Σελίδες

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 
         π. Χριστόδουλος Μπίθας

 Μοιά­ζει πα­ρά­δο­ξο να πού­με λό­γο πε­ρί ε­νό­τη­τος σε έ­να πτω­τι­κό κό­σμο βα­θιά δι­χα­σμέ­νο, σε μια οι­κου­μέ­νη που πα­ρ’ ό­τι εί­ναι πλα­σμέ­νη πα­νέ­μορ­φα α­πό τον δη­μι­ουρ­γό Της, σπα­ρά­ζε­ται α­πό φρι­κτούς πο­λέ­μους κι εμ­φύ­λι­ες δι­α­μά­χες, ό­που η α­δυ­να­μί­α των αν­θρώ­πων να συ­νεν­νο­η­θούν δη­μι­ουρ­γεί ε­φι­αλ­τι­κή κοι­νω­νι­κή α­νι­σό­τη­τα, φτώ­χια και πεί­να, και κα­τα­στρέ­φει το οι­κο­σύ­στη­μα.

 Φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο να α­να­φερ­θού­με στην χα­ρά της ε­πι­κοι­νω­νί­ας σε μια πα­τρί­δα δι­χα­σμέ­νη, που μοιά­ζει σαν ό­λοι να μι­λούν πα­ράλ­λη­λα κι «­­ο κα­θέ­νας χω­ρι­στά να ο­νει­ρεύ­ε­ται, δί­χως να α­κού­ει τον βρα­χνά των άλ­λων», κα­θώς λέ­ει ο ποι­η­τής. Κι α­κό­μα, λύ­πη μάς δι­α­κα­τέ­χει ό­ταν προ­φέ­ρου­με το «α­γα­πή­σω­μεν αλ­λή­λους, ί­να εν ο­μο­νοί­α ο­μο­λο­γή­σω­μεν», σε έ­να δι­η­ρη­μέ­νο Χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο ό­που τον Θε­ό τον βλέ­πει ο κα­θείς δι­α­φο­ρε­τι­κά, κι ό­ταν μά­λι­στα μέ­σα στην Ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α μας πολλοί από εμάς δεν μπο­ρού­με να συ­νο­μι­λή­σου­με καρδιακά.

          Ευ­χα­ρι­στών­τας για την πρό­σκλη­ση, ε­πι­τρέψ­τε μου να μι­λή­σω προ­σω­πι­κά και καρ­δια­κά, εκ­φρά­ζον­τας την α­γω­νί­α μου και τις σκέ­ψεις μου για την ε­νό­τη­τα στην Εκ­κλη­σί­α.

Εί­μαι α­πό ε­κεί­νους που ό­πως και πολ­λοί άλ­λοι, έ­ζη­σα την φι­λο­κα­λι­κή α­να­γέν­νη­ση που συν­τε­λέ­στη­κε στην πα­τρί­δα μας με­τά την δε­κα­ε­τί­α του 70, τό­τε που στα­δια­κά α­να­κα­λύ­πτα­με την πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση -έ­στω και α­πο­σπα­σμα­τι­κά. Μα­ζί με πολ­λούς α­δελ­φούς μοι­ρα­στή­κα­με την δί­ψα μας για τον Θε­ό, πε­ρά­σα­με α­τέ­λει­ω­τες ώ­ρες συ­ζη­τή­σε­ων, προ­σκυ­νη­μά­των και α­κο­λου­θι­ών, α­να­ζη­τή­σα­με α­παν­τή­σεις που να α­να­παύ­ουν την α­γω­νί­α μας σε έ­ναν κό­σμο που δι­α­πι­στώ­να­με πως κα­τα­δυ­να­στευ­ό­ταν α­πό το κα­κό, την υ­πο­κρι­σί­α, την α­πλη­στί­α, την α­δι­κί­α.

          Προ­σπα­θών­τας να δώ­σου­με α­παν­τή­σεις για τον δι­χα­σμό και την πα­ρακ­μή που βλέ­πα­με γύ­ρω μας, συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με πως πί­σω α­πό τις ε­θνι­κές ε­ξι­δα­νι­κεύ­σεις μέ στις ο­ποί­ες με­γα­λώ­σα­με, η νε­ο­ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α γεν­νή­θη­κε μέ­σα σε δύ­ο εμ­φύ­λιους σπα­ραγ­μούς, εγ­και­νι­ά­στη­κε με την δο­λο­φο­νί­α του Κα­πο­δί­στρια, ε­δραι­ώ­θη­κε ό­ταν με την α­πο­τυ­χί­α των πρου­χόν­των και των ο­πλαρ­χη­γών να ο­μο­νο­ή­σουν ήρ­θαν οι Βαυα­ροί, συ­νε­χί­στη­κε με πολ­λές το­πι­κές ε­ξε­γέρ­σεις και τα γε­γο­νό­τα του 1843, για να προ­χω­ρή­σου­με τον 20ο αι­ώ­να στον δι­χα­σμό του 1914-17 και στην συ­νέ­χεια στον εμ­φύ­λιο σπα­ραγ­μό της δε­κα­ε­τί­ας του 40. Χι­λιά­δες τα θύ­μα­τα του εμ­φύ­λιου μί­σους, πο­τά­μι η εμ­πά­θεια που πή­γα­σε σε γε­νι­ές ο­λό­κλη­ρες μέ­χρι τις μέ­ρες μας.
Πα­ράλ­λη­λα, κα­τα­λα­βαί­να­με πό­σο πο­λύ ε­πη­ρε­ά­στη­κε ο τό­πος α­πό την α­κραί­α δι­α­μά­χη των το­πι­κι­σμών, α­πό τον κομ­μα­τι­σμό και τα μα­νι­α­σμέ­να πλή­θη κά­τω α­πό τα προ­ε­κλο­γι­κά μπαλ­κό­νια, α­πό τις πε­λα­τεια­κές σχέ­σεις με τους ε­κά­στο­τε κυ­βερ­νών­τες και τις α­νυ­πο­χώ­ρη­τες συν­τε­χνί­ες που μά­χον­ταν η μί­α την άλ­λη.
         
          Τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες, εί­δα­με την κοι­νω­νί­α να αλ­λά­ζει γρή­γο­ρα, και πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με έν­τρο­μοι  - μα ό­χι έκ­πλη­κτοι πλέ­ον, την ε­θνι­κή α­να­πη­ρί­α δη­μο­σί­ου δι­α­λό­γου να ε­πε­κτεί­νε­ται έ­ξω α­πό τα κόμ­μα­τα και  να δι­α­χέ­ε­ται σε ό­λη την κοι­νω­νί­α μέ­σα α­πό τα ΜΜΕ και το δι­α­δί­κτυ­ο, συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με πως οι άν­θρω­ποι δι­α­παι­δα­γω­γούν­ται στην αν­τι­πα­λό­τη­τα και την α­νι­κα­νό­τη­τα να δι­α­λε­χθούν και να βρουν κοι­νά ση­μεί­α σύγ­κλι­σης.

          Κα­θώς περ­νού­σε ο και­ρός, κα­τα­λά­βα­με πό­σο με­γά­λο πρό­βλη­μα υ­πάρ­χει στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια και στις σχέ­σεις των ζευ­γα­ρι­ών, αλ­λά και των γο­νι­ών και των παι­δι­ών, και εν­νο­ή­σα­με αυ­τό που έ­λε­γε ο μα­κα­ρι­στός π. Α­λέ­ξαν­δρος Σμέ­μαν πως "κά­ναμε εί­δω­λο την οι­κο­γέ­νεια και δε θέ­λου­με να κα­τα­λά­βου­με πως ο γά­μος πρέ­πει να πο­ρεύ­ε­ται προς τη βα­σι­λεί­α του Θε­ού". Έ­τσι, άρ­χι­σε να μας ε­ξη­γεί­ται η αι­τί­α ό­λων αυ­τών των οι­κο­γε­νεια­κών δι­α­φο­ρών, των πα­ρε­ξη­γή­σε­ων για τα κλη­ρο­νο­μι­κά, των προ­βλη­μά­των της συγ­κα­τοί­κη­σης, τα δι­α­ζύ­για, τις ά­λυ­τες πα­ρε­ξη­γή­σεις που βλέ­πα­με γύ­ρω μας.

          Ταυ­τό­χρο­να, κα­θώς προ­σπα­θού­σα­με να βρού­με ο κα­θέ­νας την στά­ση μας α­πέ­ναν­τι στην αλ­λο­τρί­ω­ση της κοι­νω­νί­ας α­πό το χρή­μα και την έλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος στην ζω­ή της γε­νιάς μας, δι­α­πι­στώ­να­με πως πρό­βλη­μα υ­πήρ­χε και στον εκ­κλη­σι­α­στι­κό χώ­ρο.       
          Πα­ρα­συρ­μέ­νοι α­πό το εν­θου­σι­α­στι­κό κλί­μα της θε­ο­λο­γι­κής ά­νοι­ξης που ζή­σα­με και την α­φέ­λεια της νι­ό­της μας, πα­ρα­τη­ρού­σα­με σα­στι­σμέ­νοι την αν­τι­πα­ρά­θε­ση συν­τη­ρη­τι­κών και προ­ο­δευ­τι­κών θε­ο­λό­γων, τις δι­α­φω­νί­ες γύ­ρω α­πό το πνεύ­μα των θρη­σκευ­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, την ε­ξέ­λι­ξη της δι­α­μά­χης με τους λε­γό­με­νους Ι­ε­ρω­νυ­μι­κούς Μη­τρο­πο­λί­τες και τα ε­πει­σό­δια μέ­σα σε Να­ούς, την πα­ρά­νοι­α με το 666 και το σφρά­γι­σμα, το πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γη­τι­κό ζή­τη­μα και τον α­κραί­ο ζη­λω­τι­σμό του, και πάμ­πολ­λες εμ­πα­θείς θε­ο­λο­γι­κές δι­α­φω­νί­ες.
          Πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με ε­κόν­τες ά­κον­τες για τα παι­χνί­δια ε­ξου­σί­ας στην Σύ­νο­δο, τα μα­γει­ρέ­μα­τα των αρ­χι­ε­ρα­τι­κών ε­κλο­γών, την δυ­σκο­λί­α συ­νεν­νό­η­σης με­τα­ξύ συ­νε­φη­με­ρί­ων και συμ­μο­να­στών. Εί­δα­με αν­τι­πα­ρα­θέ­σεις γύ­ρω α­πό το μά­θη­μα και τα βι­βλί­α των θρη­σκευ­τι­κών, κόν­τρες με­τα­ξύ Α­θή­νας και Φα­να­ρί­ου, πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με το σφο­δρό αν­τι­οι­κου­με­νι­στι­κό κί­νη­μα και τα α­νοίγ­μα­τα δι­α­λό­γων με ε­τε­ρο­δό­ξους.

