Σελίδες

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Εισήγηση π. Βασιλείου Χριστοδούλου στην παρουσίαση του βιβλίου του π. Χριστοδούλου Μπίθα



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ π. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΠΙΘΑ

«Τό Μυστήριο τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐχαριστίας»
(Πνευματικό Κέντρο Ἱ.Ν.Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μοσχάτου 30.03.14)

Σεβαστοί πατέρες
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Θά ἤθελα προκαταβολικά καί μέσα ἀπ’ τήν καρδιά μου νά εὐχαριστήσω τόν ἀγαπημένο μου ἀδελφό τόν π. Χριστόδουλο, πού μέσα στό συντροφικό μονοπάτι τοῦ ἐξώφυλλου τοῦ βιβλίου του ἐνέταξε καί τήν δική μου περπατησιά, μοναχική κι αὐτή καί συννεφιασμένη, ἀλλά σέ μονοπάτι πού ἤ θά ὑψωθεῖς σέ φάρο ἤ θά τελειώσεις σέ γκρεμό. Δέν εἶναι λογοπαίγνιο. Κάντε 366 βήματα μέσα στό μονοπάτι τοῦ βιβλίου καί θά τό διαπιστώσετε.
     Τοῦ τό ’χα ἐκμυστηρευτεῖ, πῶς ἀπό μικρό παιδί μέ μάγευαν οἱ φάροι. Παρεκκλήσιο μέ καμπαναριό τόν φάρο σέ θέα ὠκεάνιας νηνεμίας καί ἀντάριας εἶναι ἀκόμα τό ὄνειρό μου.
Ἐκεῖ λοιπόν πού δέν τό περίμενα αἰχμαλώτισε τήν στιγμή, τήν αἰσθάνθηκε σημαντική καί χωρίς νά τό καταλάβω βρέθηκα σέ κάδρο φωτογραφικό.
     Ὅλα τά χρόνια μου μέ τόν παπα Χριστόδουλο τόν ἀντιλαμβανόμουν στήν ἔνταση τῆς στιγμῆς, στό χάρισμα τῆς σύλληψης τοῦ αἰώνιου μέσα στό φευγαλέο, τῆς γεύσης τοῦ μόνιμου στό προσωρινό. Ζεῖ γιά τήν στιγμή πού οἱ ἄλλοι μόνιμα θά προσπερνοῦν. Γι’ αὐτό καί τελευταῖα στούς περιπάτους μας ἔχει ἀνά χεῖρας τόν φωτογραφικό φακό, νά συλλαμβάνει τά ἀντικειμενικῶς ἀπομακρυσμένα, ὅσα τό μάτι δέν μπορεῖ νά πιάσει, ἀλλά ὅσα ἤδη ἡ καρδιακή συναίσθηση ἔχει ἀπό πρίν δεῖ καί ἀγκαλιάσει.
    Εἶναι κάπως περίεργο στήν αἴσθηση, κάποιος, ἐνῷ δέν τό γνωρίζεις, νά ἔχει θεωρήσει σημαντική μιά στιγμή σου καί νά τήν ἔχει περισυνελέξει, σάν κομμάτι ἀπό ναυάγιο τοῦ χρόνου στόν ὠκεανό τῆς λήθης.
  Αὐτό βέβαια πού ἔκανε φωτογραφικά σ’ ἐμένα τοῦ τό ἔκανε συγγραφικά ὁ ἐπιμελητής τοῦ βιβλίου, ὁ Σωτήρης Κόλλιας. Ὅλα τά περιεχόμενα τοῦ βιβλίου ἀποτελοῦν λόγο προφορικό. Δέν δημιουργήθηκαν γιά νά περισυλλεχθοῦν στό χαρτί καί νά διασωθοῦν συγγραφικά. Κι ὅμως, ἐδῶ συναντᾶται ὅλη ἡ μαγεία τοῦ καρδιακοῦ ἱερατικοῦ λόγου. Μπορεῖ νά ἀγγίζει τούς ἀνθρώπους ἐνεργοποιώντας τους τέτοιες ἐπιθυμίες, καί  τό ἐκφέρον ὑποκείμενο, ὁ ἱερέας, νά μήν τό συνειδητοποιεῖ. Κι ὅλα τά ἐνεργεῖ ὁ Παράκλητος.
