Σελίδες

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ



Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστόδουλου Μπίθα



Την Κυ­ρια­κή πριν το Πά­σχα και α­φού έ­χει γί­νει το θαύ­μα της α­να­στά­σε­ως τού Λα­ζά­ρου κι έ­χει α­κου­στεί πο­λύ στην Ι­ε­ρου­σα­λήμ, ο Ι­η­σούς Χρι­στός πα­ραγ­γέλ­νει στους μα­θη­τές Του να βρουν έ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι και μ’ αυ­τό να μπει στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. Η κί­νη­ση δεν εί­ναι τυ­χαί­α. Έ­χει μια συμ­βο­λι­κή και μια πρα­κτι­κή ερ­μη­νεί­α. 


Η συμ­βο­λι­κή ερ­μη­νεί­α πα­ρα­πέμ­πει στον προ­φή­τη Η­σα­ΐ­α, ό­ταν ε­κεί­νος α­ναγ­γέλ­λει ό­τι κά­πο­τε με αυ­τό τον τρό­πο, ό­πως το α­κού­σα­με στο Ευ­αγ­γέ­λιο θα έρ­θει ο Μεσ­σί­ας-αυ­τός που θα σώ­σει τον Ισ­ρα­ήλ. Βε­βαί­ως, το πως θα ή­ταν ο Μεσ­σί­ας ή­ταν έ­να ζή­τη­μα αμ­φι­σβη­τού­με­νο, που ο­δή­γη­σε τε­λι­κά και στην κα­τα­δί­κη του Χρι­στού α­πό τους Ε­βραί­ους, α­φού πε­ρί­με­ναν έ­να Μεσ­σί­α κο­σμι­κό, εί­τε που θα εί­χε μια πο­λι­τι­κή ε­ξου­σί­α, εί­τε μια ε­ξου­σί­α που θα την ε­πέ­βαλ­λε διά του ι­ε­ρα­τεί­ου, πάν­τως ό­χι αυ­τό το ο­ποί­ο ή­ταν ο Χρι­στός. 


Ο Χρι­στός μπή­κε στην πό­λη ό­χι πά­νω σ’ έ­να υ­πέ­ρο­χο ά­λο­γο ό­πως συ­νή­θως μπαί­νουν οι βα­σι­λιά­δες, οι πρίγ­κι­πες, οι πο­λε­μι­στές, αυ­τοί οι ο­ποί­οι προ­τάσ­σουν την ε­ξου­σί­α και την δύ­να­μή τους. Ο Χρι­στός μ’ αυ­τή την κί­νη­ση δη­λώ­νει ό­τι εκ­πλη­ρώ­νει την προ­φη­τεί­α και ταυ­τό­χρο­να χλευά­ζει τους ι­σχυ­ρούς της γης σε ό­λες τις ε­πο­χές. Κι ο λα­ός, ε­πει­δή γνω­ρί­ζει την προ­φη­τεί­α, ε­πει­δή έ­χει α­κού­σει για την α­νά­στα­ση του Λα­ζά­ρου, το θαύ­μα των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων κι ό­λα τα άλ­λα θαύ­μα­τα, ο λα­ός αυ­τός που τό­σο εύ­κο­λα πα­ρα­σύ­ρε­ται, ό­πως πάν­τα, ό­πως και τώ­ρα, παίρ­νει τα βά­ι­α των φοι­νί­κων και αρ­χί­ζει και τα κου­νά­ει κα­θώς Ε­κεί­νος μπαί­νει στην πύ­λη πά­νω στο γα­ϊ­δου­ρά­κι. Για­τί το κά­νουν αυ­τό; 


