Σελίδες

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Η εποχή της παράλυσης και ο επαναπροσδιορισμός της ελληνικής ταυτότητας.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος *

 
Δεν υπάρχει ταυτότητα που να μην είναι σε κρίση, και μάλιστα η εθνική ταυτότητα. Ξέρετε, αυτό συνάπτεται και με την έννοια του έθνους και είναι σημαντικό να εξετάσουμε το πως εξελίχθηκε αυτή η έννοια της εθνικής ταυτότητας. Υπήρξε μια ομάδα στοχαστών στα θέματα αυτά οι οποίοι εν πολλοίς αντιπαρατέθηκαν μεταξύ τους. Αυτοί οι άνθρωποι ωστόσο δημιούργησαν μια εικόνα για την έννοια του έθνους, την οποία έχουμε σήμερα. Ας μην μπούμε σε αυτή τη συζήτηση γιατί είναι τεράστια, μπορούμε εάν θέλετε…

Ας το εξερευνήσουμε λίγο…
 
Εντάξει, μόνο περιληπτικά, γιατί θα μας ξεστράτιζε…Κοιτάξτε, σε μια προηγούμενη εποχή το έθνος θεωρείτο από τους Γκέλνερ, τον Άντερσον, τον Χομπσμπάουμ κλπ, ότι είναι ένα εφεύρημα. Αυτοί λοιπόν υποστήριζαν, λίγο ή πολύ, ότι το έθνος είναι ένα εφεύρημα το οποίο κατά κάποιο τρόπο γεφυρώνει ένα αποξενωμένο κράτος με ένα πραγματικό λαό, μια φανταστική κοινωνία, όπως έλεγε ο Άντερσον, ανθρώπων που δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Θεωρούσαν τελοσπάντων ότι ήταν μια κατασκευή.
 
Φτάσαμε στη νεότερη εποχή σε μια πιο θετική αντίληψη για το έθνος με τον Μίροσλαβ Χροχ και τον Άντονι Σμιθ, ας πούμε. Είναι αντικειμενικές κοινωνικές οι σχέσεις το έθνος, λένε αυτοί. Λέει ο Σμίθ ότι είναι μια πραγματικότητα το έθνος, ένα ανθρώπινο σύνολο με τους μύθους, αναμνήσεις, οικονομία, κουλτούρα, υποχρεώσεις και τα λοιπά. Επομένως, πρέπει να δούμε πώς τίθεται το θέμα της ταυτότητας. Σύμφωνα με τη δική μου κρίση, η καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να λάβουμε για να το καταλάβουμε αυτό, είναι η Λακανική αντίληψη περί έθνους, όπως αναπτύχθηκε από ορισμένους διανοητές στις μέρες μας. Η κατανόηση δηλαδή του έθνους ως μίας ταυτότητας πάντα σε κρίση.
 
Να το καταλάβουμε λοιπόν με ψυχαναλυτικούς όρους το έθνος και θα δείτε γιατί είναι πολύ βοηθητικό αυτό που σας λέω. Όλα τα έθνη κάνουν την ταυτότητά τους μέσα από μια μυθοποιημένη αντιπαλότητα, με πολλούς άλλους γύρω τους. Μία μυθοποιημένη αντιπαλότητα η οποία ουσιαστικά επιδιώκει να εξηγήσει την έλλειψη, την ιστορική έλλειψη με μια αναγωγή σε ένα παρελθόν που μου το αφαίρεσε κάποιος κακός, Σε κάποιο παρελθόν υπήρξε μια πληρότητα, έτσι δεν είναι; Αυτή λοιπόν την χαμένη πληρότητα μού την έκλεψε κάποιος και πρέπει να εξηγήσω την έλλειψη. Έτσι αυτός ο κάποιος είναι ένας αποδιοπομπαίος τράγος, δηλαδή αυτή η μυθοποιημένη έχθρα, η οποία γεννά την ταυτότητα.
 
Η ταυτότητα είναι μία συνέχεια λόγων, οι οποίοι επιδιώκουν να εξηγήσουν, γι’ αυτό είπα ότι είναι πάντα σε κρίση, το γιατί είναι δυνατόν να χαθεί αυτή η πληρότητα του παρελθόντος μέσω του μυθοποιημένου εχθρού ή αποδιοπομπαίου τράγου. Οπότε η έννοια της ταυτότητας είναι μια τάση επιστροφής στο ιδεώδες αυτής της πληρότητας και της απόλαυσης. Και επειδή δεν μπορούμε να την κάνουμε άμεσα αυτή την επιστροφή, έχουμε διάφορες πρακτικές όπως είναι τα φεστιβάλ, οι τελετές και τα λοιπά και οι οποίες μας επιτρέπουν κατά κάποιο τρόπο να μνημονεύουμε συνεχώς την πιθανότητα να επιστρέψουμε στην πληρότητα αυτή τη χαμένη του παρελθόντος. Όλες οι εθνικές ταυτότητες είναι σε κρίση!
 
«Όλα τα έθνη κάνουν την ταυτότητά τους μέσα από μια μυθοποιημένη αντιπαλότητα, με πολλούς άλλους γύρω τους. Μία μυθοποιημένη αντιπαλότητα η οποία ουσιαστικά επιδιώκει να εξηγήσει την έλλειψη, την ιστορική έλλειψη με μια αναγωγή σε ένα παρελθόν που μου το αφαίρεσε κάποιος κακός, Σε κάποιο παρελθόν υπήρξε μια πληρότητα, έτσι δεν είναι; Αυτή λοιπόν την χαμένη πληρότητα μου την έκλεψε κάποιος και πρέπει να εξηγήσω την έλλειψη»
Έχετε ζήσει και σπουδάσει στο εξωτερικό. Πώς το αντιλαμβάνεστε να συμβαίνει αυτό που μου λέτε εκεί;
 
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια τώρα πηγαινοέρχομαι στην Αγγλία και η αγγλική ταυτότητα είναι σε κρίση. Δεν υπάρχει σοβαρό περιοδικό, που να μη συζητάει το πρόβλημα της ταυτότητας. Ποιοι είμαστε; (το τονίζει). Επίσης, η αμερικανική ταυτότητα είναι σε κρίση, θυμάστε αυτό το έργο του Χάντιγκτον «Who are we?» (Ποιοι είμαστε;) μεταφράστηκε και στα ελληνικά και προσπαθεί να προσδιορίσει τα στοιχεία εκείνα τα οποία κατά κάποιο τρόπο δημιουργούν πάντοτε την αίσθηση ότι απειλούμαστε, ότι ήμασταν κάποιοι που δεν είμαστε πια και ότι έχουμε ένα μέλλον που κάποιοι θέλουν να μας το στερήσουν. Θυμάστε αυτό που έλεγε ο Μπους μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001; Έλεγε: «Μας μισούνε γιατί είμαστε καλοί». Καταλαβαίνετε ότι αυτό δεν είναι τόσο απλοϊκό, όσο φαίνεται. Στη Γαλλία αν πάτε, θα ακούσετε να λένε ότι χάνεται η γαλλική κουλτούρα. Δεν λέω για τη Γερμανία, οι Γερμανοί είναι πολλαπλώς τραυματισμένοι, έχουν χαθεί και ξαναβρεθεί πάμπολλες φορές και έχουν την αίσθηση ότι κινδυνεύουν και αντιδρούν με τον τρόπο τους. Δεν υπάρχει έθνος στο οποίο να μη βρείτε φανταστικούς εχθρούς και φανταστική πληρότητα, όπως και τον μύθο της έλλειψης και αυτόν τον κάποιο που τους αφαίρεσε την πληρότητα. Επίσης θα βρείτε μια μυθοποιημένη κατασκευή του γιατί καταντήσαμε εδώ. Επειδή στην Ελλάδα η παρούσα κατάσταση είναι μία κατάσταση μη πλήρους ιστορικής κυριαρχίας, οι μύθοι αυτοί είναι καταθλιπτικοί. Εντάξει, μιλάω σαν παλιός ψυχολόγος.
 
Υποφέρουμε όμως σαν λαός…
 
Ναι, γιατί πρόκειται για μια εξοντωτική αυτοκριτική και ο αποδιοπομπαίος τράγος έχει μεταφερθεί σ' εμάς τους ίδιους. Όπως λέει και η κ. Αρβελέρ, η οποία έχει ασχοληθεί με τα θέματα αυτά, φανταστείτε, λέει, ο τόπος αυτός είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει απελευθερώσει την πρωτεύουσα της. Αυτό το πράμα έχει μια συνεχή κρίση ενοχής. Είναι ενοχική η νεοελληνική αυτοσυνειδησία. Ενοχική! Και μια επιπλέον αιτία είναι ότι για λόγους καθαρά ιστορικούς, δεν συνέβη η συνήθης διαδικασία κατασκευής θεσμών που έγινε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
 
Αλήθεια πώς γίνονται οι θεσμοί;
 
Οι θεσμοί δεν επιβάλλονται ούτε διά της βίας ούτε άνωθεν. Οι θεσμοί, όπως έχουν δείξει διαπρεπείς κοινωνιολόγοι, για παράδειγμα ο Νόμπερτ Ελίας, ο οποίος είναι αυθεντία σε πάνω σ' αυτό το θέμα, δημιουργούν μια εσωτερίκευση κοινών συμπεριφορών, τάσεων, ιδεολογιών, και τα λοιπά. Αυτό όμως θέλει χρόνο και ελευθερία για να γίνει.
 
«Είναι ενοχική η νεοελληνική αυτοσυνειδησία» Εμείς πού αποτύχαμε;
 
Εμείς δεν είχαμε ελευθερία για 500 χρόνια. Είναι δυνατόν να κάνει κανείς ελεύθερη αναχώνευση των κοινών πρακτικών και στάσεων και όλα αυτά που σας περιέγραψα προηγουμένως φέρνοντας σας για παράδειγμα τον Άντονι Σμιθ και τους κοινούς μύθους, τις αναμνήσεις, την κουλτούρα, τις υποχρεώσεις, κοινωνικές τάσεις. Πώς μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά, όταν έχεις από πάνω σου έναν δυνάστη, όταν αισθάνεσαι ότι δε σου ανήκει η ιστορία; Εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα και εδώ είναι που διαφωνώ τόσο πολύ με ανθρώπους σαν τον Στέλιο τον Ράμφο και με άλλους, οι οποίοι έχουν μια αφελή αντίληψη του γεγονότος του γιατί τα πράγματα στην Ελλάδα είναι έτσι.
 
Θέλω να το ξαναπώ. Αν είχαμε ιστορική συνέχεια όλα τα πολύ μεγάλα επιτεύγματα, τα οποία στα δικά μου τα βιβλία προσπαθώ να αναλύσω, μέχρι τον 14ο αιώνα θα εσωτερικεύονταν σιγά-σιγά, θα περνούσαν τις κρίσεις τους, αλλά θα εσωτερικεύονταν. Όλες οι ιστορικές οντότητες περνούν κρίσεις. Και στο Βυζάντιο ήταν αλλιώς μέχρι τον 11ο αιώνα και σταδιακά άρχισε να γίνεται αυτή η φυσιολογική φθορά και πτώση, η οποία συνέβη αρχίζοντας από τους εξωτερικούς εχθρούς, για παράδειγμα όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε απ' τον Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ το 1071 και τον πάτησε ο Αλπ Αρσλάν συμβολικά στο σβέρκο, ταπεινώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αυτοκρατορία. Από εκεί και πέρα, αρχίζει μια μεγάλη κρίση, ενοχική κρίση ταυτότητας στο Βυζάντιο η οποία θα οδηγήσει και σε αποσάθρωση των θεσμών. Οι θεσμοί ήταν ισχυροί στο Βυζάντιο, ήταν ισχυροί γιατί είχε και το ρωμαϊκό στοιχείο, που ήταν πολύ ισχυρό. Όπως είπε ο Ζαμπέλιος, το Βυζάντιο είναι κρίσιμη ενότητα, υπάρχει ο ελληνισμός, υπάρχει ο ρωμαϊσμός και υπάρχει και ο χριστιανισμός.
 
Παρά ταύτα, είχαμε μια ιδιοτυπία στο σημείο αυτό. Εγώ το περιγράφω σ’ ένα από τα βιβλία μου ως μικροϊστορική αντίληψη, με την καλή έννοια, δηλαδή ήταν πιο ανθρώπινη η ιστορία αυτή, πιο εσχατολογική με την καλή έννοια. Δηλαδή δεν είχε η ιστορία ένα κεντρικό τεράστιο σκοπό, τον οποίο πρέπει να υπηρετήσεις πεθαίνοντας γι' αυτόν. Το κράτος ενσωμάτωνε περισσότερους σκοπούς, ένας από αυτός ήτανε η χριστιανική κοινωνία, ας πούμε. Για να υπάρχει η κοινωνία, είχε και πνευματικούς λόγους.
 
Εδώ είναι και η διαφορά μεταξύ του Φώτιου και του Μακιαβέλι
 
Πράγματι, εάν διαβάσετε τα έργα του Μεγάλου Φωτίου σε σύγκριση με τον Μακιαβέλι, τον Ηγεμόνα, θα δείτε μια μεγάλη διαφορά στο πώς φαντάζεται ο ένας τον πρίγκηπα και πώς τον φαντάζεται ο άλλος. Ο πρίγκιπας του Μεγάλου Φωτίου, ο Ηγεμών, είναι ένα ον το οποίο παιδαγωγεί την κοινωνία του με πνευματικές αρχές και έχει την αίσθηση ότι κοινωνία είναι μια πνευματική τελικά κοινωνία, με ένα σκοπό να εκπληρώσει, την κατ' εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και όχι μια αυτόνομη κοινωνία. Του Μακιαβέλι, είναι αυτόνομη πια η κοινωνία λόγω των μεγάλων αλλαγών που έχουν γίνει στην αντίληψη του κράτους, μετά τον Θωμά τον Ακινάτη. Αυτά είναι θέματα τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε δια μακρόν, αλλά εκείνο που θέλω να σας πω είναι ότι στο Βυζάντιο υπήρχε μία εξατομίκευση και, επιμένω σ' αυτό, πρώιμη! Υπήρχε μια αντίληψη για το σώμα, για παράδειγμα, πάρα πολύ υψηλή, ήδη από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον Γρηγόριο τον Παλαμά.
 