Ὁ κηρυγματικός λόγος μας, πολλές φορές εἶναι σπουδαιότερος ἀπ’ ὅσο ἐμεῖς τόν ἀξιολογοῦμε. Ἀγγίζει ἀνθρώπους πού δέν θά περιμέναμε ἤ ἐνεργοποιεῖ καταστάσεις πού οὔτε κἄν φανταζόμασταν.
      Ὁ Σωτήρης λοιπόν συλλαμβάνοντας αὐτές τίς κηρυγματικές στιγμές στόν χῶρο τῆς ἔκπληξης, ἀπομαγνητοφωνοῦσε τίς ὁμιλίες καί τίς ἐπεξεργαζόταν. Ὅταν πιά τό γνωστοποίησε στόν παπα-Χριστόδουλο ὁ δρόμος τοῦ βιβλίου εἶχε ἤδη ἀνοιχθεῖ.
 Πόση χαρά καί εὐχαριστία ἄρραγε μπορεῖ νά κρύβεται πίσω ἀπ’ τήν ἐξώθυρα τοῦ βιβλίου; Πίσω ἀπό τοπίο ἀσπρόμαυρο, μέ τήν φύση θεόρατη, στατική καί ἀγναντεύουσα τόν μοναχικό περίπατο δύο μικροσκοπικῶν πλασμάτων;
     Σ’ ἕνα κόσμο πού ἔχει ἐκπαιδευτεῖ νά ταυτίζει τήν χαρά μέ τήν διασκέδαση καί τήν εὐχαριστία μέ τήν ἰδιοτελῆ ἠδονή, τό βιβλίο τοῦτο εἶναι καταδικασμένο ἤδη ἀπ’ τό ἐξώφυλλό του στά ἀζήτητα. Γιά ὅσους ὅμως ἡ Εὐχαριστία εἶναι Θεία καί ἡ χαρά Μυστήριο, θά βλέπουν πάντα τόν ἑαυτό τους σέ μιά ἀπ’ τίς δύο συνοδοιπορούσες φιγούρες, διότι τέτοιες μοναξιές χρειάζονται γιά νά περιμαζεύεις τή χαρά μέσα σου καί πάντοτε ἄλλον ἕνα ἤ καί κάποιους ἐλάχιστους γιά νά σέ καταλαβαίνουν.
      Νομίζω πῶς ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου ἐκφράζεται μέ τρόπο ἀπόλυτα περιεκτικό στόν ρηματικό ὑπότιτλό του: «Ἀναζητώντας». Ἐπιτέλους, διαβάζεις ἕνα ἐκκλησιαστικό-θεολογικό κείμενο καί δέν αἰσθάνεσαι ὅτι ὅλοι εἶναι κάπου φτασμένοι καί ἐσύ ὁ μόνος χαμένος. Εἶναι πολύ σημαντικό τό «ἀναζητώντας» νά ἐκφράζει πρώτιστα τόν συγγραφέα καί κατόπιν τόν ἀναγνώστη.
        Σέ ὅλη τήν ὁδοιπορία τῶν κειμένων τοῦ βιβλίου καταλαβαίνεις τό γιατί οἱ δυό φιγοῦρες τοῦ ἐξωφύλλου δέν δείχνουν τό πρόσωπό τους. Γιά νά πάρουν τό δικό σου. Ἐσύ καί ὁ συγγραφέας σέ ἕνα ταξίδι συνάντησης τοῦ Χριστοῦ τῆς Ἀγάπης μέ πλοηγό τό Εὐαγγέλιο, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἀναφέρει στό προλογικό του σημείωμα.
     Τά κείμενα τοῦ βιβλίου ὡς ἐπί τό πλεῖστον δέν εἶναι προϊόντα ἐπιμελημένης συγγραφῆς προδιαγεγραμμένων ὁμιλιῶν. Μέ βασικό βέβαια πάντοτε ὑπόβαθρο τήν εὐθύνη μιᾶς προετοιμασίας τοῦ συγγραφέα ἀπό πρίν, ἀποτελοῦν τοκετούς τῆς στιγμῆς, κάτι πού φανερώνει γονιμοποιημένη καρδιά πολλῶν ἐτῶν ἀλλά σίγουρα καί χάρισμα ρητορικό.