          Ό­λο αυ­τό το κλί­μα στα­δια­κά άρ­χι­σε να μας α­πο­γο­η­τεύ­ει, τον εν­θου­σια­σμό δι­α­δέ­χτη­κε σι­γά-σι­γά η πε­ρί­σκε­ψη. Ε­μείς που κά­πο­τε, βλέ­πον­τας τον βα­θύ δι­χα­σμό των συμ­πα­τρι­ω­τών μας, εί­χα­με βρον­το­φω­νά­ξει το "ό­που εί­ναι δύ­ο ή τρεις συ­ναγ­μέ­νοι στο δι­κό μου ό­νο­μα, θα εί­μαι ε­κεί, α­νά­με­σά τους"  (Ματθ. 18, 20) και το " Με αυ­τό θα γνω­ρί­σουν ό­λοι ό­τι εί­στε δι­κοί μου μα­θη­τές, αν α­γά­πη έ­χε­τε ο έ­νας για τον άλ­λο (Ι­ω. 13,35), τώ­ρα συ­νει­δη­το­ποι­ού­σα­με πως ό,τι συμ­βαί­νει στην κοι­νω­νί­α συμ­βαί­νει δυ­στυ­χώς και σε πολ­λούς αν­θρώ­πους της εκ­κλη­σί­ας. Με­λε­τών­τας με α­γω­νί­α την εκ­κλη­σι­α­στι­κή ι­στο­ρί­α το ε­πι­βε­βαι­ώ­σα­με αυ­τό και κα­τα­νο­ή­σα­με πως θέ­λει τόλ­μη κι α­ρε­τή ο δρό­μος που ο­δη­γεί πέ­ρα α­πό τον κό­σμο της λύ­πης, του δι­χα­σμού και των αι­ρέ­σε­ων.
           Πα­ράλ­λη­λα με ό­λα αυ­τά, συμ­με­τέ­χον­τας σε ε­νο­ρια­κές πα­ρέ­ες, κα­τα­λά­βα­με εμ­πει­ρι­κά πό­σο πο­λύ μας δι­α­κα­τέ­χει η α­το­μι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα και πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να συγ­κρο­τή­σου­με πραγ­μα­τι­κές εκ­κλη­σι­α­στι­κές κοι­νό­τη­τες.   Πα­ρ’ ό­τι ευ­χό­μα­στε σε κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α «Υ­πέρ της των πάν­των ε­νώ­σε­ως», εν­νο­ή­σα­με πό­σο βα­θύς εί­ναι ο δι­χα­σμός στον κό­σμο τού­το, και πως δεν εί­μα­στε κα­θό­λου ε­νω­μέ­νοι οι Ορ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, και κα­τα­λά­βα­με πως έ­πρε­πε να πά­ρου­με κά­ποι­α θέ­ση α­πέ­ναν­τι σε ό­λα αυ­τά, δι­α­φο­ρε­τι­κά νοι­ώ­θα­με πως θα χά­να­με την πί­στη μας.

***

          Κα­θώς με­γα­λώ­να­με, εί­δα­με α­δελ­φούς να φα­να­τί­ζον­ται ή να α­πο­γο­η­τεύ­ον­ται, να α­πο­κτούν ξύ­λι­νη γλώσ­σα ἠ να μη­δε­νί­ζουν τα πάν­τα και να χά­νουν την πί­στη τους.

Εί­δα­με αν­θρώ­πους με χα­ρί­σμα­τα, να φο­βούν­ται να δι­α­λε­χθούν με τις αμ­φι­βο­λί­ες τους και τα α­δυ­σώ­πη­τα ε­ρω­τή­μα­τα που αν­τι­με­τω­πί­ζει ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος και αν­τί να α­να­ζη­τούν α­παν­τή­σεις, α­πώ­θη­σαν ο­τι­δή­πο­τε τους φό­βι­ζε πως θα χά­σουν την πί­στη τους και βάλ­θη­καν να αν­τι­με­τω­πί­ζουν ε­πι­θε­τι­κά ο­ποι­ον­δή­πο­τε τους θυ­μί­ζει αυ­τές τις αμ­φι­βο­λί­ες.

