Σελίδες

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ Ο ΘΩΜΑΣ, ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

(συνέχεια) Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές στο Θωμά όταν ήρθε. ΄Εχουμε δει τον Κύριο, Τον ακούσαμε να μας λέει “ειρήνη σ’ εσάς”, κι αλλάξαμε τον φόβο και την λύπη, σε γαλήνια χαρά. Είδαμε τα χέρια Του, που δέχτηκαν τις αιχμές των καρφιών. Κι ο Θωμάς τι τους είπε:“ Έχετε δει τον Κύριο; Καλά. Αυτόν που είδατε, λοιπόν να τον σέβεστε πιο πολύ. Εγώ όμως, αν δε δω μέσα στις παλάμες του, τα ίχνη των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι απ’ τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω. Κι εσείς δε θα πιστεύατε, αν δεν βλέπατε πρώτα, έτσι κι εγώ, αν δεν δω δε θα πιστέψω”. Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, μείνε σταθερός με επιμονή, για να δεις και εσύ και να βεβαιωθεί η ψυχή μου. Μείνε σταθερός, ζητώντας Αυτόν που είπε: “Ζητάτε και θα βρείτε”. Μην προσπεράσεις απλώς, αν δεν βρεις το θησαυρό που ζητάς. Χτύπα μ’ επιμονή την πόρτα της αναντίρρητης γνώσης, ώσπου να σου την ανοίξει αυτός που είπε: “χτυπάτε και θα σας ανοίξω”. Αγαπώ το διχασμό των λογισμών σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Αγαπώ την φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονικία. Με χαρά ακούω πολλές φορές τα λόγια σου. Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι απ’ τα καρφιά, δε θα πιστέψω. Γιατί εσύ απιστείς κι εγώ μαθαίνω να πιστεύω.

Έτσι, επειδή ο Θωμάς είχε αμφίβολη γνώση, σε οχτώ μέρες ο Δεσπότης ξαναήρθε πάλι στους μαθητές του. Άφησε πρώτα να φλογιστεί από τη δίψα να τον αντικρύσει. Κι όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας του, τότε στην ώρα πάνω ο ποθητός βρήκε αυτόν, που τον ποθούσε. Έπειτα είπε στο Θωμά. Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δές τα χέρια μου. Τι ύψος απέραντης φιλανθρωπίας! Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου. Μην διστάσεις λοιπόν να μάθεις ό,τι ποθείς. Μην ντρέπεσαι να κοιτάξεις καλά ό, τι θέλεις. Μην αποφύγεις να βάλεις το δάχτυλό σου στα ίδια τα χέρια μου. Ανέχομαι και τα περίεργα δάχτυλα, όπως ανέχτηκα τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπέμεινα την κακία των εχθρών. Μη γίνεις άπιστος, αλλά πιστός.

Αφού άγγιξε λοιπόν ο Θωμάς τα χέρια του Κυρίου και τη θεία πλευρά, ξεσπά σε ύμνο του Κυρίου κραυγάζοντας: “Εσύ είσαι ο Κύριος και ο Θεός μου. Αναγνώρισα τον Κύριό μου, αναγνώρισα το βασιλιά και Κύριό μου. Πιστεύω στην ανάστασή σου. Λοιπόν δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω, δεν κάνω πια έλεγχο. Πιστεύω, δεν στήνω πια τη ζυγαριά του νου. Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου. Με δίδαξαν αυτά που είδα να μην κάνω έλεγχο. Ψηλάφησα κι έμαθα να προσκυνώ, όχι να φιλονικώ. Ένα Κύριο και Θεό γνωρίζω, τον Κύριο μου Χριστό. Ας είναι δοξασμένος και δυνατός στους αιώνες”.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Ομιλία εις την Καινή Κυριακή και εις τον Απόστολο Θωμά.