      Στόν π. Χριστόδουλο ἀρκεῖ μιά λέξη, μιά ἔννοια, μιά σκέψη - αἰχμηρή βέβαια - γιά νά τρώσει τήν καρδιά καί τήν σκέψη του, ἀπ’ τήν ὁποία ἀρχίζει νά ξεχύνεται ἕνας χείμαρρος ὁρμητικός λόγου καρδιακοῦ καί χάριτος πνευματικῆς.
      Αὐτή τήν ὁρμητικότητα τοῦ προφορικοῦ λόγου κατάφερε νά διασώσει ἀλώβητη ἀπ’ τήν μεταφορά της στόν γραπτό ὁ Σωτήρης Κόλλιας, σέ σημεῖο πού νά λαχανιάζεις διαβάζοντας τό κείμενο, στήν προσπάθειά σου νά ἀκολουθήσεις τόν συγγραφέα.
Εἶναι κείμενα πού ἄν τολμήσεις νά τά διαπλεύσεις μέ μιά καί μόνο βουτιά, μᾶλλον θά πνιγεῖς. Χρειάζεσαι νησίδες ξεκούρασης καί ἀνάπαυσης γιά νά συνεχίσεις, τίς ὁποίες ὁ π.Χριστόδουλος φρόντισε ἐπιμελῶς νά τοποθετήσει μέσα στό βιβλίο του, καί πού δέν εἶναι ἄλλες ἀπ’ τίς καταπληκτικές φωτογραφίες (τραβηγμένες ἀπ’ τόν ἴδιο) καί φυσικά τά ἐξαιρετικά ἀποσπάσματα κειμένων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (σύγχρονων καί παλαιῶν), κλασικῶν συγγραφέων ἀλλά καί ποιητῶν. Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης Χρυσσόστομος, Μάξιμος ὁμολογητής, Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης καί Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Ἐλύτης, Βρεττᾶκος καί Ντοστογιέφσκι συνθέτουν ἕνα σύμπλεγμα νησίδων παραδείσου.
        Ἀποσπάσματα κειμένων πού δέν τά αἰσθάνεσαι πεταμένα μέσα στίς σελίδες τοῦ βιβλίου, ἀλλά στοιχισμένα στήν ἴδια ἀναζήτηση, δίψα καί πεῖνα τοῦ Ἀπόλυτου καί Αἰώνιου Θεοῦ στό διάβα τῶν αἰώνων.
       Ἡ μία ἀπ’ τίς ἑπτά ἑνότητες τοῦ βιβλίου δίνει καί τήν ὀνομασία της στό βιβλίο, «τό μυστήριο τῆς χαρᾶς καί εὐχαριστίας». Καθόλου τυχαῖο γιά κάποιον πού γνωρίζει τόν π.Χριστόδουλο, γιά τόν ὁποῖο κεντρικός ἄξονας τῆς ἱερατικῆς του καί ὄχι μόνο ζωῆς εἶναι ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε»[1]. Καί ὁ π.Χριστόδουλος τό νοηματοδοτεῖ μέσα ἀπ’ τίς σελίδες τοῦ βιβλίου του: «Δηλαδή, να έχετε σχέση προσωπική, διαρκή, ζωντανή με τον Χριστό, σχέση χαράς κι ευχαριστίας ό,τι κι αν σας συμβαίνει, διαφορετικά είστε αχάριστοι. Θα πει κάποιος ‘’τί θα πει να ευχαριστώ, τί θα πει να χαίρομαι;’’ Θα πει να το ζούμε συνεχώς, να το λέμε ασταμάτητα και στα χρόνια τα δύσκολα πού έρχονται, να το ζούμε σε κάθε Θεία Λειτουργία αλλά και όλη την εβδομάδα. Θα πει να αναγνωρίσουμε πώς το μεγάλο δώρο που μας έδωσε ο Θεός, την ζωή, πρέπει με έναν τρόπο να το αντιπροσφέρουμε, να Του την γυρίσουμε πίσω ως ευχαριστία.