          Εί­δα­με πολ­λούς να κου­ρά­ζον­ται α­πό την δί­χως ό­ρια συγ­χυ­σμέ­νη ζω­ή τους και να υ­πο­τάσ­σον­ται σε  αυ­στη­ρά πε­ρι­βάλ­λον­τα για να νοι­ώ­σουν α­σφά­λεια, ό­που αν­τί να τους φω­τι­στεί ο ε­πί­πο­νος δρό­μος της εν Χρι­στώ αυ­το­γνω­σί­ας που ο­δη­γεί στην α­λη­θι­νή με­τά­νοι­α και γί­νε­ται α­γω­γή ε­λευ­θε­ρί­ας, να τους προ­βάλ­λε­ται η υ­πο­τα­γή στο νό­μο ως αυ­το­σκο­πός.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που φο­βι­σμέ­νοι α­πό τις τα­χύ­τα­τες αλ­λα­γές στην κοι­νω­νί­α, κρύ­φτη­καν στην α­σφά­λεια του πα­ρελ­θόν­τος, κι άρ­χι­σαν να μι­λούν και να φέ­ρον­ται λες και ζουν έ­ναν αι­ώ­να πριν, χά­νον­τας την δυ­να­τό­τη­τα δι­α­λό­γου με τον κό­σμο, με τους α­δελ­φούς τους, α­κό­μα και με τα με τα παι­διά τους, υι­ο­θέ­τη­σαν θε­ω­ρί­ες συ­νω­μο­σί­ας, έ­γι­ναν σκλη­ρό­καρ­δοι.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που ε­πει­δή έ­χουν με­γά­λη α­κα­τα­στα­σί­α και τα­ρα­χή μέ­σα τους, άρ­χι­σαν να ζη­τούν με τρό­πο ψυ­χα­ναγ­κα­στι­κό α­πό­λυ­τη τά­ξη στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους και να θέ­λουν να βά­λουν και τους άλ­λους σε αυ­τή την τά­ξη.
Εί­δα­με α­δελ­φούς να πα­ρα­σύ­ρον­ται α­πό τα ό­ποι­α χα­ρί­σμα­τά τους και να συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται αν­τα­γω­νι­στι­κά, υ­πε­ρο­πτι­κά ή και προ­σβλη­τι­κά προς τους συ­νερ­γά­τες τους προ­κα­λών­τας δι­χα­σμό και αν­τι­πα­λό­τη­τα.

          Πα­ρα­τη­ρών­τας ό­λα αυ­τά και συ­ναι­σθα­νό­με­νοι την δι­κή μας α­μαρ­τί­α, κα­τα­λά­βα­με πως ό­ταν η πνευ­μα­τι­κή ζω­ή συρ­ρι­κνώ­νε­ται σε μια στεί­ρα και α­νε­λεύ­θε­ρη υ­πα­κο­ή στον νό­μο ή σε κά­ποι­ον ε­ξου­σι­ο­λά­γνο πνευ­μα­τι­κό, τό­τε εύ­κο­λα μπαί­νεις στην ψυ­χο­λο­γί­α της σέ­κτας και νο­μί­ζεις πως μό­νο ε­σύ και οι δι­κοί σου έ­χε­τε δί­κιο και ό­λοι οι άλ­λοι σφάλ­λουν.

Ό­ταν, αν­τί να δια­βώ την στε­νή πύ­λη του α­γώ­να να δω τα δι­κά μου πταί­σμα­τα και να μην κρί­νω τον α­δελ­φό μου, αν­τί για την προ­σπά­θεια να α­να­λά­βω την ευ­θύ­νη της α­μαρ­τί­ας μου, με­τα­φέ­ρω την ευ­θύ­νη ε­κτός μου, τό­τε η α­να­σφά­λεια κα­τα­λαμ­βά­νει την ύ­παρ­ξή μου, αν­τι­με­τω­πί­ζω κα­χύ­πο­πτα τους άλ­λους, α­κό­μα και τους α­δελ­φούς μου κι  α­να­ζη­τώ ε­χθρούς εν­τός και ε­κτός των τει­χών. Νο­μί­ζω πως α­φού ε­γώ δεν φταί­ω σε τί­πο­τα κά­ποι­οι άλ­λοι ευ­θύ­νον­ται για το σκο­τά­δι του κό­σμου και αν τους κα­ταγ­γεί­λω αι­σθά­νο­μαι α­να­κού­φι­ση.

 Ό­ταν πι­στέ­ψω πως ό­χι μό­νο ο αλ­λό­δο­ξος ή ο ε­τε­ρό­δο­ξος, αλ­λά και ο α­δελ­φός μου στην ί­δια ε­νο­ρί­α μπο­ρεί να γί­νει α­πει­λή για την πί­στη μου, την Ορ­θο­δο­ξί­α και το έ­θνος, κι ε­γώ, αν­τί να α­σχο­λού­μαι με τα χά­λια μου, θέ­λω να σώ­σω την εκ­κλη­σί­α α­πό τους ε­χθρούς της, τό­τε το προ­σω­πεί­ο μου δεν κιν­δυ­νεύ­ει πλέ­ον, μπο­ρώ να πα­ρα­μέ­νω ί­διος, α­κό­μα κι αν έ­χω δώ­σει τα υ­πάρ­χον­τά μου, κι αν έ­χω με­τα­κι­νή­σει βου­νά κι αν λέ­ω πως θέ­λω να δώ­σω το σώ­μα μου να κα­εί για τον Χρι­στό και δεν κα­τα­λα­βαί­νω πως εί­μαι "κύμ­βα­λο α­λα­λά­ζον".