Τον 14ο αιώνα ο ησυχασμός έχει μια πολύ υψηλή αντίληψη για το σώμα. Όλη η ιστορία ενάντια στο Βαρλαάμ, ενάντια στις αντιπάλους του Παλαμά, ήτανε ακριβώς για το αν τα συναισθήματα και το σώμα μετέχουν στη θεοπτία. Στη Δύση την ίδια εποχή δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία ότι μπορούμε να έχουμε μετοχή στη θεογνωσία του σώματος και των συναισθημάτων. Μάλιστα σύμφωνα με τον Θωμά τον Ακινάτη δεν μπορούμε να έχουμε με τίποτα θέα του Θεού, γιατί ακριβώς είμαστε δεμένοι με ένα σώμα, μόνο μετά θάνατον μπορούμε. Εδώ όμως, στην ελληνική παράδοση, έχουμε μια καταξίωση του σώματος και της υλικότητας και των συναισθημάτων επίσης. Λέει ο Βαρλαάμ στον Παλαμά: «Μόνον νους είναι ο Θεός», μόνο με νου μπορούμε να τον συναντήσουμε. Και λέει ο Παλαμάς: «Όχι, αλίμονο, του Θεού ημάς εχώρισας». Μας χωρίζεις δηλαδή με κάτι που αγαπάμε. Αυτή η σύναξη του νου μέσα στην καρδιά, που είναι το κέντρο της ησυχαστικής προσευχής, είναι η ενοποίηση των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου και αυτό είναι πολύ μοντέρνο.
 
Στον σημερινό άνθρωπο, εάν του μιλήσετε και του πείτε θα βρεις την εσχάτη αλήθεια μόνο με το νου θα σου πει «Όχι! Θέλω να τη βρω μέσα σ' ένα σώμα» όπως έλεγε ο Ρεμπώ. Σας είπα μόνο αυτό. Πάμε πάλι στον Παλαμά. Η υποστατική συνενέργεια, όπως την ονομάζω σ’ ένα από τα βιβλία μου, δηλαδή το γεγονός ότι δεν είναι ο Θεός όπως είναι στον Ακινάτη, μια παθητική ενέργεια επάνω μου, αλλά είναι ένας διάλογος συνεργειών.
 
Όμως ο αντίλογος είναι ότι εμείς απορρίψαμε τη λογική και μείναμε μόνο με το συναίσθημα, ενώ στην Ευρώπη, το υποστηρίζει και ο κ. Ράμφος αυτό, χρησιμοποίησαν και τα δύο.
 
Είναι λάθη σοβαρά αυτά τα οποία προέρχονται από μία παράδοξη έλλειψη γνώσης των πραγμάτων και παρόλα που τα λέμε εδώ και χρόνια δημοσίως στον κ. Ράμφο, δυστυχώς δεν θέλει με τίποτα να το αναγνωρίσει. Σας ρωτώ: πώς είναι δυνατόν να λέει ότι υποβαθμίστηκε η λογική; Ας αφήσουμε το γεγονός ότι την ίδια εποχή το cogito δεν υπάρχει πουθενά, είναι σοβαρός αναχρονισμός. Εάν πάτε στη Δύση και διαβάσετε τον Ακινάτη, δεν πρόκειται να σας πει ότι με τη λογική φτάνεις να δεις τον Θεό. Θα σας πει ότι με τη λογική ο Θεός είναι παντελώς ακατανόητος.
 
Στη συνομιλία που είχα με τον κ. Ράμφο μου κάνει λόγο για τη σύγκρουση Ακινάτη - Αβερρόη, όπου ηττάται ο Αβερρόης και εκεί κατοχυρώνεται η δυτική σκέψη, νικάει το άτομο.
 
Αυτά είναι εύκολα να τα λέει κανείς. Ας δούμε τα κείμενα, εγώ μιλάω ως ειδικός γι’ αυτά τα θέματα. Έχω γράψει πάρα πολλά, δυστυχώς τα περισσότερα στα αγγλικά και προσπαθούμε να τα μαζέψουμε για να μεταφραστούν στα ελληνικά.
 
Η ατομικότητα, όπως κατοχυρώνεται στον Ακινάτη, κατοχυρώνεται μ' έναν τραυματικό τρόπο. Δηλαδή κατοχυρώνεται από έναν Θεό, ο όποιος είναι κλεισμένος στον εαυτό του με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να κλειστεί επίσης στον εαυτό του, αλλά αυτό το αυτοαναφορικό υποκείμενο, όπως το έχω ονομάσει, είναι ένα τραύμα για τη δυτική σκέψη. Και το πόσο τραύμα είναι φαίνεται ξεκάθαρα από το πως έχουμε στην πραγματικότητα την εξέλιξη αυτού του πράγματος. Δηλαδή το αυτοαναφορικό υποκείμενο γίνεται πραγματικά μετά τον Φράνσις Μπέικον και τον Ντεκάρτ (Καρτέσιος), γίνεται ο κύριος και ο κάτοχος της ιστορίας, γεννιέται η θέληση για δύναμη έτσι. Γεννιέται η κοσμοκυριαρχία και όπως λέει ο Καντ και ο Φίχτε (Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, θεωρείται πατέρας του γερμανικού ιδεαλισμού και του γερμανικού εθνικισμού) «το εγώ είναι ο κάτοχος του κόσμου, θέλω να είμαι ο κύριος της φύσης και του κόσμου και όλοι άλλοι πρέπει να είναι υπηρέτες μου».
 
Και έτσι φτάνουμε στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ…
 
Ακριβώς, είναι η θέληση για δύναμη η οποία γεννιέται έτσι. Αυτό δεν το βλέπει ο κ. Ράμφος; Πάντως το βλέπουν όλοι οι άλλοι, γι’ αυτό και έχουμε θαυμαστά βιβλία σήμερα, όπως αυτό που έχω στα χέρια μου «Το βασίλειο του ανθρώπου» του Ρεμί Μπραγκ και έχει υπότιτλο «η γέννηση και η αποτυχία του μοντέρνου σχεδίου», βγήκε μόλις πριν από λίγους μήνες. Έχω ένα παράπονο με αυτούς τους ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη. Δηλαδή σήμερα να μιλήσουμε σοβαρά για το cogito (cogito ergo sum – σκέφτομαι άρα υπάρχω) και να πούμε ότι αποτελεί επιτυχία, τη στιγμή που είναι η πληγή της Δύσης, ε, αυτό είναι σοβαρότατο σφάλμα. Γι' αυτό και ακριβώς βλέπετε ότι η μεγαλύτερη ανακάλυψη και στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία είναι η διυποκειμενικότητα στη Δύση. Το ζητούμενο αυτό είναι η επανάσταση του Φρόυντ που έδειξε πως δια του ασυνείδητου έχω μια αναφορικότητα στον Άλλον. Ο Λακάν, που ήταν για μένα ο δάσκαλός μου στην ψυχανάλυση έδειξε ότι η επιθυμία είναι βασικά αναφορική, δηλαδή επιθυμώ ενσωματώνοντας την επιθυμία του Άλλου.
 
Ουσιαστικά η επιθυμία συνειδητά ενσωματώνει τον Άλλον. Δεν είμαι μόνος! Δεν υπάρχει αυτό το φοβερό όνειρο, αυτό το αναχρονιστικό όνειρο ενός υποκειμένου, το οποίο ναι μεν δημιουργεί την ιστορία ως έκρηξη δημιουργικότητας τον 17ο - 18ο αιώνα, αλλά την καταποντίζει αμέσως μετά σε τρομακτικούς Παγκόσμιους Πολέμους, σε δικτατορίες, σε άγριο καπιταλισμό, στη σημερινή κρίση. Γιατί αυτοί οι καλοί άνθρωποι, αυτοί οι καλοί μου φίλοι, δεν τα βλέπουν αυτά άραγε; Είναι τόσο ξεκάθαρο και τόσο απλό.
 
Εσείς πώς μπορέσατε και τα είδατε δεδομένης της διαδρομής - άθεος, μαρξιστής;
 
Εγώ ξεκίνησα από αυτό το πράγμα και μετά γνώρισα τη θεολογία. Όπως και να έχει αυτό που θέλω να πω είναι πως όταν το Βυζάντιο μας δίνει μία πληροφορία για τη συνενέργεια όπως είπα, για τον Παλαμά ή αυτό που είπα σε ένα μου βιβλίο για τον άγιο Μάξιμο, για τη θεολογική αμοιβαιότητα (A Eucharistic Ontology: Maximus the Confessor's Eschatological Ontology of Being as Dialogical Reciprocity). Γιατί να μην αξιολογηθούν αυτά σήμερα;
 
Ξεκινάμε ουσιαστικά έχοντας στις αποσκευές μας θαυμαστά πράγματα με τα οποία μπορούμε να κόψουμε δρόμο, όπως έλεγε κάποτε ο Ράμφος. Και για να κόψεις δρόμο δεν ακολουθείς τον άλλο ασθμαίνοντας, αλλά πρέπει πραγματικά να κόψεις δρόμο να μπορέσεις να φτάσεις στα σημερινά αιτήματα. Να η απάντηση στα σημερινά αιτήματα, διενεργείται έτσι. Όταν λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα αυτού, ούτε η ψυχή του μόνο, ούτε το άθροισμά τους, αλλά το όλον αυτού και βάζει μέσα εδώ τη βούληση, το φυσικό θέλημα, δηλαδή μια αυτοσκηνοθεσία του ανθρώπου, μία αυτοδημιουργία του συνεχή, εν διάλογο βέβαια με τον Θεό και με τους άλλους καταλαβαίνετε πως αυτά είναι πολύ προχωρημένα πράγματα. Εάν τα κατανοήσει κανείς, χαίρεται και είναι ένας τρόπος να συνομιλήσεις με τους σημερινούς. Εγώ συνδιαλέγομαι άνετα σήμερα με τους φιλοσόφους, τους ψυχολόγους και τους θεολόγους.
 
Το ενδιαφέρον είναι ότι τη συζήτηση αυτή την κάνετε κυρίως πλέον στο εξωτερικό.
 
Μα, ναι! Τα τελευταία επτά οκτώ χρόνια γράφω μόνο αγγλικά και τα τελευταία μου δύο βιβλία είναι μεταφράσματα και τώρα έχω πρόβλημα δεν ξέρω πως να τα μαζέψω.
 
Μιλάτε έναν διαφορετικό ορθόδοξο λόγο, από αυτό που ξέραμε μέχρι σήμερα και τον δένετε με τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Πώς αντιλαμβάνεστε την ελληνική πραγματικότητα;
 
Κοιτάξτε, η λάθος αυτοκριτική, λένε οι ψυχαναλυτές, μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν χρειάζεται κατάθλιψη αυτήν τη στιγμή, έχουμε τα βάσανά μας και να έρχεται κάποιος και να σου λέει επιπλέον ότι είσαι και λάθος από την αρχή σου. Ε αυτό είναι συντριβή, είναι η συνταγή της απόλυτης υποταγής! Κοιτάξτε να σας πω, αυτός ο λαός κινδυνεύει από αυτοδιάλυση!
 
«Η λάθος αυτοκριτική, λένε οι ψυχαναλυτές, μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν χρειάζεται κατάθλιψη αυτήν τη στιγμή, έχουμε τα βάσανά μας και να έρχεται κάποιος και να σου λέει επιπλέον ότι είσαι και λάθος από την αρχή σου. Ε αυτό είναι συντριβή, είναι η συνταγή της απόλυτης υποταγής!»
Όπως αντιλαμβάνομαι από τη συζήτηση που κάνουμε, στο εξωτερικό παραδόξως είναι πιο εύκολο να βρείτε συνομιλητές απ’ ότι στη χώρα μας.
 
Πράγματι, δεν αντιλαμβάνονται. Έχω γράψει και στα ελληνικά αρκετά πράγματα, ποιος αντιλαμβάνεται; Αρχίζοντας από τον Ράμφο, ο άνθρωπος δεν συνδιαλέγεται με κανέναν.
 
Μου έχει κάνει εντύπωση η σκέψη του κ. Καραμπελιά…
 
Εκτιμώ τον κ. Καραμπελιά, πραγματικά τον εκτιμώ. Ξεκίνησε από εκεί που ξεκίνησε και είναι από τους λίγους Έλληνες που έχουν κάτι να πουν σήμερα. Οι περισσότεροι έχουν την ευτυχία του μεταπράτη, του παραδομένου μεταπράτη. Σας είπα κάτι προηγουμένως, ότι όλες οι ταυτότητες είναι σε κρίση και δεν είναι παράξενο ότι είμαστε σε κρίση, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτοφαγία, αυτοκαταστροφή.
 