Υ­πάρ­χει μια με­γά­λη γι­ορ­τή των Ε­βραί­ων, η γι­ορ­τή της Σκη­νο­πη­γί­ας. Σ’ αυ­τή την α­γρο­τι­κή και θρη­σκευ­τι­κή ε­ορ­τή, που­τε­λεί­ται προς ευ­χα­ρι­στί­α για την συγ­κο­μι­δή των καρ­πών και προς α­νά­μνη­ση της κα­θο­δή­γη­σης του Ισ­ρα­ήλ α­πό τον Θε­ό στην Έ­ρη­μο του Σι­νά και την δι­α­μο­νή τους σε σκη­νές ε­βγαι­ναν οι Ισ­ρα­η­λί­τες α­πό τά σπί­τια τους κι έ­με­ναν σε σκη­νές. Την τε­λευ­ταί­α μέ­ρα της ε­ορ­τής της Σκη­νο­πη­γί­ας σε πο­λύ λαμ­πρή α­τμό­σφαι­ρα ο λα­ός έ­ψελ­νε τον στί­χο στην α­να­μο­νή του Μεσ­σί­α, ο ο­ποί­ος θα ε­λευ­θέ­ρω­νε το Ισ­ρα­ήλ α­πό τους συ­νε­χείς ε­ξευ­τε­λι­σμούς και τις αιχ­μα­λω­σί­ες και τις μα­ζι­κές ε­κτε­λέ­σεις που υ­φί­στα­το α­πό τους κά­θε λο­γής κα­τα­κτη­τές. Κρα­τού­σαν τα βά­ι­α των φοι­νί­κων, ι­τι­ές και μυρ­τι­ές, και τα κου­νού­σαν στην α­να­μο­νή του Μεσ­σί­α, ε­νώ έ­ψελ­ναν τον στί­χο α­πό τον ψαλ­μό 117 του Δαυ­ίδ που λέ­ει «ευ­λο­γη­μέ­νος ο ερ­χό­με­νος εν ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου». Συ­νε­πώς, ό­ταν ο Κύ­ριος μπαί­νει στην Ι­ε­ρου­σα­λήμ ο λα­ός γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά αυ­τό τον ψαλ­μό, τον ψέλ­νει, κου­νά­ει τα βά­ι­α των φοι­νί­κων, ό­χι α­πλώς συμ­βο­λι­κά αλ­λά για να Του δεί­ξει ό­τι Τον α­να­γνω­ρί­ζει ως Μεσ­σί­α.


Στη ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή βλέ­που­με ό­λους τους πρω­τα­γω­νι­στές του θεί­ου δρά­μα­τος, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και τους δι­α­φο­ρε­τι­κούς τύ­πους του αν­θρώ­που μέ­σα στην ι­στο­ρί­α, α­πό ε­κεί­νη την ε­πο­χή μέ­χρι και σή­με­ρα. Θα μπο­ρού­σα­με στους τύ­πους που θα πε­ρι­γρά­ψου­με εν τά­χει, να δού­με τους ε­αυ­τούς μας, την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α, αλ­λά και τις κοι­νω­νί­ες ό­λου του κό­σμου.

Ο πρώ­τος τύ­πος που πρω­τα­γω­νι­στεί στη ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή και σε ό­λο το ευ­αγ­γέ­λιο εί­ναι οι Φα­ρι­σαί­οι και οι Γραμ­μα­τείς. Αυ­τοί, δη­λα­δή, που έ­χουν την πο­λι­τι­κή και ταυ­τό­χρο­να την θρη­σκευ­τι­κή ε­ξου­σί­α. Δυ­στυ­χώς πολ­λές φο­ρές οι άρ­χον­τες εί­ναι σκλη­ρό­καρ­δοι, αλ­λο­τι­ο­ω­μέ­νοι α­πό την ε­ξου­σί­α και την δό­ξα. Εί­ναι α­με­τα­κί­νη­τοι στις δι­κές τους α­πό­ψεις. Εί­ναι α­πο­κομ­μέ­νοι α­π’ τις α­νάγ­κες του λα­ού. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Φα­ρι­σαί­οι θρη­σκεύ­ουν με έ­να α­πό­λυ­τα νομικό και τυπολατρικό τρό­πο. Τέ­τοι­οι τύ­ποι αν­θρώ­πων υ­πάρ­χουν πάν­τα και θα υ­πάρ­χουν και στην θρη­σκευ­τι­κή και στην πο­λι­τι­κή ε­ξου­σί­α. Αν δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε να βρού­με α­να­λο­γί­ες ας πά­με στο Ισ­λάμ για να βρού­με ε­κεί­νους τους σκλη­ρούς θρη­σκευ­τι­κούς άρ­χον­τες, στο Ι­ράν, στο Αφ­γα­νι­στάν κ.λπ. Αλλά δυστθχώς υπάρχουν και ανάμεσά μας.  


