδεία, που ούτως η άλλως σε τούτο τον τόπο έχει ξεχαστεί στον βωμό μιας χρησιμοθηρικής στείρας εκπαίδευσης.

  Ὀφείλεις να ανακαλύψεις το ευτελές σε σένα τον ίδιο, να πονέσεις πολύ που το κατέχεις κι ύστερα να το συγκρίνεις με την ομορφιά και να ποθήσεις να το αποβάλλεις. Να μεταστρέψεις τις μεταλλάξεις του κακού μέσα σου σ’ αυτό που οι θεϊκές προδιαγραφές σου σε προόρισαν. Να βρεις σκοπό και κατεύθυνση, να ερωτευτείς την ζωή και να πολεμήσεις την φρικώδη ασχήμια της φιλαυτίας στην ίδια σου την ύπαρξη. Πορεία δύσκολη, που από την μια θα συναντά την Σκύλλα της προσκόλλησης στα ίδια κι από την άλλη θα απειλείται από την Χάρυβδη της αυτοδικαίωσης, θα καραβοτσακίζεται ανάμεσα στους Κύκλωπες που θα σε τυφλώνουν να μην βλέπεις τα χάλια σου και να κοιτάς μόνο των άλλων, και από τους  Λαιστρυγόνες που θα σε καλούν να γυρεύεις μόνο να είσαι ισχυρός και δήθεν αλώβητος στην ψευδοασφάλεια ενός μίζερου λιμανιού, για να σε κρατήσουν μακριά από το ταξίδι στην μεγάλη περιπέτεια να μάθεις να ’σαι ελεύθερος και να αγαπάς.

 Πόσο μακρύς είναι ο δρόμος που πρέπει να πορευτείς για να ανακαλύψεις την ωραιότητα του τοπίου μέσα σου! Πόσα εμπόδια και θλίψεις και δυσκολίες σε καθηλώνουν να μένεις ακίνητος, να αποδέχεσαι λύσεις έτοιμες, να τρέφεσαι με το ευτελές της κάθε κυρίαρχης ιδεολογίας, να παρασύρεσαι από -ισμούς που θα σε καθιστούν ευάλωτο σε κάθε λογής παραλογισμούς!

  Ἀλήθεια, γιατί οι φανατικοί όλων των ιδεολογιών και των θρησκειών μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους; Να μας πουν τι πρέπει να φοράμε, πως πρέπει να φερόμαστε, τι επιτρέπεται να διαβάζουμε, να μας επιβάλουν σκέψη μαζική. Προτάσσουν το «πρέπει» στην θέση της μανικής ερωτικής παραφοράς για τον Θεό κι ονειρεύονται νόμους που θα ποδηγετήσουν τους άλλους, μα όλοι καταλήγουν στην βία και στην εωσφορική ψευδαίσθηση πως άμα ξεπαστρέψεις μια γενιά, η επόμενη θα βγει καθαρή, ίδια με τις νόρμες της διεστραμμένης ιδεοληψίας τους. Θεοκρατικά καθεστώτα διαδέχονται ολοκληρωτικές δικτατορίες και πάλι από την αρχή σπέρνουν πτώματα, βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς, καταστροφή της ομορφιάς της φύσης και του πνεύματος, φίμωμα του νου. 

  Όταν ακούς "τάξη" ανθρωπινό κρέας μυρίζει(6)! Γενιά με την γενιά, εκατομμύρια νέοι παρασύρονται με αφελή ενθουσιασμό από μεγάλες ιδέες που γεννούν ολοκαυτώματα, γκουλάγκ και υποσχέσεις παραδείσου αντί αίματος του πλησίον. Ανίκανοι να διδαχτούμε από την Ιστορία, κάθε φουρνιά ανθρώπων θα επαναλάβει τα ίδια λάθη, θα παρασυρθεί από λαοπλάνους που θα χαϊδεύουν τα πιο ταπεινά ένστικτα κι όλη η αστοχία της ανθρώπινης ύπαρξης θα μετατρέπεται σε επιθετικότητα που θα γυρεύει να δικαιωθεί βγάζοντας το μάτι του άλλου. Όπου κι αν κοιτάξεις στον πλανήτη, τα ίδια χάλια. Μα και μέσα στην χώρα μας, σκοτεινιά και άγνοια.

 Αναρωτιέσαι: η μάζα μπορεί να παιδαγωγηθεί; Κι αν ναι, μέχρι ποιού σημείου;  Αν ήταν έτσι, δεν θα είχαν σταματήσει τα πιο "πολιτισμένα" έθνη να σπέρνουν πτώματα με τρόπους μαζικούς; Όσο κι αν προχώρησε ο δυτικός πολιτισμός, το πρόβλημα δεν λύθηκε. Το βλέπουμε και από τα εκατομμύρια των κατοίκων του που, παρά την όποια πρόοδο, ζουν ακινητοποιημένοι μπροστά στην όποια αφασία της τηλοψίας και του διαδικτύου, καταναλώνοντας ποσότητες αγαθών κι ενέργεια που θα έτρεφαν χώρες ολόκληρές του Τρίτου Κόσμου. 