Εκείνο το οποίο συνέβη στον τόπο αυτό είναι ιστορικά αναγνώσιμο πάρα πολύ άνετα. Δεν είχαμε τον χρόνο και τον χώρο να κάνουμε θεσμούς με τον τρόπο που φυσιολογικά αυτοί οι θεσμοί γίνονται από ένα σημείο και πέρα. Δηλαδή ο νόμος παρακμής των ιστορικά ισχυρών ανήκει σε όλους. Ξέρετε, θυμάμαι μια φορά όταν είχα πάει στο Κέιμπριτζ, πριν από 20 χρόνια, ένας λοιπόν από τους φίλους μου, καθηγητής εκεί, μου είπε την εξής φοβερή φράση που ήταν πολύ βοηθητική. Μου λέει λοιπόν: «Απ’ όλους τους Ευρωπαίους, μόνο εμείς οι Άγγλοι μπορούμε να σας καταλάβουμε». Τον ρωτάω και εγώ γιατί αυτό και μου απαντά: «Διότι και εμείς χάσαμε μια αυτοκρατορία και ουδέποτε συνήλθαμε». Δηλαδή οι ταυτότητες οι ευρωπαϊκές, οι περισσότερες, είναι καταθλιπτικές ταυτότητες, αλλά όχι τόσο πολύ όσο εμείς. Γιατί αυτοί δεν είχαν και δεν έχουν τη συλλογική ενοχή ότι δεν ελευθέρωσαν την πρωτεύουσά τους. Δεν έχουν τη συλλογική ενοχή ότι δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν στο ευρωπαϊκό και γίγνεσθαι, διότι δεν είχαν 500 χρόνια σκλαβιάς, είναι απλό αυτό. Και δεν φταίει η σκλαβιά, φταίει το γεγονός ότι δεν μπορείς να αρθρώσεις συλλογική ταυτότητα σ' αυτήν την κατάσταση. Θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο ισορροπημένοι με τον εαυτό μας και με την ιστορία μας και σ' αυτό θα βοηθούσε πάρα πάρα πολύ να αντιληφθούμε το γεγονός ότι παρά ταύτα, έχουμε κάνει φοβερά βήματα.
 
Εμένα, ο παππούς μου, είμαι στη Θεσσαλονίκη αυτή στιγμή, ο παππούς λοιπόν πολέμησε για να ελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη και μπήκε μέσα εδώ πριν από 100 χρόνια νικητής. Δηλαδή σκεφτείτε είναι μόλις προχθές η ιστορία. Είναι μεγάλη υπόθεση ότι αυτός ο διαλυμένος, ο κατεστραμμένος λαός, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα προβλήματα τα οποία έχει και τα οποία τα δημιουργήσαμε εμείς σε μεγάλο βαθμό, δεν τα δημιούργησαν μόνο οι ξένοι.
 
Πού οφείλεται η κρίση;
 
Ο Έλληνας έχοντας εγκαταλείψει, λόγω συλλογικής κατάθλιψης, την προσπάθεια να μπει στην ιστορία ξανά, έχει δημιουργήσει αυτόν τον παρασιτικό τρόπο βίου, ο οποίος σίγουρα δεν οφείλεται στο Βυζάντιο. Το Βυζάντιο έφτασε στην κορυφή και έμεινε στην κορυφή για πολλούς αιώνες, οφείλεται στη νεότατη αυτή κρίση ταυτότητας που συντηρούν άνθρωποι σαν τον Ράμφο σήμερα.
 
«Ο Έλληνας έχοντας εγκαταλείψει, λόγω συλλογικής κατάθλιψης, την προσπάθεια να μπει στην ιστορία ξανά, έχει δημιουργήσει αυτόν τον παρασιτικό τρόπο βίου, ο οποίος σίγουρα δεν οφείλεται στο Βυζάντιο»
Εγώ ζω στο πανεπιστημιακό χώρο. Γιατί όλοι οι φοιτητές μου είναι απογοητευμένοι; Μήπως έχουν διαβάσει Φιλοκαλία; Οι θεολόγοι ακόμη δεν ξέρουν τη Φιλοκαλία.
 
Στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών υπάρχει μια αντίδραση σε οτιδήποτε προέρχεται από την εκκλησία. Φαίνεται επίσης ότι η εκκλησία δεν μπορεί να αρθρώσει λόγο που να ακουμπάει την κοινωνία.
 
Κοιτάξτε τους καταλαβαίνω ώς ένα σημείο, γιατί και εγώ άθεος υπήρξα, αλλά να κάθεσαι και να λες παλαβές ιδέες…Δεν έχω δει και κανέναν ποτέ, συζητώ δημόσια χρόνια, δεν βρήκα έναν άνθρωπο σοβαρό που να ξέρει την ορθοδοξία και να την έχει απορρίψει ξέροντας την. Ούτε ο Ράμφος, ο Ράμφος έχει μια επιφανειακή γνώση...
 
Δεν είμαι σε θέση να το κρίνω αυτό, αλλά ο κ. Ράμφος ίσως να είναι και μια από τις καλύτερες περιπτώσεις που έχουμε…
 
Ο Ράμφος δεν εγκατέλειψε ποτέ τις προϋποθέσεις του. Με τον κ. Ράμφο μιλούσαμε για πάρα πολλά χρόνια. 35 ολόκληρα χρόνια, δεν εγκατέλειψε ποτέ τα κριτήριά του, τα μαρξίζοντα κριτήριά του και στη συνέχεια από ένα μαρξισμό πέρασε σε ένα ιδεαλιστικό εγκελιανισμό, ας πούμε και ουσιαστικά ποτέ δεν εγκατέλειψε τον Πλωτίνο, ενώ τον εκσυγχρόνισε τον Πλωτίνο. Ο Πλωτίνος του Ράμφου, όπως το έχω εξηγήσει σε ένα μου βιβλίο, είναι μοντέρνος, είναι απόλυτα ιδεαλιστικός, αλλά δεν έχει το κύριο χαρακτηριστικό του Πλωτίνου, αυτό της μετοχής. Το «εν» του Πλωτίνου υπάρχει μόνο δια της μετοχής. Το υποκείμενο στον Ράμφο, είναι ένα ουράνιο υποκείμενο, αλλά δεν υπάρχει μετοχή. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα είναι ακριβώς αυτό, δηλαδή με αυτά τα κριτήρια όταν μπεις μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Ο Ράμφος προχώρησε μέχρι ένα σημείο, όσο του επέτρεπε ο πλατωνισμός του. Μετά δεν μπόρεσε να προχωρήσει και τα έβαλε με την παράδοση, αντί να τα βάλει με τα κριτήριά του. Από εκεί και πέρα δημιουργήθηκε όλη αυτή η παραφιλολογία η οποία είναι μία προδοσία, γιατί σε μια στιγμή κρίσης κοιτά τα θετικά πράγματα που συνέβησαν, τα οποία είναι πάμπολλα, και συνεχίζεις από εκεί. Η εθνική μας κατάθλιψη δεν προέρχεται ούτε από τη Φιλοκαλία, ούτε από τον ησυχασμό… Αυτά ποιος τα κατάλαβε, ποιος ασχολήθηκε; Σας παρακαλώ, αυτή είναι η δουλειά μου. Είμαι καθηγητής δογματικής αυτή την ώρα και σας λέω ειλικρινέστατα ότι όλοι οι μεγάλοι δογματολόγοι είναι αφανισμένοι. Ποιος ξέρει τον Βικέντιο Δαμοδό, έναν τεράστιο διανοούμενο του 18ου αιώνα; Ούτε ένα έργο του δεν έχει εκδοθεί, 6.000 σελίδες δογματικής. Τώρα βγήκαν δύο τόμοι, κριτική έκδοση και γίνονται προσπάθειες και για τα υπόλοιπα.
 
Αν δείτε την ιστορία της θεολογίας επί τουρκοκρατίας, θα δείτε ότι η συντριπτική πλειοψηφία είναι άνθρωποι οι οποίοι μορφώνονται από τους Ρωμαιοκαθολικούς με μία πολύ συγκεκριμένη διαζευκτική στάση απέναντι στην παράδοση τους. Αντιπαρατίθενται στην παράδοση και απομένουν κάτι Κολυβάδες και αυτοί είναι ελάχιστοι μέσα στους αιώνες, και μόνο στο τέλος της τουρκοκρατίας, τον 17ο – 18ο αιώνα. Τα προηγούμενα χρόνια τι γινότανε; Διεκόπη η συνέχεια. Και στο επίπεδο των Βαλκανίων, χαμός! Έπρεπε να έρθει ο Παΐσιος Βελικόφσκι, τον 16ο - 17ο αιώνα, για να φέρει μερικά κείμενα. Οι άνθρωποι, οι μοναχοί δεν είχαν τίποτα να διαβάσουν για αιώνες! Πού είναι λοιπόν η συνέχεια του Ησυχασμού, που είναι η Φιλοκαλία που βγήκε μόλις τον 19ο αιώνα και δεν τυπώθηκε αμέσως; Εξεδόθη στην Ελλάδα στην Ελλάδα το 1960 από τις εκδόσεις ΑΣΤΗΡ, από τον πατέρα Επιφάνειο Θεοδωρόπουλο.
 
Η Φιλοκαλία που επανακαλύφθηκε από της Ρώσους της διασποράς στη Γαλλία…
 
Ναι, από τους Ρώσους της διασποράς, μα δεν υπήρχαν εκδόσεις. Τη δεκαετία του 60 όχι μόνο η Φιλοκαλία, ούτε η πατρολογία δεν υπήρχε, ούτε ένα αντίτυπο στην ελληνική βιβλιοθήκη. Γενιές θεολόγων βγήκαν χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα όχι από τη Φιλοκαλία αλλά ούτε από τους πατέρες της εκκλησίας, τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Γρηγόριο τον Παλαμά, δεν τους ήξερε κανένας! Όταν ήρθε το 1959 στη Θεσσαλονίκη ο Ρώσος στην καταγωγή πατέρας Γεώργιος Φλωρόφσκι από το Χάρβαρντ και τους είπε «έχετε εδώ κάποιον μεγάλο πατέρα της εκκλησίας που λέγεται Γρηγόριος Παλαμάς», δεν τον ήξερε κανείς και στη συνέχεια ξεκίνησε ο Χρήστου να εκδίδει τα συγγράμματα του Παλαμά τη δεκαετία του 60 και ο τελευταίος τόμος βγήκε το 1995.
 
Μιλάμε για πράγματα που είναι τωρινά και τα οποία δεν έχουν διαβαστεί ακόμη. Δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί, επιμένω σ' αυτό, και κυρίως στην υπόθεση ότι αυτή η συνέχεια που θα μας επέτρεπε να αποδώσουμε τη συμφορά μας δεν υπήρξε, δεν υπήρξε! Διεκόπη απολύτως - για αιώνες!
 
Όλα αυτά, οι σκέψεις των μεγάλων πατέρων, η Φιλοκαλία, πώς μπορούν να επικοινωνηθούν σήμερα; Ιδίως σήμερα, δεδομένου ότι υπάρχει μια απώθηση του πνευματικού.
 
Κοιτάξτε έχω πει και σε μια συνέντευξή μου, που εμπεριέχεται στο τελευταίο μου βιβλίο που δημοσιεύθηκε στα ελληνικά πριν από λίγες ημέρες «Η ιστορία της Αγάπης του Θεού», ότι η θεολογία όταν είναι πραγματική είναι συνταρακτική πάντοτε και για όλους και όταν εμφανίζεται συνεπαίρνει, αλλά πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να το κάνουν αυτό. Δεν το κάνουν αυτό οι επαγγελματίες του Θεού, αλλά αυτοί που είναι πονεμένοι. Μπορούν να το κάνουν και αυτοί που βρίσκονται στους χώρους τους ακαδημαϊκούς και τους θεολογικούς αλλά θα πρέπει να έχουν διανύσει ένα δρόμο υπαρξιακό για να φτάσουν εκεί και η θεολογία τους να προσφέρει εσωτερικό παράδεισο και αυτόν να τον μεταδώσουν προς τα έξω. Το θέμα είναι ότι σήμερα έτσι όπως διεξάγεται η συζήτηση για τα θέματα αυτά είναι υπερβολικά άστοχη με μερικές εξαιρέσεις.
 
«Η εθνική μας κατάθλιψη δεν προέρχεται ούτε από τη Φιλοκαλία, ούτε από τον ησυχασμό…» Μας βάζει η θεολογία μας σε κόντρα με τη Δύση;
 
Να σας πω κάτι δεν είμαι αντιδυτικός καθόλου, προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη Δύση. Η Δύση πήρε το δρόμο της και αν δούμε την ιστορία καταλαβαίνουμε ότι πάντα τα ιστορικά υποκείμενα, πάντα επιβουλεύονται το ένα το άλλο. Αν διάβασε την ιστορία θα δείτε ότι και η Άννα η Κομνηνή στο Βυζάντιο τα ίδια έκανε στους άλλους λαούς. Στη Δύση είχανε φυσικά πρόβλημα, μετά τον Καρλομάγνο ήθελαν την αυτοκρατορία, τη διεκδικούσαν, τα ξέρετε, και πολλά από τα όργανα τα θεολογικά όπως το Filioque, ήταν ένα ιδεολογικό όργανο ουσιαστικά κατά της ιστορικότητας της αυτοκρατορίας. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι πέρα από αυτά υπάρχει μια δυνατότητα γόνιμου διαλόγου. Εγώ αυτό υπηρετώ, γι' αυτό και γράφω στ' αγγλικά αυτήν τη στιγμή, γι' αυτό και μετέχω στους διάλογους με τα άλλα δόγματα. Δεν είμαι κάποιος που είναι κλεισμένος, που φωνάζει κρυμμένος πίσω στα ταμπούρια μας, ή φωνάζει πίσω στη ρωμαίικη καταγωγή μας. Υπάρχει όμως και αυτό από την άλλη, όμως υπάρχει εν διαλόγω.
 