Στη συ­νέ­χεια έ­χου­με τον λα­ό. Τον λα­ό που εί­ναι ι­κα­νός σε ό­λες τις ε­πο­χές για το κα­λύ­τε­ρο και για το χει­ρό­τε­ρο. Εί­ναι ο λα­ός που μπο­ρεί να αν­γνω­ρί­σει και ν’ αγ­κα­λιά­σει τους ἀ­ξιους αν­θρώ­πους. Ό­μως μπο­ρεί να πα­ρα­συρ­θεί α­πό τον κά­θε λα­ϊ­κι­στή, τον κά­θε λα­ο­πλά­νο, τον κά­θε ε­πι­τή­δει­ο, τον κα­θέ­να που θα του τά­ξει ψω­μί και θαύ­μα, τον κα­θέ­να που θα του υ­πο­σχε­θεί ε­ξου­σί­α και δύ­να­μη. Ο λα­ός αυ­τός την Κυ­ρια­κή των Βα­ΐ­ων α­να­γνω­ρί­ζει τον Μεσ­σί­α. Μό­νο που α­να­γνω­ρί­ζει ε­κεί­νο τον Μεσ­σί­α που οι λα­οί θέ­λου­νε σε ό­λες τις ε­πο­χές. Κα­τη­γο­ρού­με τους Ε­βραί­ους σή­με­ρα ό­τι πε­ρι­μέ­νουν α­κό­μα αυ­τόν τον Μεσ­σί­α. Μα και οι λα­οί ό­λου του κό­σμου έ­να τέ­τοι­ο Μεσ­σί­α θα ή­θε­λαν. Κι αν δεν τον πε­ρι­μέ­νουν προ­σπα­θούν κά­θε τό­σο να τον ψη­φί­σου­νε ή τον α­πο­δέ­χον­ται ό­ταν εμ­φα­νί­ζε­ται στην μορ­φή ε­νός στυ­γνού δι­κτά­το­ρα. Που στην συ­νέ­χεια μπο­ρεί να τους αι­μα­το­κυ­λί­σει, να τους εγ­κλω­βί­σει και να τους α­πο­κοι­μί­σει.


 Ο λα­ός πε­ρι­μέ­νει τον Μεσ­σί­α που θα τον ε­λευ­θε­ρώ­σει κι έ­τσι την Κυ­ρια­κή ζη­τω­κραυ­γά­ζει και ε­πα­να­λαμ­βά­νει τους ψαλ­μι­κούς στί­χους. Ο ί­διος λα­ός, το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του, με­τά α­πό 3-4 μέ­ρες θα ζη­τά­ει να ε­λευ­θε­ρώ­σουν έ­να λη­στή για­τί αι­σθά­νε­ται για μια α­κό­μη φο­ρά α­πο­γο­η­τευ­μέ­νος. Πού εί­ναι αυ­τός που θα δώ­σει δύ­να­μη και ε­ξου­σί­α; 