 Μυστήριο η ανθρώπινη ύπαρξη, άλυτο φαίνεται το οντολογικό ερώτημα . από που προερχόμαστε, ποιοί είμαστε και που θα πάμε; Θρησκείες κι επιστήμη κονταροχτυπιούνται ανώφελα με φόντο την ανθρώπινη δυστυχία. Δεν μας χρειάζεται η επιστήμη οι μεν, δεν υπάρχει Θεός οι δε. Απογοητεύτηκαν οι πρώτοι από την ακραία κενοδοξία πολλών επιστημόνων που δεν βλέπουν την δωρεά του Πλάστη στην δημιουργία, απελπίστηκαν οι δε από τα καμώματα της θρησκοληψίας στις διάφορες δοξασίες και έχασαν κάθε ελπίδα για το Αόρατο και Ακατάληπτο. Συρρίκνωσαν τον πόθο για ελεύθερη βούληση και απροϋπόθετη αγάπη επιστρέφοντας πίσω στον νόμο, οι μεν, παγίδευσαν οι δε το δώρο της απεριόριστης δυνατότητας της ανθρώπινης ψυχής σε ένα στείρο ντετερμινισμό κι έχασαν το θαύμα. Στον δυτικό κόσμο ο άνθρωπος κήρυξε τον θάνατο του Θεού και ζει σε μοναξιά μεγάλη χωρίς να ’χει κάτι να αναφέρεται έξω από αυτόν ενώ στον Τρίτο Κόσμο κυριαρχεί η ειδωλολατρία κι ο παγανισμός σε εκδοχές φρίκης κι ανοησίας.

 Ιούλιος μήνας καταμεσήμερο. Άρχισε να πολυζεσταίνει και τα τζιτζίκια έχουν αφηνιάσει μέσα στον ελαιώνα. Κραταιός ο ήλιος στέλνει το αιγαιοπελαγίτικο φως πάνω στους άσπρους τοίχους κι ο ανεμιστήρας πασχίζει να ανακατέψει τον ζεστό αέρα. Ένα ποτήρι καφές με γάλα, δυό κουλουράκια και μια χύτρα βράζει πάνω στο γκάζι. Γράφω με ένα άσπρο laptop - αλήθεια, κι από την τεχνολογία μπορείς να δοξολογήσεις- μοντέρνα γραφίδα, εγκυκλοπαίδεια θαυμαστή, πολυθέαμα τέχνης και ψυχαγωγίας. Παραλλάσσω τα λόγια άπό τον Μικρό Ναυτίλο: 

 «Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα ξύλινα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει λίγα από τα υπάρχοντά μου: δυό παντελόνια, τρία πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα κι η φωτογραφική μου μηχανή, κι άλλη δοξολογία του Θεού για τα δώρα στον νου του ανθρώπου. Απέναντι, το πέλαγος χαϊδεύει την όραση. Χάμου, στο πάτωμα, τα δυό μου πέδιλα. Περπατώ ξυπόλυτος. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Κι από την πανδαισία της φύσης στον Θεό και από την ομορφιά της τέχνης στον μεγάλο Δημιουργό» .

  Η κλήση είναι προσωπική, φτάνει να δεις την ασχήμια μέσα σου και να γυρέψεις ομορφιά στην ύπαρξη. Φτάνει να διψάσεις για το παραπέρα, να ποθήσεις την υπέρβαση, να μεθύσεις με την πείνα για αιωνιότητα, να πιστέψεις ότι υπάρχει. Ζει μαζί μας, μας αγαπά γιατί είναι ο ίδιος Αγάπη, και την διδάσκει σε όποιον την αναζητά, δίνει πίστη κι ελπίδα και χώρο καρδιάς σε όποιον χτυπά την πόρτα Του. Δεν ήρθε για να ηγηθεί σε μία ακόμα θρησκεία, που διαστρεβλώνει την Χάρη σε ανθρωπόμορφο θεσμό εξουσίας, δεν ήλθε να γεμίσει ενοχές και να σκλαβώσει τον άνθρωπο, αλλά να ελευθερώσει στον τρόπο της Αλήθειας. Προσωπική η κλήση του τρόπου της ελευθερίας, μακριά από το σκοτάδι της άγνοιας, μα συνάμα πρόσκληση σε σύναξη κοινότητας συναθροισμένων στο όνομα του Χριστού. Θέλει κόπο πολύ να χάσεις την ψυχή σου και τα μυαλά σου για να τα ξαναβρείς αναγεννημένα στο Φως. 

 Μεσημέρι καλοκαιριάτικο κι η θάλασσα πηγαινοέρχεται ανέμελα πάνω στα βότσαλα της κοντινής παραλίας. Μουσική αγαπημένη σε υπέροχη μινιμαλιστική επανάληψη. Ο,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα. Ο,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα(7). Μια προσευχή αναδύεται αυθόρμητα μέσα από τα στήθη σε  δοξολογία.


Όλοι οι στίχοι, του Οδυσσέα Ελύτη: (1) Τα τζιτζίκια, (2) Μαρία Νεφέλη, (3) Ο Μικρός Ναυτίλος, (4) Το Άξιον Εστί,  (5) Το φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά,  (6) Μαρία Νεφέλη,  (7)  Ήλιος ο πρώτος.