Αν και δεν ξεφύγαμε, να επανέλθουμε πάλι στο θέμα της ταυτότητας. Πώς μπορούμε να ορίσουμε σήμερα την ταυτότητά μας ξεφεύγοντας από τον διχασμό που έχουμε σχετικά με το που ανήκουμε, ποιοι είμαστε;
 
Οι πραγματικές ταυτότητες είναι ταυτότητες πάντοτε εν διαλόγω. Και για να γυρίσω πίσω σ' αυτά που είπα στην αρχή, πρέπει να ξεπεράσουμε όλα αυτό το ψυχαναλυτικό μπουντρούμι της δήθεν χαμένης πληρότητας την οποία κάποιος μας την πήρε και επομένως, πρέπει να είμαστε εχθροί ενάντια σ' αυτόν τον κάποιον, όποιοι και εάν είναι αυτοί, οι Τούρκοι, οι Φράγκοι, όποιος και αν τελοσπάντων. Υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα. Να πω ότι στη φάση της ωριμότητας που βρίσκομαι, της ιστορικής ωριμότητας που πρέπει να είμαστε όλοι μετά απ' όσα τραβήξαμε, να πω λοιπόν ότι η ταυτότητα είναι κάτι το οποίο είναι πραγματικά ένα ιστορικό γεγονός και έρχεται από το μέλλον. Δηλαδή δεν είναι απλά αυτό που μου συνέβη. Προσέξτε, στην κοινή μας λογική φαίνεται ότι ιστορική ταυτότητα είναι αυτό το οποίο συνέβη, οπότε σας βγάζω μια εικόνα του Κολοκοτρώνη, σας τη δείχνω και σας λέω αυτός είμαι εγώ. Αυτή είναι η φανταστική στην πραγματικότητα ταυτότητα. Η πραγματική ταυτότητα είναι αυτή η οποία έρχεται μέσα από το διάλογο με βάση αυτό που υπήρξα, στο τώρα όμως, και έρχεται από το μέλλον, δηλαδή είναι κάτι το οποίο διαμορφώνεται μέσα στην πορεία αυτού του διαλόγου και είναι επερχόμενη πάντοτε.
 
Πώς την προβάλλετε εσείς αυτή την ταυτότητα από το μέλλον; Εξηγήστε μου λίγο…
 
Το μέλλον δεν το ξέρουμε, αλλά σας είπα οι ταυτότητες έρχονται συνεχώς. Δηλαδή η ταυτότητα είναι ένα γεγονός γύρω από έναν πυρήνα και ανανεώνεται συνέχεια, όπως και ο άνθρωπος, όπως και εσείς και εγώ τώρα που μιλάμε, συνεχώς διαμορφωνόμαστε ως προσωπικότητες. Μέσα στο διάλογο που γίνεται, αλλάζουμε. Γίνονται μικρές αλλαγές προσανατολισμού και εμπλουτισμού της ταυτότητας με βάση αυτό που είναι ο καθένας μας. Συναντάς έναν άλλο άνθρωπο και, με βάση το παρελθόν σας, αλλάζετε και αποκτάτε μια νέα ταυτότητα μέσα στη νέα σχέση. Έτσι δημιουργείται ένας μεγάλος έρως ή μία καλή φιλία. Έτσι δημιουργούνται οι ταυτότητες. Οι ταυτότητες λοιπόν δεν είναι μια ανόητη μετάνοια για ό,τι δήθεν στραβό μου συνέβη, ούτε είναι μία κήρυξη πολέμου ενάντια στον αποδιοπομπαίο τράγο ή επειδή είμαστε καταθλιπτικοί στην Ελλάδα ενάντια στον εαυτό μας. Γίνεται με την ανάπτυξη γόνιμων στοιχείων και τον διάλογο με τον άλλον, εδώ και τώρα με τον Άγγλο, τον Γάλλο, τον Γερμανό…
 
Χρειάζονται όμως κάποιες προϋποθέσεις και ορισμένα ψυχοδιανοητικά εργαλεία για να μπορέσεις να κάνεις τη συζήτηση με τον άλλον.
 
Όχι, δεν χρειάζεσαι ψυχοδιανοητικά εργαλεία, γίνεται σε πολλά επίπεδα ο διάλογος. Μπορεί να γίνει διάλογος κουλτούρας, διάλογος συνηθειών, γίνεται με αυτό που συμβαίνει με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που έρχονται εδώ και τους περιθάλπουν οι Έλληνες. Είναι ένας διάλογος πολιτισμών, μια απλή πράξη, αυτό που προσπαθώ να κάνω στο Κέιμπριτζ και αλλού και όχι μόνο εγώ αλλά και άλλοι και αυτός ένας διάλογος είναι. Αυτού του είδους οι διάλογοι δίνουν ταυτότητα και ισχυρή ταυτότητα μάλιστα. Εγώ την έχω ζήσει αυτήν τη χαρά που σας περιγράφω. Ξέρετε τι φοβερό είναι να γίνεσαι απαραίτητος σε ένα διάλογο, να σου λέει ο άλλος μου είσαι πολύτιμος με αυτά που μου λες ή από αυτά που βγαίνουν από τη δική σου παράδοση και να σου πει και ο άλλος τι έχει; Αυτό είναι ισχυρή ταυτότητα μέσα στο τώρα και αυτό είναι που δεν κάνει αυτή η ομάδα που είναι πέριξ του κύριου Ράμφου, η οποία θεωρεί ότι για να κάνεις διάλογο πρέπει να εγκαταλείψεις αυτό που υπήρξες, διότι ήταν όλο λάθος και να τρέχεις πίσω από την ωραία ερωμένη σου ας πούμε, η οποία θα σε περιφρονεί γιατί δεν έχεις εαυτό. Ποια ωραία γυναίκα ή ποιος ωραίος άντρας αγάπησε κάποιον που λέει ότι δεν υπάρχω, δεν είμαι τίποτα, υπάρχω μόνο επειδή με κοιτάς εσύ;
 
«Οι πραγματικές ταυτότητες είναι ταυτότητες πάντοτε εν διαλόγω. Και για να γυρίσω πίσω σ' αυτά που είπα στην αρχή, πρέπει να ξεπεράσουμε όλα αυτό το ψυχαναλυτικό μπουντρούμι της δήθεν χαμένης πληρότητας την οποία κάποιος μας την πήρε και επομένως, πρέπει να είμαστε εχθροί ενάντια σ' αυτόν τον κάποιον, όποιοι και εάν είναι αυτοί, οι Τούρκοι, οι Φράγκοι, όποιος και αν τελοσπάντων»
Πώς φτάνουμε σε αυτό το σημείο, πώς πάμε στο επόμενο επίπεδο χωρίς να περάσουμε από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή, καθώς όπως είπατε είμαστε σε κατάθλιψη και λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ο λόγος στην Ελλάδα είναι διχαστικός τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και σε επίπεδο λαού;
 
Εγώ δεν προσφέρω ψυχαναλυτική θεραπεία, η ψυχανάλυση βοηθάει μόνο στη διαπίστωση. Η λύση η οποία προσφέρουμε είναι λύση πολιτισμού, λύση παιδείας. 
Σας λέω ειλικρινά ότι σ' αυτό το επίπεδο του πολιτισμού, της κοινωνίας των ιδεών, της επιστήμης σήμερα, ο ελληνισμός θάλλει. Υπάρχουν Έλληνες του εξωτερικού που έχουνε διαπρέψει, είναι άπειροι, πρόκειται για έναν τεράστιο αριθμό, είναι πάρα πολλοί, όλοι αυτοί. Δεν προέρχονται από αυτόν εδώ τον τόπο; Δεν έχουν την ασθένεια αυτή που περιγράφει ο κύριος Ράμφος και η παρέα του; Πώς την ξεπέρασαν και έγιναν τόσο δημιουργικοί. Την ξεπέρασαν επειδή έφτυσαν τον εαυτό τους κατάμουτρα;
 
Όχι, αλλά μπορεί να έφτυσαν αυτόν εδώ τον τόπο κατάμουτρα και να τα κατάφεραν…
 
Ακούστε κάτι και εγώ έχω φύγει και έχω φύγει άπειρες φορές, αλλά ξαναγυρίζω συνέχεια. Δεν έφτυσαν τον εαυτό τους απλά βρήκαν τα δημιουργικά εκείνα στοιχεία τα οποία είχαν πάρει από τον τόπο αυτό, απλό είναι…
 
Σας λέω ειλικρινά ότι από ψυχολογικής πλευράς αυτοί που αισθάνονται χωρίς πατρίδα δεν είναι καθόλου δημιουργικοί, έχουν κατάθλιψη. Οι Έλληνες που είναι έξω και πάρα πολλούς από αυτούς τους γνωρίζω και προσωπικά, είναι άνθρωποι που έκαναν αυτό που λέμε. Πήραν τα πολλά δημιουργικά στοιχεία, ενός πολύ δημιουργικού λαού, που ήταν αυτός εδώ και είναι ακόμη και τα έφεραν αυτά τα πράγματα σε μία γόνιμη συζήτηση με ό,τι βρήκαν έξω και κόλλησαν και δημιούργησαν και μεγαλούργησαν. Όχι επειδή έφτυσαν από πάνω τους αυτό που ήταν τελείως, γιατί σας είπα στην αντίθετη περίπτωση θα είχαν κατάθλιψη αυτοί άνθρωποι.
 
Δημιουργικός γίνομαι όταν συναντήσω κάποιον που γονιμοποιεί αυτό που είμαι. Δημιουργικός δεν είμαι όταν συναντήσω κάποιον ο οποίος απορρίπτει αυτό που είμαι, ή όταν, εξαιτίας του, αναγκάζομαι να απορρίψω αυτό που είμαι. Δημιουργικός γίνομαι όταν διαλέγομαι με κάτι το οποίο βαθύτερα μέσα μου έχω και είμαι, ό,τι καλύτερο έχω.
 
«Δημιουργικός γίνομαι όταν συναντήσω κάποιον που γονιμοποιεί αυτό που είμαι. Δημιουργικός δεν είμαι όταν συναντήσω κάποιον ο οποίος απορρίπτει αυτό που είμαι, ή όταν, εξαιτίας του, αναγκάζομαι να απορρίψω αυτό που είμαι. Δημιουργικός γίνομαι όταν διαλέγομαι με κάτι το οποίο βαθύτερα μέσα μου έχω και είμαι, ό,τι καλύτερο έχω»
Σήμερα θα χρειαζόμασταν ανθρώπους οι οποίοι να μας λένε αυτά που συζητάμε τώρα. Το πόσο σημαντική υπήρξε αυτή η κληρονομιά, το πόσο σημαντικά πράγματα έγιναν στη βυζαντινή κοσμόπολη, το πόσο σημαντικά ήταν τα κατορθώματά που συνέβησαν στον ελληνικό κοσμοσύστημα και αυτά τα πράγματα να τα φέρουμε σε ώριμο διάλογο με αυτό που γίνεται σήμερα, τι πιο απλό και στη συνέχεια να τα αξιοποιήσω και στη δική μου πρακτική. Η χειρότερη υπηρεσία που μπορούμε να προσφέρουμε σ' αυτόν τον τόπο, αυτή τη στιγμή, είναι το να πείσουμε τους τραυματισμένους συνανθρώπους μας και συμπολίτες μας ότι δικαίως είναι τραυματισμένοι γιατί είναι και βλαμμένοι μαζί. Να τους πούμε ότι επειδή ανήκουν στο χώρο αυτό είναι κουτσουρεμένοι και ανάπηροι. Ε, λοιπόν δεν είναι! Είναι ακριβώς το αντίθετο!
 
Γι’ αυτό και έξω οι Έλληνες διαπρέπουν παντού, έχω μεγάλο επιχείρημα στο θέμα αυτό. Όλοι οι Αμερικανοί φοιτητές μου που κατά καιρούς έχω και είναι πολλοί θεωρούν τους Έλληνες ότι είναι ικανή ράτσα.
 
Σε συνομιλία μου με την κα Αρβελέρ, πριν από εσάς, εξέφρασε την ελπίδα της στους νέους εκείνους που είναι μορφωμένοι αλλά δεν ξέρουν ιστορία γιατί είναι λευκή σελίδα και μπορούν να μας πάνε αλλού.
 
Δεν κατάλαβα, η κυρία Αρβελέρ υμνεί τους νέους που δεν ξέρουν ιστορία; Δηλαδή δεν μου λέτε, ο νέος ενός άσημου και άγνωστου κεντροαφρικανικού κράτους είναι το ίδιο πράγμα με τον Έλληνα νέο; Ντρέπομαι ειλικρινά, ντρέπομαι, ντρέπομαι…Σας είπα είναι αυτή η απίστευτη συλλογική κατάθλιψη που μας έχει καταλάβει. Πριν από λίγο καιρό μιλούσα με έναν φίλο, Έλληνα του εξωτερικού που έχει διαπρέψει και μου έλεγε ότι ακόμα στην εποχή της κρίσης η Ελλάδα έχει επίπεδο ζωής και σχέσεων καλύτερο απ’ ό,τι στη Δύση. Ο συγκεκριμένος ζει σε μια από τις οκτώ πλουσιότερες χώρες της Δύσης. 
Ειλικρινά σας μιλάω, εδώ και χρόνια περνώ μήνες στο εξωτερικό και έτσι έχω ακούσει πάρα πολύ πετυχημένους Έλληνες να λένε «αχ να ξέρανε οι Έλληνες τι έχουν στα χέρια τους, αχ να ξέραμε τι έχουμε στα χέρια μας! Φεύγουμε μετά και δεν μπορούμε να το δείξουμε αυτό».
 
Τι έχουμε στα χέρια μας, πείτε μου σας παρακαλώ τι έχουμε στ' αλήθεια...
 