Τα άλ­λα πρό­σω­πα που πρω­τα­γω­νι­στούν στη ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή εί­ναι οι μα­θη­τές. Οι μα­θη­τές έ­χουν μια α­να­ζή­τη­ση. Δεν δι­στά­ζουν να α­πο­κο­πούν α­πό το κύ­ριο σώ­μα των άλ­λων θρη­σκευ­ο­μέ­νων. Δεν δι­στά­ζουν να γί­νουν και δα­κτυ­λο­δει­κτού­με­νοι α­πό την κοι­νω­νί­α τους. Πα­ρά­τη­σαν τις δου­λει­ές τους, τις οι­κο­γέ­νει­ές τους για να α­κο­λου­θή­σουν τον ξε­χω­ρι­στό δι­δά­σκα­λο. Δεν έ­χουν κα­τα­λά­βει ποι­ος εί­ναι. Ο­μο­λο­γούν ό­τι ο  Χρι­στός εί­ναι ο Μεσ­σί­ας αλ­λά ό­πως και οι άλ­λοι ό­λοι γύ­ρω τους πε­ρι­μέ­νουν τον Μεσ­σί­α που πε­ρί­με­ναν και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Ε­βραί­οι. Ε­κεί­νον που θα κη­ρύ­ξει μια πο­λι­τι­κή ε­ξου­σί­α, τον Μεσ­σί­α ε­κεί­νο ο ο­ποί­ος διά του γέ­νους του Α­α­ρών θα εγ­κα­θι­δρύ­σει μια θε­ο­κρα­τι­κή ε­ξου­σί­α. Ο Χρι­στός δεν εί­ναι ού­τε ο έ­νας ού­τε ο άλ­λος. Εκ­πλη­ρώ­νει τις προ­φη­τεί­ες αλ­λά με τον τρό­πο που θέ­λει ο Θε­ός, την εμ­φά­νι­ση του Θε­ού της α­γά­πης που θα υ­πο­δεί­ξει στους αν­θρώ­πους πως α­κρι­βώς εί­ναι ο Θε­ός και τι πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νουν α­πό Αυ­τόν. 


Οι μα­θη­τές δεν προ­δί­δουν -ε­κτός α­πό έ­να- τον Χρι­στό. Ό­μως ε­πει­δή δεν έ­χουν κα­τα­λά­βει ποι­ος εί­ναι, πα­ρό­λη την α­να­ζή­τη­σή τους, παρ΄ό­λη την δί­ψα τους την υ­παρ­ξια­κή, πα­ρό­λη την δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τά τους, παρ΄ό­τι Τον ά­κου­γαν ε­πί τρί­α χρό­νια, κλεί­νον­ται στο υ­πε­ρώ­ο για τον φό­βο των Ι­ου­δαί­ων ό­ταν ο Κύ­ριος συλ­λαμ­βά­νε­ται και με­τά σταυ­ρώ­νε­ται. Εγ­κλω­βί­ζον­ται μέ­σα στην ο­λι­γο­πι­στί­α τους. Ό­πως πολ­λές φο­ρές συμ­βαί­νει και σ’ ε­μάς, τους αν­θρώ­πους που λέ­με ό­τι εί­μα­στε χρι­στια­νοί, αλ­λά εύ­κο­λα πα­ρα­συ­ρό­μα­στε, αρ­νού­μα­στε τον Χρι­στό, ο­λι­γο­ψυ­χού­με.


Υ­πάρ­χει και άλ­λο έ­να πρό­σω­πο στη ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή που α­να­δει­κνύ­ε­ται μ’ έ­να τρό­πο ξε­χω­ρι­στό αλ­λά και σκαν­δα­λώ­δη μέ­σα στην ι­στο­ρί­α. Οι πόρ­νες και οι τε­λώ­νες, λέ­ει ο Κύ­ριος, μας προ­ά­γουν στη Βα­σι­λεί­α των Ου­ρα­νών. Να λοι­πόν η Μα­ρί­α η α­δερ­φή του Λα­ζά­ρου. Μια γυ­ναί­κα η ο­ποί­α ί­σως ή­ταν πρώ­ην πόρ­νη (αν α­πο­δε­χτού­με ό­τι εί­ναι η ί­δια γυ­ναί­κα που έ­πλυ­νε τα πό­δια του Ι­η­σού στο κα­τά Λου­κάν).