          Ό­ταν ξε­χά­σω πως σκο­πός της ζω­ής μου εί­ναι η πο­ρεί­α α­πό το κα­τ’ ει­κό­να πως το καθ΄ο­μοί­ω­σιν, η κά­θαρ­ση α­πό τα πά­θη μου για να φω­τι­στώ α­πό το Ά­γιο πνεύ­μα και να πο­ρευ­τώ στην θέ­ω­ση, τό­τε α­συ­νεί­δη­τα βυ­θί­ζο­μαι σε μια αυ­το­δι­και­ω­τι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα. Το μό­νο που θέ­λω εί­ναι να κα­ταγ­γεί­λω τον άλ­λο, αυ­τόν που αν­τι­λαμ­βά­νο­μαι ως α­πει­λή, για­τί μου θυ­μί­ζει πως δεν μπο­ρώ να α­γα­πή­σω, κι αυ­τή εί­ναι η κό­λα­σή μου.

Αν­τί να τολ­μή­σω να ση­κώ­σω τον βα­ρύ Σταυ­ρό της φι­λαυ­τί­ας μου κι έ­τσι να πο­ρευ­τώ στην φι­λα­δελ­φί­α και δι’ αυ­τής στην φι­λο­θε­ΐ­α, θέ­λω να μι­λά­ω δια­ρκώς για αυ­τόν τον υ­πο­τι­θέ­με­νο προ­δό­τη, να α­σχο­λού­μαι α­στα­μά­τη­τα με ο,τι νο­μί­ζω πως με α­πει­λεί, λη­σμο­νών­τας Ε­κεί­νον που εί­πε πως η α­γά­πη έ­ξω βάλ­λει τον φό­βο.  Μια μα­τιά στα θρη­σκευ­τι­κά Sites και Blogs μπο­ρεί εύ­κο­λα να μας πεί­σει. Πό­σο δί­κιο εί­χε ο μέ­γας Ντο­στο­γι­έφ­σκυ ό­ταν έ­γρα­φε πως δεν αν­τέ­χει να εί­ναι ε­λεύ­θε­ρος ο άν­θρω­πος!

***
Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά πά­λι, εί­δα­με α­δελ­φούς, να α­πο­γο­η­τεύ­ον­ται βλέ­πον­τας την κα­τά­στα­ση στην Εκ­κλη­σί­α και να μη­δε­νί­ζουν σχε­δόν τα πάν­τα, να  α­πα­ξι­ώ­νουν τον κλή­ρο, αλ­λά και να σχε­τι­κο­ποι­ούν τον λό­γο των πα­τέ­ρων.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που προ­ερ­χό­με­νοι α­πό ζη­λω­τι­κά πε­ρι­βάλ­λον­τα, κά­ποι­α στιγ­μή της ζω­ή τους ε­πα­να­στά­τη­σαν και πνιγ­μέ­νοι α­πό την κα­τα­πί­ε­ση και την ι­δέ­α ε­νός Θε­ού τι­μω­ρού, α­πό αν­τί­δρα­ση έ­φτα­σαν να αμ­φι­σβη­τούν τους πάν­τες και τα πάν­τα και να χά­νουν την πί­στη τους.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που ε­πει­δή πλη­γώ­θη­καν α­πό κά­ποι­ους εκ­κλη­σι­α­στι­κούς κύ­κλους,  α­πο­γο­η­τεύ­τη­καν πο­λύ, κον­τρά­ρουν κά­θε ά­πο­ψη, αμ­φι­σβη­τούν κά­θε ε­νο­ρια­κή προ­σπά­θεια, ό­λα να τα θε­ω­ρούν μά­ται­α.

Εί­δα­με α­δελ­φούς που ε­πηρ­μέ­νοι α­πό τις πα­νε­πι­στη­μια­κές τους γνώ­σεις λη­σμό­νη­σαν πως α­λη­θι­νή θε­ο­λο­γί­α εί­ναι η εξ α­πο­κα­λύ­ψε­ως πί­στη και η εν με­τα­νοί­α ζω­ή και ό­χι σχο­λα­στι­κι­σμός που ο­δη­γεί στην πε­ρι­φρό­νη­ση της πί­στης του άλ­λου.