Πώς; Με το να χαιρόμαστε κάθε στιγμή. Δεν είναι δικαιολογία να γκρινιάζω γι' αυτά που χάνω, ή να απασχολώ ασταμάτητα το μυαλό μου για όσα έχω.  Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα, είναι ένα δώρο του Θεού πολύτιμο, πού μας το έδωσε, όχι για να ονειρευόμαστε πλούτη και μεγαλεία, αλλά να το χαιρόμαστε με τους ανθρώπους που αγαπάμε. Να έχουμε χαρά, προσφορά και στους άλλους, όσο μπορεί ο καθένας. Πολλές φορές απογοητευόμαστε και λέμε ή όλα ή τίποτα. Δεν είναι έτσι. Ανοίγομαι λίγο, έρχεται η χάρις του Θεού και με αναπληρώνει. Δεν ανοίγομαι καθόλου, κλείνομαι στον εαυτό μου, με τρώει η κατάθλιψη. 0ι περισσότεροι από εμάς είμαστε κλεισμένοι στην κυριολεξία στα σπίτια μας. Οι νεότεροι μ' έναν υπολογιστή μπροστά τους, οι μεγαλύτεροι με μια τηλεόραση. Κι ο καιρός περνάει και χάνεται.»[2]
        Ἄξιο προσοχῆς εἶναι ὅτι ἡ θεματολογία τῶν κειμένων αὐτῶν, μέσα ἀπ’ τά ὁποῖα ὁ π.Χριστόδουλος πραγματεύεται τήν ἔννοια τῆς χαρᾶς καί εὐχαριστίας, εἶναι θεματολογία ὀδύνης, ὁ βασανισμός τῶν δέκα λεπρῶν ἀνδρῶν, ἡ ἀποσκίρτηση τοῦ νεώτερου υἱοῦ στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου καί ἡ ἐξ αὐτῆς ὀδύνη τῆς Πατρικῆς καρδιᾶς, ἡ ταλαιπωρία τῆς συγκύπτουσας γυναίκας, ἡ σκληροκαρδία τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων κατά τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα. Καί τοῦτο διότι, τό γεγονός τῆς χαρᾶς εἶναι γεγονός ἀνεύρεσης προσώπου ἐντός σου καί αὐτό χρήζει μεγάλης ἐνδοσκαφῆς. Ἡ ὀδύνη ἀνασκάπτει τόν ἄνθρωπο, σμιλεύει τόν ἀκατέργαστο ὄγκο μέσα του καί διαμορφώνει τίς προϋποθέσεις συνάντησης τοῦ καλλιτέχνη Θεοῦ μέ τό ἀριστούργημά Του, τόν ἄνθρωπο.
        Ὁ ἴδιος ὁ π. Χριστόδουλος σημειώνει ἐμφατικά: «Σ' αυτόν τον κόσμο, υπάρχουν διαφόρων ειδών χα­ρές. Είναι, εκείνες πού προκύπτουν από τις επιτυχίες μας, την ευημερία μας, τα επιτεύγματα μας. Είναι η χαρά πού νοιώθουμε από τις σχέσεις μας, από την αί­σθηση ότι μας αγαπούν κι ότι αγαπάμε. Είναι η χαρά από την διασκέδαση της καθημερινότητας, από την απόλαυση της ύλης. Είναι και οι χαρές, πού επιδιώ­κουμε μέσα από την ικανοποίηση των παθών μας, την εξουσία, το χρήμα, την κατοχή αγαθών, από τις διάφο­ρες καταχρήσεις.
Όμως, ζούμε σε έναν κόσμο φθαρτό, σε έναν κόσμο, όπου κυριαρχεί ό πόνος, η θλίψη, η αδικία, η βία. Εύ­κολα η χαρά μας μπορεί να χαθεί και να αισθανθού­με αυτό πού ανακράζει ο Εκκλησιαστής: ‘’Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης’’.
Βλέπουμε στις μέρες μας να υποχωρεί η ψευδαί­σθηση της ευδαιμονίας μας, καθώς παρατηρούμε την πνευματική και πολιτισμική παρακμή να μας καταπνίγει, τους ισχυρούς της γης να παίζουν πάλι τα παιχνίδια εξουσίας, την οικονομική κρίση να ρίχνει πολλούς ανθρώπους στην απελπισία. Κι όλο ακού­με για πολέμους και απειλές πολέμων, ακούμε για εμφύλιους και στυγνές δικτατορίες και πείνα κι αρ­ρώστιες φοβερές. Πόσο εύκολα μπορεί η προσωπική μας χαρά να χαθεί! Πόσες σχέσεις δεν αποτυχαίνουν, πόσες φιλίες δεν χαλάνε, πόσες συγγένειες δεν φτά­νουν στην απομάκρυνση και την αποξένωση. Πόσοι από εμάς αφού τα ζήσαμε όλα, τα «κάναμε» στην κυριολεξία όλα, δεν πέσαμε σε μια κατάσταση ανηδονίας, σε ένα βάραθρο ανικανοποίητου συναισθή­ματος, όπου τίποτε δεν μας γεμίζει, τίποτα δεν μας χαροποιεί. Κι αναρωτιόμαστε: Υπάρχει άραγε χαρά στον κόσμο αυτό; Πού θα βρούμε την αληθινή χαρά; [...]