Ε­κεί­νο που ξέ­ρου­με εί­ναι ό­τι η Μα­ρί­α α­γα­πού­σε τον Χρι­στό πά­ρα πο­λύ. Ό­χι μό­νο ε­πει­δή α­νά­στη­σε λί­γες μέ­ρες πριν τον α­δερ­φό της. Αλ­λά την βλέ­που­με να εί­ναι μί­α α­πό τις α­φο­σι­ω­μέ­νες μα­θή­τρι­ές Του. Ε­κεί­νη που ό­ταν έμ­παι­νε ο Χρι­στός στο σπί­τι για να συ­ζη­τή­σει με τους άλ­λους μα­θη­τές και να κη­ρύ­ξει δεν ξε­χνι­ό­τα­νε με τις δου­λει­ές ό­πως η Μάρ­θα, αλ­λά στε­κό­τα­νε δί­πλα στα πό­δια Του να α­κού­σει, να ρου­φή­ξει το κή­ρυγ­μά Του. Ε­κα­τον­τά­δες χι­λιά­δες, ε­κα­τομ­μύ­ρια γυ­ναί­κες μέ­σα στην ι­στο­ρί­α έ­κα­ναν το ί­διο. Και ε­ξα­κο­λου­θούν και το κά­νουν.

Η Μα­ρί­α κά­νει κά­τι εν­τε­λώς προ­κλη­τι­κό. Και εί­ναι προ­κλη­τι­κό ό­χι μί­α, αλ­λά πολ­λές φο­ρές. Κά­θε συ­νε­τή γυ­ναί­κα στην κοι­νω­νί­α του Ισ­ρα­ήλ ό­φει­λε να έ­χει τα μαλ­λιά της δε­μέ­να. Τα έ­λυ­νε μό­νο μέ­σα στο σπί­τι της, ό­ταν ή­ταν μα­κριά α­πό τα βλέμ­μα­τα των ξέ­νων, μό­νο στην οι­κο­γέ­νειά της. Η Μα­ρί­α ε­λευ­θε­ρώ­νει τα μαλ­λιά της. Τα ε­λευ­θε­ρώ­νει για να δεί­ξει ό­τι μπρο­στά σε Αυ­τόν που α­γα­πά­ει δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­να σχή­μα και κα­νέ­νας τύ­πος. Ού­τως ή άλ­λως η Μα­ρί­α α­κο­λου­θού­σε Ε­κεί­νον ο ο­ποί­ος κα­ταρ­γού­σε τους τύ­πους. Παίρ­νει τα μαλ­λιά της, λοι­πόν, μα­κριά, ξέ­πλε­κα κι έ­χει φέ­ρει κι έ­να πά­ρα πο­λύ α­κρι­βό ά­ρω­μα. 


Πλέ­νει τα πό­δια του Χρι­στού για­τί μπρο­στά σ‘ ό­λα αυ­τά που συμ­βαί­νουν ε­κεί­νη θέ­λει να εκ­φρά­σει την α­γά­πη της. Η γυ­ναι­κεί­α της δι­αί­σθη­ση της λέ­ει ό­τι ό­λα αυ­τά που ο Χρι­στός το­νί­ζει εί­ναι α­λή­θεια. Πη­γαί­νει για την θυ­σί­α. Πη­γαί­νει για την σφα­γή. Κι ε­κεί­νη την ώ­ρα δεν έ­χει τί­πο­τα άλ­λο για να εκ­φρά­σει την α­γά­πη της α­πό το να λύ­σει τα μαλ­λιά της (θα μπο­ρού­σε να το κά­νει και με μί­α πε­τσέ­τα) για να Του δεί­ξει ό­τι μπρο­στά Του κα­ταρ­γεί τα πάν­τα, ξα­να­γεν­νι­έ­ται, α­να­νε­ώ­νε­ται, α­να­και­νί­ζε­ται και στη συ­νέ­χεια δί­νει τις οι­κο­νο­μί­ες της σ’ έ­να πα­νά­κρι­βο ά­ρω­μα,  που κα­νο­νι­κά μια γυ­ναί­κα θα ‘βα­ζε α­πό αυ­τό μια στα­γο­νί­τσα, ό­λο στα πό­δια Του για να δεί­ξει την α­γά­πη της. 