Εί­δα­με α­δελ­φούς να μι­λούν δια­ρκώς ε­νάν­τια στο νό­μο και να αρ­νούν­ται κά­θε ό­ριο, κά­θε δόγ­μα, κά­θε πε­ρι­ο­ρι­σμό, κά­θε σχέ­ση με το πα­ρελ­θόν και την πα­ρά­δο­ση. Να κα­τα­φέ­ρον­ται δια­ρκώς ε­νάν­τια στον ζη­λω­τι­σμό, αλ­λά να μην κα­τα­λα­βαί­νουν πως και αυ­τοί προ­βάλ­λουν το ε­γώ τους α­δι­ά­κο­πα, αρ­νούν­ται κά­θε ευ­θύ­νη, προ­τάσ­σουν μια φί­λαυ­τη δί­χως ό­ρια ύ­παρ­ξη, που έ­χει μό­νο δι­και­ώ­μα­τα και κα­θό­λου ό­ρια. Δί­χως να το κα­τα­νο­ούν, λει­τουρ­γούν με πα­ρό­μοι­ο τρό­πο ό­πως και ε­κεί­νοι που κα­τη­γο­ρούν για φα­να­τι­κούς. Αν­τί να ε­ρευ­νή­σουν την πα­ρά­δο­ση για να κα­τα­νο­ή­σουν τι εί­ναι αν­θρώ­πι­νο και τι εκ Θε­ού, κα­τα­σκευά­ζουν ι­δι­ω­τι­κές θε­ο­λο­γί­ες, α­πορ­ρί­πτουν τα πάν­τα και θε­ω­ρούν πως μό­νοι τους θα συν­θέ­σουν την πί­στη τους, μια πί­στη που ε­δρά­ζε­ται στο να κά­νεις ό,τι θέ­λεις, να α­πο­λαμ­βά­νεις ο­τι­δή­πο­τε ε­πι­θυ­μείς, α­δι­α­φο­ρών­τας για τον πλη­σί­ον.
Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις ο πε­ρί προ­σω­πι­κής σχέ­σης λό­γος με τον Χρι­στό μοιά­ζει να εκ­πί­πτει σε μια "προ­ο­δευ­τι­κή"  ι­δε­ο­λο­γί­α, σε μια αν­τι­δρα­στι­κή ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τα, σε ι­δε­ο­λό­γη­μα.

         

***
Φί­λοι κι α­δελ­φοί,
Ως Ορ­θό­δο­ξος γνω­ρί­ζω πως ο δι­χα­σμός που ε­πι­κρα­τεί στην αν­θρω­πό­τη­τα δύ­σκο­λα θε­ρα­πεύ­ε­ται, α­φού ο­λό­κλη­ρη η οι­κου­μέ­νη 2000 χρό­νια με­τά την έ­λευ­ση του Χρι­στού ε­ξα­κο­λου­θεί να κεί­ται εν τω πο­νη­ρώ, και ό­πως έ­λε­γε ο ά­γιος γέρον­τας Σω­φρό­νιος, μέ­χρι σή­με­ρα, ό­χι μό­νο δεν ε­λευ­θε­ρώ­θη­κε α­πό το πνεύ­μα της α­δελ­φο­κτο­νί­ας, αλ­λά συ­νε­χί­ζει α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο να βυ­θί­ζε­ται σε θα­να­τη­φό­ρο πα­ρα­λή­ρη­μα.
Γνω­ρί­ζω ε­πί­σης, πως ε­μείς οι αυ­το­α­πο­κα­λού­με­νοι χρι­στια­νοί, λη­σμο­νή­σα­με τον λό­γο που λέ­ει στους Γα­λά­τες ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος, πως «ό­λος ο νό­μος σε έ­να λό­γο έ­χει εκ­πλη­ρω­θεί, στο να α­γα­πή­σου­με τον πλη­σί­ον μας σαν τον ε­αυ­τό μας, και πως αν ε­μείς δαγ­κώ­νου­με και κα­τα­τρώ­με ο έ­νας τον άλ­λο, κιν­δυ­νεύ­ου­με να αλ­λη­λο­ε­ξον­τω­θού­με» (Γαλ. 5, 14-15). Έ­χον­τας πα­ρα­βεί την εν­το­λή του Ευ­αγ­γε­λί­ου για την προς αλ­λή­λους α­γά­πη, αν­τί να προ­βά­λου­με το πα­ρά­δειγ­μα της ε­νό­τη­τας μι­μού­με­νοι την Α­γί­α Τριά­δα,  γι­νό­μα­στε αν­τι­πα­ρά­δειγ­μα σε έ­να κό­σμο βα­θειά δι­αι­ρε­μέ­νο και εμ­πό­διο στην μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού στον κό­σμο.
Το νέ­ο κρα­σί μπαί­νει για τα κα­λά πλέ­ον στον πα­λιό α­σκό, κι ο α­σκός σχί­ζε­ται και το κρα­σί χύ­νε­ται, μα ε­γώ δεν το κα­τα­λα­βαί­νω, αν­τί για κά­θαρ­ση το μό­νο που πε­τυ­χαί­νω εί­ναι μια ε­ξω­τε­ρι­κή αλ­λα­γή, το προ­σω­πεί­ο μου εί­ναι μια με­τα­τρο­πή του κο­σμι­κού εμ­πα­θούς ε­αυ­τού μου σε έ­ναν εμ­πα­θή εκ­κλη­σι­α­στι­κό ε­αυ­τό. Έ­τσι αν­τί για κά­θαρ­ση, έ­χου­με με­ταμ­φί­ε­ση του πα­λαι­ού αν­θρώ­που σε θρη­σκευ­τι­κό και γι αυ­τό φω­τι­σμός δεν α­κο­λου­θεί και η ψυ­χο­πα­θο­λο­γί­α της α­μαρ­τί­ας πα­γι­ώ­νε­ται.
***
          Α­κού­γον­τάς με κά­ποι­ος να λέ­ω τού­τα τα λό­για, ί­σως νοι­ώ­σει πως πε­ρι­γρά­φω μια ζο­φε­ρή κα­τά­στα­ση που δεν έ­χει κα­θό­λου φως. Κι ί­σως α­κό­μα α­να­ρω­τη­θεί: Ε­σύ που τα λες ό­λα αυ­τά τι κά­νεις για την ε­νό­τη­τα στην Εκ­κλη­σί­α; Δεν νοι­ώ­θεις κι ε­σύ υ­πεύ­θυ­νος για την δι­χό­νοι­α α­φού κρί­νεις τους α­δελ­φούς σου; Κι αν αυ­τές οι δι­α­πι­στώ­σεις που α­να­φέ­ρεις εί­ναι όν­τως σω­στές, ε­σύ τι έ­χεις να μας προ­τεί­νεις;
          Ο­μο­λο­γώ, πως η δι­α­δρο­μή α­πό την με­τα­φο­ρά της ευ­θύ­νης στους άλ­λους μέ­χρι την α­νά­λη­ψη της προ­σω­πι­κής ευ­θύ­νης εί­ναι με­γά­λη. Η α­να­ζή­τη­ση της με­σό­τη­τας εί­ναι δύ­σκο­λη πο­ρεί­α και μοιά­ζει με ι­σορ­ρο­πί­α πά­νω σε τεν­τω­μέ­νο σχοι­νί. Και η α­πό­στα­ση α­νά­με­σα στην κα­τά­κρι­ση και την μη εμ­πα­θή κρί­ση εί­ναι λε­πτή. Θυ­μά­μαι που λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­που ο Πεν­τζί­κης πως "θέ­λω να κά­νω τους πάν­τες α­δελ­φούς μου, και μι­λών­τας για τον X­ρι­στό, μά­λω­σα με την α­δελ­φή μου".
          Ο­μο­λο­γώ πως και κα­τέ­κρι­να και θύ­μω­σα και α­πο­γο­η­τεύ­τη­κα και πει­ρά­στη­κα και στε­να­χω­ρή­θη­κα και α­κό­μη στε­νο­χω­ρι­έ­μαι. Ό­μως ε­κεί­νο που πι­στεύ­ω α­κρά­δαν­τα εί­ναι πως α­φού ο Χρι­στός μάς κά­λε­σε να εί­μα­στε ει­ρη­νο­ποι­οί και πως α­φού σε κά­θε λει­τουρ­γί­α προ­σευ­χό­μα­στε "υ­πέρ της των πάν­των ε­νώ­σε­ως", ο­φεί­λου­με να α­γω­νι­ζό­μα­στε για αυ­τή την ε­νό­τη­τα στην πρά­ξη.