Έχουμε ακριβώς τα κατάλοιπα, που είναι πολύ σοβαρά, μιας κοινωνικότητας πολύ σοβαρής, μιας εκκλησιαστικής ζωής και μιας ενορίας η οποία ακόμα λειτουργεί, μιας πνευματικότητας που είναι πάρα πολύ ανθρώπινη και πάρα πολύ ελεύθερη, μιας κατάφασης στο σώμα και στην υλικότητα και στην ιστορία, μια τελείως μη νομική εκδοχή των σχέσεων μετά του Θεού, μη νομικίστικη και μη ηθικιστική και την παράδοση μιας φοβερής γλώσσας η οποία ακόμα και στην αρχαία εκδοχή της είναι δημιουργική, γιατί συνεχώς όλοι οι νέοι όροι είναι στα αρχαία ελληνικά. Πάρτε, για παράδειγμα, τη λέξη αεροδρόμιο, ή τη λέξη τηλεόραση, παίρνουμε αρχαίες ελληνικές λέξεις για να εκφράσουμε πολύ σημερινά και σύγχρονα πράγματα. Θυμάμαι όταν ήμουν στη Γαλλία μου απαριθμούσαν χιλιάδες ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους γλώσσα.
 
Κι εμένα μου εξηγούσαν, επίσης, στη Γαλλία από πού προκύπτει η λέξη ενθουσιασμός, από το ένθεος μου έλεγαν και ήταν περήφανοι που το ήξεραν.
 
Μα βέβαια, τεράστιος πλούτος! Η μεγαλύτερη έκπληξη των ξένων φοιτητών που μαθαίνουν ελληνικά είναι όταν συνειδητοποιούν πόσες ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούν, χωρίς να το ξέρουν. Ο Καστοριάδης, λοιπόν, ένας άλλος μεγάλος Έλληνας, που εκτιμούσε όμως την ελληνική του ρίζα πάρα πολύ, έλεγε ότι ο δυτικός κόσμος είναι ελληνοδυτικός κόσμος, όπως και είναι. Η Δύση είναι βαθύτατα ελληνική και εάν εδώ είναι Ανατολή είναι Ανατολή της Δύσης, το τονίζω αυτό. Επομένως η Ελλάδα είναι παρούσα σε κάθε βήμα και σε κάθε εκατοστό και σε κάθε επιστήμη και σε κάθε θεσμό στον δυτικό χώρο, είναι δική μας η Δύση τελείως, με την καλή έννοια. Γιατί όλη αυτή η άγνοια της ιστορίας; Και γιατί η ιστορία του τόπου αυτού είναι τόσο χειρότερη απ’ όλες τις άλλες ιστορίες, τις οποίες εγώ θα τις χαρακτήριζα πολύ φριχτότερες; Να σας πω κάτι; Θαυμάζουμε αυτό το υπερ-εξειδικευμένο υποκείμενο, αυτό το Εγώ, το οποίο δεν το θαυμάζει κανένα σοβαρός άνθρωπος στη Δύση. Αυτό όμως δημιούργησε συνεχείς ιστορικές συγκρούσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι δυτικές αυτοκρατορίες, όλες, ουδεμίας εξαιρουμένης, ήταν αποικιακές αυτοκρατορίες, πηγαίνανε και αρπάζανε τα πράγματα των άλλων λαών και τελικά με βίαιο τρόπο κάποια στιγμή τους πέταξαν έξω με κλωτσιές και γροθιές. Λοιπόν αυτά τα μοντέλα βασίζονται στον συλλογικό ατομικισμό. Είναι αυτά μοντέλα στα οποία πρέπει να προσχωρήσουμε για να βρούμε τι; Το κακό τέλος που βρήκαν αυτοί που τα κάνανε;
 
Και το πληρώνουν ακόμη...
 
Ναι και το πληρώνουν ακόμη και δεν μπορούν να συνέλθουν ακόμη ιστορικά. Γιατί πραγματικά να μην κάνουμε ένα βήμα και να βρεθούμε δίπλα τους, ή μπροστά με την παράδοση την οποία έχουμε, δουλεμένη όμως με σημερινό τρόπο; Λυπάμαι που αυτά τα πράγματα που λέμε είναι τόσο δύσκολο να γίνουν κατανοητά. Εν τω μεταξύ σήμερα ο ατομικισμός έχει περάσει σε άλλη φάση, έχει περάσει σε φάση ναρκισσισμού, η επανάσταση του οτιδήποτε. Είναι ένα βούλιαγμα μέσα στην επιθυμία του «εγώ θέλω» και η σχολή της Φραγκφούρτης έχει δείξει με μεγάλη ακρίβεια το πώς έγινε. Θα χρειαζόταν μια δεύτερη συνέντευξη γι’ αυτό το ζήτημα. Όπως και να έχει, αυτό παράγεται μέσα από μια διαδικασία και είναι παγκόσμιο γεγονός, δεν είναι στην Ελλάδα μόνο. Αυτά τα θέματα θα ήθελα να κουβεντιάζουμε με τους Έλληνες συναδέλφους μου.
 
Επαναφέρετε την παράδοση. Πριν μου είπατε για το πώς λείπει από εμάς ο ηθικισμός και ο νομικισμός. Κι όμως η εκκλησία, που είναι φορέας μιας παράδοσης, δεν μπορεί να πείσει γι’ αυτά τα ζητήματα τον κόσμο, αδυνατεί να ακουμπήσει τις καρδιές των ανθρώπων...
 
Κοιτάξτε κάτι, όταν η επίσημη εκκλησία, οι κορυφές της, είναι τελείως υπόλογες σε αυτήν την αντιθεολογία του ηθικισμού που πέρασε μέσα από τις οργανώσεις και επεβλήθη για δύο τρεις γενιές… Αυτά θα αλλάξουν όταν φύγουν αυτοί από τη μέση και έρθουν άλλοι άνθρωποι που μιλάνε τη γλώσσα που μιλάμε εμείς τώρα. Και υπάρχουν ήδη αυτοί οι άνθρωποι, είναι ιερωμένοι, είναι συγγραφείς. Δεν θέλω να πω ονόματα γιατί θα αποκλείσω άλλους. Όμως σας είπα η καταθλιπτική αυτή αντίδραση είναι καταστροφική. Αυτή τη στιγμή ο τόπος αυτός καταστρέφεται από κατάθλιψη.
 
Προτάσσετε στα γραπτά σας και στους λόγους σας την έννοια ευχαριστιακός. Θα μπορούσε να είναι το αντίδοτο σε αυτή την κατάθλιψη. Ωστόσο, πώς εξηγείτε αυτή την έννοια σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με αυτό τον θεολογικό όρο;
 
Ευχαριστηριακός σημαίνει διαλογικός, σημαίνει ότι ο Θεός με παίρνει τόσο πολύ στα σοβαρά ώστε μου δίνει έναν πλήρη εαυτό και τη δυνατότητα να του απαντήσω και περιμένει. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, χθες τον γιορτάζαμε (21 Ιανουαρίου) είναι ο πατήρ της Δύσης, είναι αυτός που γέννησε πραγματικά τη Δύση.
 
Αλήθεια, για εξηγήστε μου…
 
Έχετε ακούσει για την αγία ελευθερία της βουλήσεως; Είναι γέννημα θρέμμα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, γεννήθηκε εδώ σε αυτό τον τόπο και αυτή. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής ήταν άνθρωπος του βασιλέως Ηρακλείου και μετά έγινε μοναχός και ο μεγαλύτερος πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας, Δύσης και Ανατολής. Εγώ είμαι ειδικός στον Άγιο Μάξιμο τον Θεολόγο και πρέπει να σας πω ότι κάθε χρόνο έχουμε και ένα διεθνές συνέδριο, φέτος είχαμε στην Οξφόρδη, πέρυσι είχαμε στο Βερολίνο, πρόπερσι είχαμε στο Ελσίνκι και πάει λέγοντας… Για ποιον λόγο νομίζετε; Γιατί έχουμε λαμπρούς Μαξιμολόγους σε όλες τις μεγάλες δυτικές χώρες; Διότι είναι ο συγγραφέας που μίλησε για τον άνθρωπο με τον πιο μοντέρνο τρόπο. Μίλησε για το όλον αυτού, το οποίο παραπέμπει σε πολύ σημερινά πράγματα, ή για τη θεολογία των λόγων των όντων, δηλαδή οι προτάσεις οι δημιουργικές του Θεού στον κόσμο με τις οποίες εξηγεί τη δημιουργία. Γιατί λόγος στα ελληνικά σημαίνει πάντα διάλογος. Σου μιλάω σημαίνει, σου λέω και μου λες. Διαλογική αμοιβαιότητα, όπως την αποκαλώ σε ένα από τα βιβλία μου και σημαίνει ότι είναι ο άνθρωπος παρών, έχοντας έναν εαυτό, μιλώντας στο Θεό όπως και ο Θεός μιλάει σε αυτόν, και τελικά η δημιουργία του ανθρώπου, όπως και του κόσμου, είναι κάτι που συνεχίζεται και είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς με τη δική μου συμμετοχή.
 
Προτείνω στον Θεό και μιλάω στον Θεό και μου απαντά ο Θεός και με τον τρόπο αυτό υπάρχει μια συνεργασία αγαπητική και δημιουργώ έναν εαυτό, έναν κόσμο, μια πατρίδα και έναν τόπο. Αυτού του είδους τα ανοίγματα είναι που κάνει, μαζί με την ελευθερία της βουλήσεως. Ο Μάξιμος είναι ο πατέρας της θεολογίας των δύο θελημάτων, πατέρας της έκτης οικουμενικής συνόδου. Είναι ο άνθρωπος που μίλησε για την ακεραιότητα του φυσικού θελήματος και έδειξε ότι χωρίς ελεύθερο θέλημα μια λογική ουσία στη ζωή είναι ανύπαρκτη. Αυτό με αφορμή τη χριστολογία ενάντια στον μονοθελητισμό της εποχής. Πλην όμως αυτό αποτέλεσε το έναυσμα, το αναγνωρίζουν οι πάντες δεν είναι δική μου ανακάλυψη, ότι η ελευθερία της βουλήσεως ως συστατικό του ανθρώπου στη Δύση κατάγεται από τον Μάξιμο τον Ομολογητή.
 
Γιατί όλα αυτά τα στοιχεία, ξαναέρχομαι στο αρχικό ερώτημα, να μην αξιοποιηθούν δημιουργικά και να μην έχουν να κάνουν με την παιδεία, που όλη μας η παιδεία είναι μία άρνηση, είναι μία τεράστια εκχώρηση; Όλοι έχουν δίκιο στην Ελλάδα, εκτός από τους Έλληνες. Όπως έλεγα πρόσφατα σε κάτι φίλους ξένους, η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που ξέρω, διότι εάν για παράδειγμα ήμασταν Γάλλοι και λέγαμε τα αντίστοιχα που λέμε εδώ για την ιστορία της χώρα μας, θα μας κρέμαγαν. Εδώ η αυτοσυνειδησία είναι καταθλιπτική. Βρίσκεται σε συλλογική νευρωτική κατάθλιψη αυτός ο λαός, γι' αυτό και ο αποδιοπομπαίος τράγος δεν είναι εκτός όπως είναι στους άλλους λαούς, είναι εντός, είμαστε εμείς οι ίδιοι και λυπάμαι που το λέω αυτοί οι διανοούμενοι που τους ονομάσαμε πολλές φορές σήμερα και συνεχίζουν αυτό του είδους την κατάθλιψη δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πόσο κακό κάνουν. Είναι στην κυριολεξία η τελική καταδίκη, δε φτάνει που είσαι άρρωστος σε καθιστούν και υπεύθυνο της αρρώστιας σου και σου λένε δεν μπορείς να μην είσαι άρρωστος, γιατί κατάγεσαι από μια οικογένεια αρρώστων.
 
Μπορούμε να βγούμε από αυτό;
 
Εάν δεν βγούμε εμείς, θα βγούνε άλλοι. Ο ελληνισμός είναι παγκόσμιο γεγονός. Εγώ είμαι έξω από αυτά που λέμε τώρα. Εσείς μείνετε μέσα (γέλια). Εγώ νιώθω υπέροχα, δεν έχω κανένα πρόβλημα και δεν είμαι ο μόνος.
 
Ναι, όμως όπως είπατε μέσα σε αυτό βρίσκεται η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό δεν σας ενοχλεί;
 
Δεν είναι όλοι. Αυτοί που έχουν καταλάβει λίγο βαθύτερα τα πνευματικά πράγματα, νιώθουν άρχοντες. Οι μόνοι άνθρωποι που είναι υγιείς στην Ελλάδα σήμερα είναι όσοι, ως χριστιανοί ορθόδοξοι, έχουν εμβαθύνει στο θέμα αυτό και νιώθουν ευτυχισμένοι και εξακολουθούν να έχουν αισιοδοξία.
 