Μα, αυτό είναι το μυστικό, όσων από αρχής μέ­χρι των εσχάτων πιστεύουν αληθινά, σχετίζονται προ­σωπικά με τον Χριστό, νοιώθουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ζωή τους, αποζητούν την ειρήνη στην ψυχή, πολεμούν τα πάθη τους, πολεμούν να αγαπή­σουν τον Θεό, τον πλησίον και τον εαυτό τους. Η Πα­ναγία είναι πηγή της χαράς και γη της επαγγελίας, γιατί αυτή έφερε την χαρά στον κόσμο, τον Χριστό. Κι η μόνη αληθινή χαρά είναι ο Ιησούς Χριστός.»[3]
      Τό βιβλίο γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι τόσο ἕνα ἐγχειρίδιο γιά τό πῶς μπορεῖς νά ζήσεις ἐν Χριστῷ,  ὅσο ἕνα ἀπόσταγμα γιά τό πῶς κάποιοι ἤδη τό προσπαθοῦν. Καί τοῦτο διότι ἡ ζωή τῆς Εὐχαριστίας γιά τόν π.Χριστόδουλο δέν εἶναι ὑπόθεση στοχασμοῦ οὔτε ἀφορμή θεωρητικῆς ἐνασχόλησης, ἀποτελεῖ τρόπο ἔμπρακτου βιώματος, κοινοτικοῦ τρόπου, ζωῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν-ὁρίοις.
       Ὁ Γάλλος ποιητής Ρενέ Σάρ ὑποστηρίζει πῶς: «Τήν ἐμπειρία πού διαψεύδεται ἀπό τήν πραγματικότητα, αὐτήν ὁ ποιητής προτιμάει»[4]
Ὁ χῶρος στόν ὁποῖο βρισκόμαστε εἶναι ἡ μήτρα πού γέννησε τό βιβλίο, ἀκριβῶς γιατί σαρκώνει περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου πού ἀποζητᾶ τήν ζωή τοῦ Πνεύματος, τόν Εὐχαριστιακό τρόπο ζωῆς, νά σχετιστεῖ μέ τόν ἀδελφό του, νά ἀρνηθεῖ τήν ἰδιωτική θρησκευτικότητα, νά ἐκκλησιαστικοποιήσει τά χαρίσματά του, νά πορευθεῖ στόν Χριστό ὡς Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα ἱστορικό ἀγάπης καί ὄχι ὡς ἀτομικό κατόρθωμα ἀξιομισθιῶν.
Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἀγωνιώντας φωνάζει: «Ή σύναξη μετά την Ευχαριστία να είναι μια ζεστή αγκαλιά, όπου οι άνθρωποι να αισθάνονται πρόσωπα, να συμμετέχουν σε συζητήσεις, να δημιουργούν, να κα­τηχούνται. Να γίνει η ενορία εργαστήριο αγιότητας, κα­ταφύγιο των αναγκεμένων, λημέρι των μετανοούντων, κρυφό σχολειό, όπου θα διδάσκεται η πραγματική ιστο­ρία κι ο λόγος του Θεού. [...] Όλα αυτά έχουμε το χρέος να τα μεταδώσουμε στις γενιές πού έρχονται. Ἔτσι λοιπόν, ἀντί νά γκρινιάζουμε, ἄς πλαισιώσουμε ἐνεργά ὅσους ἐπισκόπους καί ἱερεῖς ἀγωνίζονται, ἄς βροῦμε μιά ἐνοριακή κοινότητα ὅπου νά ἀναπαυόμαστε ... καί ἄς συμμετάσχουμε ἐνεργά στήν κοινή διακονία»[5]
      Σ’ αὐτήν τήν προσπάθεια ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει ὅλα τά ἐρωτήματα τῆς ὕπαρξης, τόν θάνατο, τήν ἀρρώστεια, τήν ἀπώλεια μιᾶς εὐζωΐας, τήν κρίση ἀξιῶν, ἤθους καί θεσμῶν, τίς ἀμφιβολίες, τήν μετάνοια καί αὐτογνωσία, τήν χαρά καί τή λύπη, τήν γνησιότητα καί ὑποκρισία, τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἐμπιστοσύνη. Ὅλα αὐτά καί ἄλλα ἀκόμη εἶναι τά ἐπιμέρους κεφάλαια τοῦ βιβλίου. «Ὑπάρχει κύριοι μιά σημασία τοῦ βιβλίου» ἀναφέρει ὁ Ἐλύτης, «πού ὑπερβαίνει τήν ἑκάστοτε ὠφελιμότητα τοῦ περιεχομένου του καί πού θά τολμοῦσα νά τήν ἀποκαλέσω ‘’μεταφυσική’’.... Κάθε ἄνθρωπος, καί ὁ πιό ἀσήμαντος, μέ ὅλα τά μικρά ἤ μεγάλα περιστατικά τῆς ζωῆς του (καί ὄχι τόσο τά σωματικά ὅσο τά ψυχικά), μπορεῖ, χάρη στό βιβλίο, νά μεταμορφωθεῖ σ’ ἕνα ὀρθογώνιο μικρό ἀντικείμενο, ἱκανό παρ’ ὅλ’ αὐτά νά ξεπερνᾶ τόν ἀφανισμό του καί νά εἰσέρχεται σέ μιάν ἄλλου εἴδους διάρκεια, ἐκείνην πού μέ τό ἀνέφικτό της ἀποτελοῦσε καί τό δράμα του»[6] Ὁ π. Χριστόδουλος εἰσῆλθε σ’αὐτήν τήν διάρκεια μέσα μας, μεταμορφωμένος σ’ αὐτό τό ὀρθογώνιο μικρό ἀντικείμενο. Εἰσῆλθε μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του, τῆς ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἔτσι ὅπως τό ἀποτυπώνει σέ τόνο φωτεινά εὐχαριστιακό ὁ ἀγαπημένος του Νικηφόρος Βρεττᾶκος: «Σιγά σιγά με περιέβαλε ολόκληρον αυτό το φως, που έμεινε, όπως φαίνεται, μετά τη φωτιά. Αυτό το φως που δε λαβώνεται και σε κάνει να νιώθεις νηφάλιος, μέσα στις καθημερινές αντιθέσεις της ζωής, νηφάλιος ακόμη και μέσα στη θύελλα. Δεν παρακαλώ σ' αυτό τον κόσμο για τίποτε περισσότερο. Η παράκληση μου δεν ξεπερνάει τις απαιτήσεις των σπουργιτιών. Μια παράκληση για δυο σπόρους μόνο. Να μπορώ να υπάρχω μόνο πάνω στη γη και να χαίρο­μαι αυτή τη διπλή απέραντη θέα: τον ουρανό και τα μάτια σου.»[7]

Σᾶς εὐχαριστῶ.

 





[1] Α΄Θεσ. ε΄ 16-18
[2] Ἀπό τήν ὁμιλία «ὁ φόβος τοῦ θανάτου», σ. 326, 327
[3] Ἀπό τήν ὁμιλία «Ἡ χαρά τῶν Χριστιανῶν», σ. 189,190
[4] Παραπομπή ἀπὀ Ὀδυσσέα Ἐλύτη «Σύν τοῖς ἄλλοις», ἐκδ.: ὕψιλον/βιβλία 2011, σ. 267
[5] Ἀπό τό κεφάλαιο «Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας», σ. 68, 69
[6] «Λόγος γιά τήν ‘’ἔκθεση βιβλίου’’ τῆς Φραγκφούρτης», στό «Τά μικρά Ἔψιλον»,  Ἐν λευκῷ», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2006, σ. 309
[7] «Ἐνώπιος ἐνωπίῳ» ἡμερολογιακές σημειώσεις 1962, ἐκδ.: Ποταμός 2012, σ. 29