          Και, βέ­βαι­α, δεν μπο­ρού­με να αλ­λά­ξου­με τον άλ­λον αν δεν θέ­λει, αλ­λά μπο­ρού­με να αλ­λά­ξου­με ε­μείς την στά­ση μας, δη­λα­δή να με­τα­νο­ή­σου­με.  

Που ση­μαί­νει πως αν θέ­λω να εύ­χο­μαι στ' α­λή­θεια για αυ­τή την ε­νό­τη­τα πρέ­πει να θυ­μά­μαι την α­προ­ϋ­πό­θε­τη α­γά­πη την ο­ποί­α δί­δα­ξε και με την ο­ποί­α έ­πα­θε ο Χρι­στός. Και πως αν θέ­λω να α­να­στη­θώ πνευ­μα­τι­κά ο­φεί­λω να κά­νω πρά­ξη αυ­τή την πε­ρί­φη­μη φρά­ση του αβ­βά Ι­σα­άκ, ό­τι ο Χρι­στια­νός πρέ­πει να έ­χει «καρ­δί­α και­ο­μέ­νη υ­πέρ πά­σης της κτί­σε­ως, υ­πέρ αν­θρώ­πων, ζώ­ων και του δι­α­βό­λου α­κό­μα», για­τί δι­α­φο­ρε­τι­κά θα εί­μαι κύμ­βα­λο α­λα­λά­ζον.
          Μό­νο έ­τσι γι­νό­μα­στε στα­δια­κά δο­χεί­α της χά­ρι­τος και α­φή­νου­με χώ­ρο για το Ά­γιο Πνεύ­μα να ε­νερ­γή­σει στην ζω­ή μας.

Έ­τσι, λοι­πον, πα­ρα­φρά­ζον­τας τον αβ­βά αυ­τά έ­χω να πω, πρώ­τα α­π’ ό­λα στον ε­αυ­τό μου:

 Αν δεν η­συ­χά­ζου­με στην καρ­διά μας, ας η­συ­χά­ζου­με την γλώσ­σα μας α­πέ­ναν­τι στον α­δελ­φό μας.