Μήπως μιλάτε για ανθρώπους οι οποίοι έχουν θωρακιστεί ψυχολογικά με την εκκλησία;
 
Όχι, δεν μιλώ γι’ αυτούς που έχουν θωρακιστεί ψυχολογικά. Αυτοί ούτως ή άλλως δεν μας ενδιαφέρουν, γιατί δεν λαμβάνουν μέρος στην ιστορία. Ούτε βέβαια και αυτοί που θεωρούν ότι ως ορθόδοξοι είναι ενάντια και έξω και απέναντι σε όλους, αν και υπάρχουν και μερικοί διανοούμενοι, στον δημόσιο χώρο που είναι καταγγελτικοί και λένε ότι φταίει η Δύση για όλα κτλ… Και αυτό το σύμπτωμα καταθλιπτικό είναι, απλά η κατάθλιψη για να μη σε κυριαρχήσει την πετάς λιγάκι στον άλλο (γέλια)! Από την άλλη αυτό ψυχολογικά είναι καλύτερο από το να θεωρείς τον εαυτό σου τον μοναδικό υπεύθυνο και να μην έχεις καμία διέξοδο από το να γίνεις ο άλλος. Εδώ αν τους αφήνανε τους Έλληνες, όπως έχουν καταντήσει, θα γινόντουσαν άλλοι Τούρκοι, άλλοι Γάλλοι, Άγγλοι…
 
Όλα αυτά έχουν σοβαρό αντίκτυπο στα νέα παιδιά…
 
Ξέρετε τα παιδιά έξω τι τραβάνε; Εάν πάτε στην μητρόπολη στην Αγγλία θα δείτε έναν τεράστιο αριθμό νέων ανθρώπων και θα απορήσετε. Θα πείτε τι γίνεται εδώ, είναι όλοι Έλληνες, νέοι. Ξέρετε, οι φοιτητές μας ετοιμάζονται όλοι για να φύγουνε. Όμως δεν φεύγει κανείς από το σπίτι του επειδή είναι φτωχό, από το σπίτι του φεύγει διότι δεν αξίζει το σπίτι, η οικογένεια του. Αυτή η τάση φυγής που έχει καταλάβει τους Έλληνες, τους νέους, δεν προέρχεται τόσο από τη δυσκολία ευρέσεως εργασίας ή μόνο από αυτή, αλλά και από την ενδότερη πεποίθησή τους ότι όλα όσα συμβαίνουν εδώ, είναι όλα άρρωστα και όλα κατεστραμμένα. Αυτός ο λαός πάει για αυτοαφανισμό και πάνε έξω και κάποια στιγμή δοκιμάζουν οδυνηρές εκπλήξεις και φτάνουν να πούνε, κάτσε δεν είναι αυτό το πράγμα που νομίζαμε ότι είναι εδώ. Νόμιζαν ότι έξω θα βρουν ένα παράδεισο αξιοκρατίας, καθαρών θεσμών, τέλειων ανθρώπων και βλέπουν την ίδια μιζέρια, ακόμη πιο βαθιά και μεγαλύτερη, τρομακτική, θα έλεγα, όσον αφορά στις σχέσεις. Ξέρετε, στην Αγγλία οι άνθρωποι ονομάζουν κατάθλιψη την αδυναμία να συνομιλήσουν μεταξύ τους και υπάρχουν άνθρωποι που έχουν 40 χρόνια να μιλήσουνε με κάποιον.
 
Ο θεσμός έξω λειτουργεί αποτελεσματικά γιατί τον έφτιαξαν κάποτε μαζί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμψυχώνεται πια από ζωντανές υπάρξεις οι οποίες περνάνε καλά. Υπάρχει τεράστια καχυποψία σε όλα τα επίπεδα, τα πανεπιστήμια τους τσακίζουν, τους απορροφούν και την παραμικρή ικμάδα, άγριος καπιταλισμός, ανθρωπιά πουθενά, η παραμικρή έστω! Μόνο όσο ο θεσμός στο επιτρέπει και ο νόμος και μετά από λίγο, έπειτα από μερικά χρόνια, το 'χω ακούσει άπειρες φορές, λένε μα «τι συμβαίνει επιτέλους, μα τι γίνεται, γιατί φύγαμε, τι είναι αυτό που βρήκαμε εδώ;» και θέλουν να γυρίσουν πίσω. Είναι κάτι σαν το μύθο του σπηλαίου που βγαίνει κάποιος έξω στο φως, βλέπει πράγματα, εν τω μεταξύ έχει τυφλωθεί από το φως, δηλαδή την αλήθεια, και όταν πάει να τους τα πει κάτω, δεν τον πιστεύουνε, του λένε «άντε από δω πέρα! Δεν βλέπεις τίποτα μπροστά σου, δεν βλέπεις τα χάλια μας;»
 
Δηλαδή πιστεύω ότι οι μεγάλοι εθνικοί αναμορφωτές αυτού του τόπου θα είναι εκείνοι που θα ελευθερώσουν αυτό τον τόπο από την κατάθλιψη του, θα τον βοηθήσουν να ελευθερωθεί από την κατάθλιψη και αυτοί θα είναι οι μεγάλοι δάσκαλοι και οποίοι θα τον βοηθήσουν να στραφεί προς όλα τα πολλά θετικά στοιχεία τα οποία κουβαλά μέσα του αυτός ο λαός, μέσα στην παράδοση του και με τον τρόπο αυτό να ανοιχτεί θετικά στον άλλον με εμπιστοσύνη.
 
Ένας Αμερικανός φοιτητής μου πριν από χρόνια, ο οποίος ανακάλυψε την ορθοδοξία, μου είπε το εξής, θα σας το πως όπως μου το είπε. Ήρθε και προσκολλήθηκε σε εμένα, έκανε ένα διδακτορικό μαζί μου, και μου λέει «Θέλετε να σας πω γιατί ήρθα σε σας;» Ρωτάω: «Γιατί;» και μου απαντά: «Πήγα στη θεολογική εδώ, στη Θεσσαλονίκη και συνάντησα καθηγητές οι οποίοι με κοιτάγανε με δέος, με σαφές κόμπλεξ κατωτερότητας, με θαυμάζαν, με ζηλεύαν που ήμουν Αμερικανός. Εγώ ήρθα εδώ για να μάθω από αυτούς. Ενώ εσείς με κοιτάξατε σαν ίσος προς ίσο». Καταλάβατε τι εννοώ;
 
Μπορεί κανείς να βοηθήσει αυτόν το λαό να κοιτάξει τους άλλους όχι σαν κατώτερος, όχι σαν ανώτερος, όχι σαν διαμαρτυρόμενος, όχι σαν δούλος, όχι ως αδικημένος, αλλά ως ίσος και να πάρει και την ευθύνη των λαθών του ταυτόχρονα, γιατί ο ίσος, είναι και λεβέντης, παίρνει και ευθύνη. Ξέρετε κάτι; Υπάρχουν πολλοί στην Ευρώπη που θα το εκτιμούσαν αυτό πάρα πολύ σε όλα τα επίπεδα. Αλλά τι να πω; Το παράπονό μου με τον Ράμφο και τους άλλους είναι ότι έχουν χάσει την επαφή με τη Δύση.
 
Γενικότερα πιστεύω ότι αυτά τα ζητήματα συζητιούνται με όρους περασμένων δεκαετιών.
 
Ναι, γίνεται με όρους περασμένων δεκαετιών και πρόκειται για έναν διάλογο που δεν βγάζει πουθενά. Δεν ξέρω εάν παρακολουθούν καν τι συμβαίνει στη Δύση σήμερα. Δεν ξέρω εάν διαβάζουν αυτά που βγήκαν στη Γαλλία πριν από δύο μήνες. Να μιλάμε με το σήμερα, το σήμερα παρακαλώ! Μπορούμε να το βάλουμε αυτό σε έναν λογαριασμό; Και στα θεολογικά πράγματα, υπήρχαν Έλληνες αντικαθολικοί θανατεροί και από την άλλη άνθρωποι που είναι τελείως υποτεταγμένοι και με διάθεση υποταγής, το έχω ονομάσει σε ένα αγγλικό μου κείμενο ως cultural submission, είναι πολιτιστική υποταγή και είναι εύκολοι να ακούσουν τι θα πει ο άλλος, επειδή είναι ο άλλος. Στάσου λίγο, έχει και αυτός τα βάσανά του, δες τον από μέσα…Αυτά είναι όλα συμπτώματα τα οποία, όπως σας είπα αφορούν ουσιαστικά στην αδυναμία του Έλληνα να φτιάξει ταυτότητα. Διότι αν κάνουμε αυτό που λένε αυτοί οι κύριοι, δεν πρόκειται να αποκτήσουμε καμία ταυτότητα. Αντίθετα είναι μια προσπάθεια να τρέξεις πίσω από κάποιον που έχει κατά τη γνώμη σου τη ζωή στο χέρι, όπως κάτι ελληνικές ταινίες του παρελθόντος που μας κάνανε και γελάγαμε και κλαίγαμε ταυτοχρόνως και στο τέλος θα φας μία γερή κλωτσιά και θα περάσεις οριστικά στο περιθώριο. Εκτός αν είσαι ένας ευτυχισμένος δούλος και γυαλιστής υποδημάτων. Δεν πρόκειται να σε εμποδίσει κανένας να το κάνεις αυτό και να υποδέχεσαι εδώ τους τουρίστες που έρχονται να ξεκουραστούν από τον μόχθο του καπιταλισμού τους.

H συνέντευξη δόθηκε στον Δημοσθένη Γκαβέα στην Huffington Post 
στα πλαίσια του αφιερώματος “Η ελληνική ταυτότητα σήμερα“.
  
 * π. Νικόλαος Λουδοβίκος είναι Καθηγητής δογματικής και φιλοσοφίας και διευθυντής θεολογικών και ιερατικών σπουδών στην ανώτατη εκκλησιαστική ακαδημία Θεσσαλονίκης και επισκέπτης καθηγητής στο ορθόδοξο ινστιτούτο του Κέιμπριτζ εις το πανεπιστήμιο Γουίντσεστερ. Έχει σπουδάσει ψυχολογία, παιδαγωγική, θεολογία και φιλοσοφία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Παρίσι (στην Σορβόνη -Paris IV, και στο Καθολικό Ινστιτούτο του Παρισίου) και το Κέμπριτζ

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα


Ἡ πνευ­μα­τι­κή ζω­ή εἶ­ναι ζω­ή γιά ὅ­λους ἤ γιά λί­γους ἐ­κλε­κτούς; Μπο­ρεῖ νά ἀ­φο­ρᾶ ἀν­θρώ­πους τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ἁ­πλούς ἤ ἀ­πευ­θύ­νε­ται μό­νο σέ ὅ­σους ἀ­φι­ε­ρώ­νουν τήν ὕ­παρ­ξή τους ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο στόν Θε­ό; Γί­νε­ται νά ζεῖς πνευ­μα­τι­κά ὅ­ταν τό μυα­λό σου βα­σα­νί­ζουν βι­ο­τι­κές μέ­ρι­μνες καί ἡ ψυ­χή σου βα­ραί­νει ἀ­πό τόν μό­χθο καί ἀ­πό μιά ἀ­φό­ρη­τη ρου­τί­να; Ὑ­πάρ­χει πνευ­μα­τι­κή ζω­ή ὅ­ταν δέν ἔ­χεις χρό­νο νά με­λε­τή­σεις οὔ­τε τήν Ἁγία Γρα­φή, ὅ­ταν δέν βρί­σκεις ἕ­ναν ἐ­λά­χι­στο χρό­νο ἡ­συ­χί­ας νά στο­χα­στεῖς γιά νά μπο­ρέ­σεις ἔ­στω νά ἐ­πι­θυ­μή­σεις τήν συ­νάν­τη­ση μα­ζί Του; Κι ὅ­ταν γιά πρα­κτι­κούς λό­γους δέν μπο­ρεῖς νά βρε­θεῖς οὔ­τε στό μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐχαριστίας πα­ρά μό­νο τά τε­λευ­ταῖ­α λε­πτά;



Ἡ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μοιά­ζει πολ­λές φο­ρές μέ φορ­τί­ο δυ­σβά­στα­χτο, πού τρα­βά­ει τόν ἄν­θρω­πο τόν πλα­σμέ­νο γιά νά κοι­τά­ει κα­τά τόν οὐ­ρα­νό, βα­θιά μέ­σα στό χῶ­μα. Οἱ μέ­ρι­μνες γί­νον­ται θη­λιά πού πνί­γει κά­θε προ­σπά­θεια τῆς ψυ­χῆς νά κερ­δί­σει τήν ἀ­νά­σα της. Καί ὁ χρό­νος τρέ­χει βι­α­στι­κός καί μᾶς πα­ρα­σέρ­νει ὁρ­μη­τι­κά μα­ζί του στήν σπα­τά­λη τῆς πο­λύ­τι­μης ζω­ῆς μας μέ­χρι τήν στιγ­μή πού παίρ­νου­με τήν γεν­ναί­α ἀ­πό­φα­ση νά τόν στα­μα­τή­σου­με! Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τό στα­μά­τη­μα τοῦ χρό­νου σέ μι­κρές στιγ­μές φω­τός, πού γί­νον­ται αἰ­ώ­νι­ες μό­νο καί μό­νο ἐ­πει­δή νι­ώ­σα­με ἐ­λεύ­θε­ροι ἀ­πό ἄγ­χη καί φό­βους, ἐ­πει­δή ἀ­φε­θή­κα­με νά τίς ζή­σου­με ἤ ἄλ­λες στιγ­μές πού χω­ρίς νά ξέ­ρου­με για­τί, νι­ώ­θου­με νά μᾶς χα­ρί­ζον­ται; Ὅ­πως ἕ­να κοί­ταγ­μα στήν ἀ­να­το­λή τήν ὥ­ρα πού βά­φει μέ ρόζ τό γα­λά­ζιο. Ἤ τό συ­να­πάν­τη­μα μέ τά γε­λα­στά μά­τια κά­ποι­ου ἄλ­λου. Μιά ἀγ­κα­λιά ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ πού πε­ρι­έ­χει μέ­σα της ὅ­λη τήν τρυ­φε­ρό­τη­τα καί τήν ἀ­γά­πη. Ἤ ἀ­κό­μα ἕ­να προ­στα­τευ­τι­κό Του βλέμ­μα σέ μιά ἀ­γα­πη­μέ­νη μας ἁγιογραφία, πού τό νι­ώ­θου­με νά μᾶς συν­τρο­φεύ­ει μυ­στι­κά ὅ­που κι ἄν εἴ­μα­στε… 



Εἶ­ναι τό­σα πολ­λά ὅσα δέν μᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦν στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Πράγ­μα­τα πού κά­νου­με για­τί πρέ­πει, για­τί δέν τά ἐ­πι­λέ­ξα­με συ­νει­δη­τά, για­τί δέν εἴ­χα­με τήν ὡ­ρι­μό­τη­τα νά ξέ­ρου­με ποι­οί εἴ­μα­στε καί τί μᾶς ται­ριά­ζει, για­τί ὄν­τας ἐ­νή­λι­κες ἔ­χου­με ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, για­τί συ­να­να­στρε­φό­μα­στε μέ ἀν­θρώ­πους ὑ­πό συν­θῆ­κες πού κα­νο­νι­κά δέν θά ἐ­πι­λέ­γα­με γιά φί­λους μας. Κα­τα­στά­σεις πού μᾶς κά­νουν ἄλ­λο­τε νά δυ­σα­να­σχε­τοῦ­με, ἄλ­λο­τε ἀ­πο­κα­μω­μέ­νοι νά πα­ραι­τού­μα­στε, νά ἀ­φη­νό­μα­στε σέ ἀ­δι­ά­κο­πη γκρί­νια, νά τά βά­ζου­με μέ τούς ἄλ­λους, νά μήν μπο­ροῦ­με νά χα­ροῦ­με ἀ­λη­θι­νά. Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή ἡ ἀ­σκη­τι­κή τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας κόν­τρα σέ ὅ,τι τό ἔν­στι­κτο, οἱ φυ­σι­κές μας ἀ­δυ­να­μί­ες, οἱ κα­κές μας συ­νή­θει­ες - ἕ­να πιά μέ τόν ἑ­αυ­τό μας - μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν; Ἔ­χει ἀ­ξί­α νά πα­λεύ­ου­με κά­θε μέ­ρα, χί­λι­ες φο­ρές νά πέ­φτου­με στά ἴ­δια καί χί­λι­ες νά ση­κω­νό­μα­στε για­τί δέν θέ­λου­με τόν ἐ­φη­συ­χα­σμό ἀ­μα­χη­τί στό "ἔ­τσι κά­νουν ὅ­λοι"; Νά ἔ­χου­με τήν παρ­ρη­σί­α νά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τήν εὐ­θύ­νη μας σέ κα­θε­τί; Νά μήν ἐ­πι­τρέ­που­με στόν ἑ­αυ­τό μας νά ἐ­νο­χλεῖ χω­ρίς αἰ­τί­α κα­νέ­να ἄν­θρω­πο, ἀ­πό σε­βα­σμό γιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ ὁ Ὁποῖος κα­τοι­κεῖ μέ­σα στήν κά­θε ὕ­παρ­ξη; Νά ἀ­να­ζη­τοῦ­με σέ ὅ­λα τό ὡ­ραῖ­ο, τό κάλ­λος, νά ἐ­πεν­δύ­ου­με δια­ρκῶς στήν ὀ­μορ­φιά τοῦ κό­σμου; 

Ἡ ζω­ή μοιά­ζει νά κυριαρχεῖται ἀ­πό τό κα­κό. Ὁ "Ἄρ­χων τοῦ κό­σμου τού­του" (Ἰω. 12, 31) φαίνεται νά διαφεντεύει τήν οἰκουμένη. Δέν μᾶς φτά­νει τό σκο­τά­δι μέ­σα μας, ὁ ὑ­παρ­ξια­κός μας πό­νος, οἱ προ­σω­πι­κές δυ­σκο­λί­ες στίς σχέ­σεις, οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κοί πει­ρα­σμοί πού κα­τά και­ρούς μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτον­ται, μά καί κά­θε μέ­ρα ἀ­πί­στευ­τες ἱ­στο­ρί­ες ἀν­θρώ­πων, ἱ­στο­ρί­ες πό­νου, φτά­νουν στ' αὐ­τιά μας. Κά­πο­τε μᾶς κα­τα­κλύ­ζει ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α καί δέν βλέ­που­με οὔ­τε μιά ἀ­χτί­δα φω­τός, κά­πο­τε κλεί­νου­με ἠ­θε­λη­μέ­να τά αὐ­τιά στό κα­κό γύ­ρω μας κι ἐν­τός μας στρου­θο­κα­μη­λί­ζον­τας, προ­σποι­ού­με­νοι ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι πε­ρί­φη­μα. Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τό ἄ­νοιγ­μα μιᾶς χα­ρα­μά­δας στήν ψυ­χή μας νά χω­ρέ­σει ὁ πό­νος, ὁ θά­να­τος, τό κα­κό τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας; Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή νά μήν στε­ροῦ­με ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξή μας τό δι­καί­ω­μα νά κραυ­γά­ζει πρός Ἐ­κεῖ­νον τό ἔ­λε­ός Του γιά κά­θε πλά­σμα Του;



Ἡ κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα, οἱ ρό­λοι πού ἀ­να­λαμ­βά­νου­με κα­θώς με­γα­λώ­νου­με, οἱ κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις κρύ­βουν πο­λύ συ­χνά τήν μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ προ­σώ­που μας. Ἡ ζω­ή μας με­τα­βάλ­λε­ται σέ ἕ­να τρέ­νο πού ἀ­δι­ά­κο­πα τρέ­χει, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς κα­τά­κο­ποι καί ἀ­σθμαί­νον­τες ξω­πί­σω του ἐλ­πί­ζου­με νά τό προ­λά­βου­με στόν ἑ­πό­με­νο σταθ­μό. Τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρί­σμα­τά μας μέ­νουν θαμ­μέ­να καί οἱ δω­ρε­ές τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τες. Τά πρό­σω­πα χά­νουν τήν χά­ρη καί τήν χα­ρά τους, σκυ­θρω­πιά­ζουν, γί­νον­ται μουν­τά. Εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή νά βρί­σκου­με τά στά­χυ­α μέ­σα μας καί νά πα­σχί­ζου­με νά τά ἀ­να­στή­σου­με; Νά ἔ­χου­με τά αὐ­τιά μας ἀ­νοι­χτά νά ἀ­φουγ­κρά­ζον­ται τίς βα­θύ­τε­ρες ἐ­πι­θυ­μί­ες μας; Νά αὐ­ξά­νου­με τά τά­λαν­τά μας μέ τήν χα­ρά τοῦ μοι­ρά­σμα­τος μέ τούς γύ­ρω μας, χω­ρίς νά τά πε­ρι­φέ­ρου­με κομ­πά­ζον­τας κι ἐ­πι­ζη­τών­τας δι' αὐ­τῶν ἀ­να­γνώ­ρι­ση καί ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση;

Ἐν τέ­λει, εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή ζω­ή νά θυ­μό­μα­στε μέσα στήν δί­νη τῶν γε­γο­νό­των τῆς κά­θε ἡ­μέ­ρας, πού καί πού, τό "ἑ­νός ἐ­στι χρεί­α"; Νά μήν ξε­χνᾶ­με τόν στό­χο, νά πο­θοῦ­με τήν ἁ­γι­ό­τη­τα, τήν πλή­ρω­ση τοῦ κε­νοῦ μέ­σα μας ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη Του, νά ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τήν μα­κά­ρια σο­φί­α πού φέρ­νουν οἱ θλί­ψεις; Νά πα­ρα­μέ­νου­με ζων­τα­νοί, νά βλέ­που­με σέ κά­θε και­νού­ρια μέ­ρα μιά νέ­α πρό­κλη­ση, μιά νέ­α ἀ­να­μέ­τρη­ση μέ τίς δυ­νά­μεις καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες μας, μιά νέ­α εὐ­και­ρί­α νά ἀ­γα­πή­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο; Νά ἐ­λέγ­χου­με τόν ἑ­αυ­τό μας, νά μήν ἐ­πα­να­παυ­ό­μα­στε σέ βε­βαι­ό­τη­τες; Μοιά­ζει νά ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λους. Φαί­νον­ται ὅ­λα τό­σο δύ­σκο­λα, ἀ­φοῦ εἶναι "στε­νή ἡ πύ­λη καί τε­θλιμ­μέ­νη ἡ ὁ­δός" (Ματθ. 7, 14) . Μά συ­νά­μα τό­σο προ­σι­τά καί ἁ­πλά, ἔ­τσι πού ἡ κλή­ση νά εἶ­ναι προ­σω­πι­κή γιά τόν κα­θέ­να μας. Χρι­στέ μου, θέ­ρι­ε­ψε τήν ἐ­πι­θυ­μί­α μέ­σα μας νά γι­νό­μα­στε κά­θε μέ­ρα ὅ­λο καί πιό πο­λύ μα­θη­τές Σου…



Ἀ­να­στα­σί­α Χα­τζη­παύ­λου


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Αλληλέγγυοι εκ του υστερήματός μας

Βασίλης Καραποστόλης, συγγραφέας, καθηγητής στο Τµήµα Επικοινωνίας και ΜΜΕ
 του Πανεπιστηµίου Αθηνών, από το ΒΗΜΑ 8/11/2015
  
Το να μην έχει κάποιος αρκετά χρήματα είναι λιγότερο στενόχωρο από το να μην έχει τι να κάνει. Ακόμη χειρότερο είναι το να μην του επιτρέπεται να κάνει κάτι, παρ' όλο που νιώθει ότι θα το μπορούσε. Εκεί περίπου βρισκόταν η Ελλάδα μέχρι να έλθουν καταπάνω της τα τελευταία κύματα προσφύγων και μεταναστών. Ηταν μια χώρα με εμποδισμένη την ενέργειά της. Μη έχοντας κεντρικό σκοπό, ξοδεύτηκε σε μεγάλο βαθμό και σε χίλιες μεριές και όλοι νόμιζαν πως στο εξής θα σερνόταν σαν ημιπαράλυτη ζητιανεύοντας συνεχώς δανεικά. Εμειναν έκπληκτοι όμως οι λεγόμενοι παρατηρητές όταν την είδαν να μην πανικοβάλλεται από τις νέες απειλές που την έζωναν. Στα νησιά του Αιγαίου υποδέχθηκε τους ναυαγισμένους με ανακλαστικά που δεν άφηναν να φανεί πως η ίδια ζούσε το δικό της ναυάγιο. Κάθε μέρα το τελευταίο διάστημα οι μαρτυρίες συγκλίνουν: μας λένε πως, αν και περισφιγμένοι από την ανασφάλειά τους, οι κάτοικοι αντιδρούν με πρωτοβουλίες και δείχνουν πως η κρίση δεν πρόκειται να τους καταπιεί ολόκληρους και πως ένα τμήμα τους εαυτού τους θα μπορούσε ακόμη να δανείζει αντί να δανείζεται.
 
Εκ του υστερήματoς λοιπόν η αλληλεγγύη. Αν είναι έτσι όμως, από κάπου αντλούν ως τώρα δυνάμεις οι ντόπιοι, από κάποιο κοίτασμα που δεν φαίνεται να στερεύει εύκολα. Το κοίτασμα αυτό είναι η επιθυμία τους να είναι ενεργοί. Παλιά και βαθιά παράδοση σ' αυτόν τον τόπο η ενεργητική αντιμετώπιση των συμβάντων, η προσπάθεια να μεταπλάθεται το τραχύ υλικό της ζωής σ' ένα νόημα (έστω και πικρό) ή μια μορφή (έστω και προσωρινή). Απέναντι στο τυχαίο οι άνθρωποι όρθωναν αναχώματα. Επρεπε κανείς να μάθει γράμματα, να έχει γνώμη προσωπική για όσα συντελούνταν γύρω του, να ξαναρχίζει το χτίσιμο του σπιτιού του την επαύριο του σεισμού. Χάρη σε αυτή τη στάση ο πληθυσμός δεν θα γινόταν άθυρμα της μιας ή της άλλης κατάστασης.
 
Το ίδιο ισχύει και στην τωρινή συγκυρία. Για μία ακόμη φορά ο γηγενής γι' αυτό πασχίζει: να πράξει κάτι, ακόμη κι αν του λείπουν τα μέσα. Μα πώς; Οι υποχρεώσεις είναι πολλές, τον δένουν χειροπόδαρα. Κι όμως βρίσκει τον τρόπο. Αφού δυσκολεύεται να ανακάμψει οικονομικά, θα δοθεί σ' ένα έργο που να ξεπερνά το χρήμα. Σώζει ζωές, βοηθά κάποια νήπια εξ Ανατολής να έλθουν σε μιαν ήπειρο γερασμένη κατάφωρα. Κάθε φορά που γλιτώνει από τον πνιγμό ένα νέο πλάσμα ο σφυγμός μιας ακαταμάχητης δύναμης, της δύναμης του νέου αίματος, χτυπά δυνατά. Ερχεται το Αίμα για να συγκρουστεί με το Χρήμα. Η Ευρώπη θα είναι το θέατρο αυτής της σύγκρουσης. Οσο για την Ελλάδα, θα μπει στον πειρασμό να υποδαυλίσει τη σύγκρουση, να περιθάλψει τους δυστυχισμένους ώστε να γίνουν κάποτε τιμωροί της Δύσης.
 
Αλλά η κακεντρέχεια δεν είναι η καλύτερη λύση για μας. Δεν ενδιαφέρεται η χώρα μας για μια ύπουλη και μεθοδευμένη εκδίκηση. Μπορεί να φθονεί ή να αγανακτεί με τους ισχυρούς αλλά όχι και να στήνει μεθοδικά παγίδες, όπως εκείνοι που θήτευσαν σε μοναρχικές αυλές, που επόπτευαν αποικίες, που μίσθωναν εκπροσώπους και διαιρούσαν υποτελείς πληθυσμούς. Πρώτοι, ως γνωστόν, στο άθλημα αυτό είναι οι Αγγλοι και οι Γάλλοι. Διαφέρουν από τους Γερμανούς στο ότι για τους τελευταίους η επίθεση ήταν πάντα ένα πάθος ισχυρότερο από τη ραδιουργία. Σε κάθε περίπτωση κανέναν από αυτούς ούτε μπορούν ούτε θέλουν να τον μιμηθούν οι Ελληνες. Γι' αυτούς εκείνο που προέχει (και τους βασανίζει) είναι να πραγματώσουν ορισμένες δυνατότητες που διαισθάνονται πως έχουν. Οχι για να αποδείξουν την υπεροχή τους έναντι άλλων αλλά για να διώξουν από μέσα τους την υποψία πως το μέλλον τους (σε αντίθεση με το αρχαίο παρελθόν τους) είναι  να παίζουν ρόλους παρακατιανούς, δίχως αίγλη και προοπτική. Για έναν τέτοιο ρόλο φαίνεται να τους προορίζει η Ευρώπη: να περιμαζεύουν θαλασσοπνιγμένους και να καταγράφουν επιζώντες. Να όμως που στην επαφή τους με τους επιζώντες οι ντόπιοι ανακτούν ένα μέρος της αυτοπεποίθησής τους. Εφόσον δίνουν, βεβαιώνονται ότι δεν υστερούν.
 