Αν δεν κα­τα­λά­βα­με τον λό­γο που λέ­ει, πως ό­ποι­ος κλαί­ει για τις α­μαρ­τί­ες του δεν έ­χει χρό­νο να α­σχο­λη­θεί με τα πταί­σμα­τα του α­δελ­φού του, ας κα­τα­λά­βου­με του­λά­χι­στον, πως η ζω­ή κι ο θά­να­τος ε­ξαρ­τά­ται α­πό τον α­δελ­φό μας, κα­θώς λέ­γει ο αβ­βάς Αν­τώ­νιος.
Και αν δεν μπο­ρού­με να χω­ρέ­σου­με τον α­δελ­φό μας, ας μι­λά­με του­λά­χι­στον σαν α­μαρ­τω­λοί.

Κι αν δεν μπο­ρού­με να γί­νου­με ει­ρη­νο­ποι­οί, ας μην γι­νό­μα­στε του­λά­χι­στον φι­λο­τά­ρα­χοι.

Κι αν δεν μπο­ρού­με να στα­μα­τή­σου­με ό­ποι­ον κα­τα­λα­λεί κα­τά του α­δελ­φού, ας προ­φυ­λά­ξου­με τον ε­αυ­τό μας α­πό την συ­να­να­στρο­φή μα­ζί του.

Κι αν κα­τα­νο­ή­σου­με, κα­θώς λέ­ει το γε­ρον­τι­κό, πως ε­πει­δή α­φή­σα­με κα­τά μέ­ρος το ε­λα­φρύ φορ­τί­ο που εί­ναι η αυ­το­μεμ­ψί­α, γι' αυ­τό τον λό­γο έ­χου­με συν­θλι­βεί α­πό το βα­ρύ φορ­τί­ο, δη­λα­δή την αυ­το­δι­καί­ω­ση.

Κι αν νο­μί­ζου­με πως η Εκ­κλη­σί­α κιν­δυ­νεύ­ει και ε­μείς πρέ­πει να την σὠ­σου­με, ας θυ­μό­μα­στε πως η χά­ρις σώ­ζει κι ό­χι ε­μείς.

Κι αν μας ε­νο­χλούν οι α­πό­ψεις του άλ­λου, ας ψά­ξου­με να κα­τα­λά­βου­με για­τί μας ε­νο­χλούν τό­σο πο­λύ, μή­πως εί­μα­στε πο­λύ εμ­πα­θείς, ο­πό­τε θα πρέ­πει πρώ­τα να θε­ρα­πεύ­σου­με τον ε­αυ­τό μας αν­τί να θέ­λου­με να δι­ορ­θώ­σου­με τους άλ­λους.

  Κι αν πι­στεύ­ου­με πως ο άλ­λος πλα­νι­έ­ται και ε­μείς ορ­θο­δο­ξού­με, ας α­πλώ­σου­με χέ­ρι συμ­φι­λί­ω­σης κι ας α­φή­σου­με τα υ­πό­λοι­πα στο θέ­λη­μα του Θε­ού.

Κι αν πι­στεύ­ου­με πως τί­πο­τε δεν γί­νε­ται δί­χως το θέ­λη­μα του Θε­ού, κι ό­τι αυ­τό το θέ­λη­μα έ­χει να κά­νει με την με­τά­δο­ση της α­γά­πης Του, ας ερ­γα­ζό­μα­στε α­θό­ρυ­βα και α­πλά για την ε­νό­τη­τα, ό­χι κα­ταγ­γέ­λον­τας με τα­ρα­χή, αλ­λά πε­ρι­χω­ρών­τας με κα­ταλ­λα­γή αυ­τόν που έ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κή γνώ­μη.

Κι αν η ζω­ή μας δεν εί­ναι ε­στι­α­σμέ­νη στην προ­σευ­χή να συν­το­νι­στού­με με τα λό­για του Κυ­ρί­ου «ί­να πάν­τες ώ­σι εν, κα­θώς η­μεις εν ε­σμέν», ας έ­χου­με του­λά­χι­στον στο νου μας τα λό­για του ο­σί­ου Πορ­φυ­ρί­ου πως «ό­σο ζει κά­ποι­ος την εν Χρι­στώ α­γά­πη, δεν χω­ρά κα­μιά δι­ά­σπα­ση, κα­νείς φό­βος, ού­τε δι­ἀ­βο­λος, ού­τε θά­να­τος, ού­τε κό­λα­ση» (Βί­ος και λό­γοι).

***
Θα τε­λει­ώ­σω με μια προ­σευ­χή που έ­γρα­ψε ο Γέ­ρον­τας Σω­φρό­νιος, και θα την προ­σφέ­ρω εξ ό­λης της ψυ­χής και εξ ό­λης της δι­α­νοί­ας.

          Δώρησαι  μας, Κύριε, διά  τού  Αγίου  Σου  Πνεύματος  τήν  δύναμη  να ταπεινώνουμε τον εαυτό μας ο ένας  ενώπιον του άλλου, με την κατανόηση όταν κάποιος αγαπά πολύ, πολύ και ταπεινώνεται.

Δίδαξέ μας  να ευχόμαστε ο ένας   ὑ­πὲρ τού  άλλου, να σηκώνουμε τα βάρη ο ένας του άλλου με υπομονή,  καί  ένωσέ μας με τον σύνδεσμο  τής  ακάταλυτης αγάπης με το Ονομά  Σου το Άγιο.  Αμήν.

Ευ­χα­ρι­στώ!