Οι αξιολύπητοι διασωθέντες βοηθούν έτσι τους σωτήρες τους να αισθανθούν ότι είναι ικανοί για πολύ περισσότερα απ' όσα νομίζουν οι ευρωπαίοι εταίροι τους, τους βοηθούν να ξαναδούν αυτό που κάποτε το έβλεπαν πιο καθαρά: ότι αν η ζωή δεν αφιερωθεί σε κάτι έξω απ' αυτήν, κινδυνεύει να πέσει σε κενό ανυπόφορο.
 
Κατά τα τελευταία χρόνια υπήρξε στη χώρα ένα τέτοιο κενό; Και το γεμίζουν μήπως σήμερα οι ζωές των ξένων; Ενα είναι βέβαιο: ότι θα ήταν κρίμα όλη η ενέργεια, όλο το εθνικό δυναμικό να απορροφηθεί σε μια επιχείρηση συμπόνοιας επειδή δεν θα είχε άλλες διεξόδους. Εκτός από το να στήνει αντίσκηνα για αλλοδαπούς, η χώρα πρέπει να ξαναστήσει κι ένα σπιτικό για εκείνη που να τους χωράει όλους. Διαφορετικά δεν θα αντέξει να 'ναι για πολύ αλτρουίστρια. Ας θυμηθούμε τον Θησέα στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη. Ισως να μην ήταν τόσο γενναιόδωρος προς τους κατατρεγμένους αν δεν είχε λόγους για να επαινέσει την πόλη του για τα επιτεύγματά της.
 

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Κυριακή της Συγγνώμης



Μόλις είχε σουρουπώσει. Ο παππούς μου φόρεσε τα καλά του, γυάλισε για μια ακόμη φορά τα παπούτσια του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και μου είπε:
-Έλα Κωνσταντίνε, αρχίζει ο εσπερινός της συγγνώμης, πάμε, δεν ακούς την καμπάνα, έλα στην Εκκλησία;
-Τι λες, ρε παππού, τα έχεις χαμένα; Βραδιάζει. Εκκλησία πήγαμε σήμερα το πρωί, πάλι θα πάμε;
-Μάλλον δεν θα έχεις ακούσει ποτέ για τον Εσπερινό της Συγγνώμης…
-Εσπερινός της Συγγνώμης; Τι είναι αυτό;
-Έλα μαζί μου και θα δεις.
Η αλήθεια είναι ότι ο παππούς μου δεν ήταν και πολύ ομιλητικός. Αγαπούσε πολύ την εκκλησία από παιδάκι που ήταν, γιατί τον πήγαινε και εκείνον η γιαγιά του. Παρόλο που όταν μεγάλωσε σταμάτησε να πηγαίνει γιατί είχε αφοσιωθεί πολύ στην δουλειά του, όπως έλεγε, πάντα του έλειπε η αίσθηση της κοινής προσευχής, της ησυχίας. Κάποια στιγμή στην ζωή του, συνέβη κάτι απροσδόκητο -πέθανε η γιαγιά μου- και τότε βρήκε μοναδική στήριξη, καταφυγή και ελπίδα στην εκκλησία. Οι γονείς μου τον έλεγαν θρήσκο και η κόρη του μερικές φορές τον κορόιδευε, αλλά εκείνος ποτέ δεν τους κακοκάρδιζε. Έλεγε μέσα του: "Δεν ξέρουν, όπως δεν ήξερα κι εγώ και γι' αυτό δεν με καταλαβαίνουν, θα έρθει κάποια στιγμή και η δική τους ώρα."
Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον παππού μου. Συνήθιζε να μου λέει για το πόσο σημαντική είναι η κατάνυξη για τον άνθρωπο και όταν τον ρώταγα τι θα πει κατάνυξη, μου έλεγε ότι είναι ένα συναίσθημα που έχει κανείς όταν νιώθει την καρδιά του ανοικτή, όταν νιώθει ότι αγαπάει τόσο πολύ τον Θεό και τους ανθρώπους που κυριαρχεί μόνο μια σκέψη στο μυαλό του: "Θεέ μου, να μας έχεις όλους καλά, όλοι είμαστε παιδιά σου, και εκείνοι που σε λατρεύουμε και εκείνοι που σε αγνοούμε. Θεέ μου χαίρομαι που υπάρχεις στην ζωή μου…". Μου έλεγε όμως ότι για να βοηθηθεί η ψυχή και να νιώσει αυτό το συναίσθημα, δημιουργούμε και τις κατάλληλες συνθήκες, δηλαδή "Όπως εσύ θα πάς σε ένα πάρτι για να διασκεδάσεις που θα έχει έντονα φώτα και πολύ δυνατή μουσική, έτσι και εμείς στην εκκλησία για να νιώσουμε κατάνυξη χαμηλώνουμε τα φώτα και η ψαλμωδία είναι ταπεινή, χωρίς μεγάλα σκαμπανευάσματα, για να μπορούμε να συλλογιζόμαστε τις αδυναμίες και τα λάθη μας και έτσι να χωράμε και τους άλλους ανθρώπους στην καρδιά μας, να τους συγχωρούμε, να τους αγαπάμε."
Δεν ξέρω για ποιον λόγο, αλλά εκείνο το απόγευμα, αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Μήπως ήταν τα μάτια μου που είχαν κουραστεί από τις πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή; Μήπως ήταν ότι αρκετοί φίλοι μου είχαν φύγει για το τριήμερο; Μάλλον ήταν που είχα βαρεθεί να κάνω όλη την ώρα τα ίδια πράγματα.
Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να μπούμε στην εκκλησία. Ανάψαμε ένα κερί και καθίσαμε στην πρώτη σειρά. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα, κυριαρχούσε παντού η μυρωδιά του λιβανιού. Αφού παρατήρησα όλες τις εικόνες του τέμπλου μία μία, άρχισα να κουράζομαι. Όλη την εβδομάδα που τρέχω από φροντιστήριο σε φροντιστήριο και από το σχολείο στο μπάσκετ, ανυπομονώ να βρώ λίγο χρόνο για να κάθομαι και να μην κάνω τίποτα και εκείνη την στιγμή που είχα βρεί τον χρόνο, ένιωθα να βαριέμαι. Νοσταλγούσα την οθόνη του υπολογιστή με την οποία συνειδητοποιούσα τελικά ότι ήμουν εξαρτημένος.
Άρχισα να παρατηρώ την εκκλησία στο μισοσκόταδο. Ήταν εντελώς διαφορετική σε σχέση με όλες τις άλλες φορές που είχα πάει. Υπήρχε μεγάλη ησυχία και ακινησία. Αν και όσο περνούσε η ώρα η εκκλησία γέμιζε, οι άνθρωποι δεν ήταν σαν τις άλλες φορές. Δεν ήταν ανυπόμονοι να τελειώσει, ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Όλοι έδειχναν σκεπτικοί. Ένιωθες βλέποντάς τους ότι συμμετέχουν σε κάτι κοινό, σε κάτι πολύ ουσιαστικό, ένιωθες ειλικρινή προσευχή. Εάν όντως υπάρχει και άλλος κόσμος και δεν υπάρχουν μόνο αυτά που βλέπουμε, ένιωθα ήδη να βρίσκομαι εκεί.
Την ακινησία ήρθε να διακόψει η Είσοδος του Ιερέα με το θυμιατό. Όλοι σηκωθήκαμε όρθιοι και η ψαλμωδία ξαφνικά έγινε πιο αργή. Οι πιστοί άρχισαν να σκύβουν και να σηκώνονται και ένιωθες ότι η προσευχή γίνεται πιο έντονη. Συμμετείχε και το σώμα στην προσπάθεια της ψυχής να φτάσει η προσευχή στον ουρανό. Ο παππούς μου έστεκε αγέρωχος δίπλα μου και μου σιγοψυθίριζε "Κάτσε εσύ, δεν είναι ανάγκη να κουράζεσαι…"
Μετά την είσοδο, άρχισε ο παπάς μαζί με τον νεωκόρο να αλλάζουν τα άμφια, δηλαδή τα καλύμματα, της Αγίας Τραπέζης. Το βαθύ πορφυρό διαδέχτηκε το φανταχτερό λευκό χρώμα που μέχρι τότε στόλιζε όλη την εκκλησία. Τραβάω τον παππού μου και τον ρωτάω:
-Καλά, γιατί λέγεται "εσπερινός της συγγνώμης";
-Θα δείς τώρα, μου απαντά
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά. Ο Ιερέας έκανε την απόλυση, δηλαδή είπε τις τελευταίες ευχές της ακολουθίας, και μετά έσκυψε προς το μέρος των πιστών λέγοντας "συγχωρήστε με αδελφοί". Από εκείνη την στιγμή και μετά ξεκίνησε να συμβαίνει κάτι που δεν το βλέπει κανείς πουθενά. Ούτε μετά από νίκη της αγαπημένης του ομάδας στο ποδόσφαιρο. Ένας ένας, όλοι οι πιστοί ξεκίνησαν να αγκαλιάζονται και να φιλάει ο ένας το μάγουλο του άλλου. Όλη η εκκλησία απέκτησε μια κίνηση, έγινε ένα σώμα. Στεκόμουν αμήχανος και τους κοίταζα. Προσπάθησα να ακούσω τι λένε. Αφουγκράστηκα ένα "συγχώρεσέ με" να βγαίνει από τα χείλη του καθενός. Υπήρχε μια λαμπρότητα στην ατμόσφαιρα, παρόλο το μισοσκόταδο. Πήγαζε από το πρόσωπο του καθενός που ζήταγε συγχώρεση. Όλοι αγκάλιαζαν και φιλούσαν όλους.
Από την αμηχανία ήρθε να με βγάλει ο παππούς. Με ασπάστηκε και μου ζήτησε συγγνώμη. Ήταν η αφορμή να αρχίσω να ζητώ και εγώ συγγνώμη από όλους τους πιστούς. Έγινα και εγώ ένα σώμα μαζί τους. Μίλαγα και αισθανόμουν δικούς μου ανθρώπους ακόμη και πρόσωπα με τα οποία δεν είχα ανταλλάξει κουβέντα μέχρι εκείνη την στιγμή. Όλοι γελαστοί και πρόθυμοι να σε αγκαλιάσουν. Εάν όντως ένιωσα κατάνυξη μια φορά στην ζωή μου, εάν όντως υπάρχει κάποια στιγμή που κυριάρχησε στο μυαλό μου το "Θεέ μου, να μας έχεις όλους καλά" ήταν εκείνη την στιγμή. Ήμουν έτοιμος να αγκαλιάσω τον οποιοδήποτε. Ακόμη και την Αγγελικούλα που μου έκανε την ζωή δύσκολη στο σχολείο. Ακόμη κι αν ήταν κι αυτή εκείνη την στιγμή στην εκκλησία, θα της ζητούσα συγγνώμη.
Νύχτωσε. Μετά το ζεστό τσάι που ήπιαμε στην αίθουσα κάτω από την εκκλησία και τις κουβέντες που πιάσαμε με τους φίλους του παππού, πήραμε τον δρόμο για το σπίτι. Ένα αίσθημα πληρότητας κυριαρχούσε μέσα μου.
-Μα καλά όμως, γιατί ζητάμε συγγνώμη από όλους, ρώτησα τον παππού μου. Γιατί ζητάμε ακόμη και από ανθρώπους που δεν τους έχουμε κάνει τίποτα;
-Στην εκκλησία παιδί μου δεν μένουμε ποτέ στάσιμοι, μου είπε ο παππούς μου. Η συγγνώμη έχει μια δυναμική. Ζητάμε συγγνώμη ακόμη και από αυτούς που δεν έχουμε μιλήσει μαζί τους, διότι σημαίνει ότι κι αυτούς μπορεί να τους στεναχωρήσαμε. Εάν ήμασταν καλύτεροι, και με αυτούς θα είχαμε μιλήσει. Ή ακόμη κι αν δεν είχαμε μιλήσει, θα μπορούσαμε έστω να τους είχαμε χαρίσει ένα χαμόγελο. Ζητάμε συγγνώμη ακόμη και για το χαμόγελο που δεν δώσαμε απλόχερα σε όλο τον κόσμο. Όχι όμως για να νιώσουμε ότι δεν αξίζουμε τίποτα, ούτε για να πούμε μια ψεύτικη συγγνώμη, αλλά για να προσπαθήσουμε να γίνουμε λίγο καλύτεροι. Για να φύγουμε από την θλίψη και την συνήθειά μας και να γίνουμε λίγο πιο δραστήριοι. Για να κινηθούμε προς την αγάπη.
Πάντα είχε έναν τρόπο για να με συγκινεί ο παππούς μου. Από εκείνη την ημέρα δεν έγινε κάποια θεαματική αλλαγή. Ωστόσο, από τότε κάθε φορά που έβλεπα κάποιον άγνωστο, σίγουρα ήμουν λίγο πιο πρόθυμος να του χαρίσω ένα χαμόγελο.