Ο Ι­ού­δας αν­τι­δρά. Ό­λα αυ­τά εί­ναι πα­ρά­λο­γα για την δι­κή του λο­γι­κή. Και για­τί έ­χει μια τε­τρά­γω­νη λο­γι­κή και για­τί ό­πως μας πα­ρα­δί­δει το ευ­αγ­γέ­λιο ή­ταν πα­ρα­δό­πι­στος και για­τί, αν το συν­δυ­ά­σου­με με τις άλ­λες πε­ρι­κο­πές και οι άλ­λοι μα­θη­τές την ί­δια σκέ­ψη έ­κα­ναν, αυ­τός α­πλώς βγή­κε μπρο­στά. Η Μα­ρί­α κά­νει μια πρά­ξη ύ­ψι­στης α­γά­πης. Και οι μα­θη­τές με πρώ­το τον Ι­ού­δα α­παν­τούν με μια ξε­ρή λο­γι­κή. Ε­ξάλ­λου δεν έ­χουν κα­τα­λά­βει και πολ­λά για το τι πρό­κει­ται να συμ­βεί. Ας θυ­μη­θού­με ό­τι ο Πέ­τρος (το α­κού­σα­με 2-3 Κυ­ρια­κές πριν) ό­ταν ο Χρι­στός α­νήγ­γει­λε την θυ­σί­α Του, Τον πή­ρε πα­ρά­με­ρα να Τον ε­πι­τι­μή­σει και α­νάγ­κα­σε τον Κύ­ριο να του πει «ύ­πα­γε ο­πί­σω μου σα­τα­νά».


Η Μα­ρί­α λοι­πόν, ως κεν­τρι­κό πρό­σω­πο της ση­με­ρι­νής πε­ρι­κο­πής μας δεί­χνει τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο μπο­ρεί έ­νας άν­θρω­πος να προ­σεγ­γί­σει τον Χρι­στό. Ό­χι με τον τύ­πο και το νό­μο ό­πως οι Φα­ρι­σαί­οι. Ό­χι με τους εν­θου­σια­σμούς που έρ­χον­ται και φεύ­γουν ό­πως ο ό­χλος. Ό­χι με την α­να­ζή­τη­ση η ο­ποί­α ό­μως δεν φτά­νει στην πί­στη, ό­πως οι μα­θη­τές πριν την Πεν­τη­κο­στή. Αλ­λά με τον τρό­πο της Μα­ρί­ας. Μιας γυ­ναί­κας που ε­ξευ­τε­λί­στη­κε στην ζω­ή της, μιας γυ­ναί­κας που με­τα­νό­η­σε, μιας γυ­ναί­κας που εί­χε μια πά­ρα πο­λύ με­γά­λη α­να­ζή­τη­ση, γι’ αυ­τό έ­πε­φτε στα πό­δια Του για να Τον α­κού­σει, μιας γυ­ναί­κας η ο­ποί­α δεν δί­στα­ζε ό­λα της τα χρή­μα­τα να τα δώ­σει, τα πάν­τα γι’ Αυ­τόν που α­γα­πού­σε. Αυ­τός εί­ναι και ο μο­να­δι­κός τρό­πος της προ­σέγ­γι­σης του Χρι­στού. 


Δεν ση­μαί­νει ό­τι τα άλ­λα πρό­σω­πα εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­να. «Τα α­δύ­να­τα τοις αν­θρώ­ποις δυ­να­τά πα­ρά τω Θε­ώ». Και Φα­ρι­σαί­οι με­τα­νό­η­σαν. Κι α­π’ τον ό­χλο με­τά πολ­λοί έ­γι­ναν χρι­στια­νοί και α­πο­τέ­λε­σαν την πρώ­τη εκ­κλη­σί­α των Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων. Και οι μα­θη­τές πή­ραν την χά­ρη του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος και δι­έ­δω­σαν το Ευ­αγ­γέ­λιο στα μή­κη και τα πλά­τη της γης. Και η Μα­ρί­α κι ό­λες οι Μα­ρί­ες του κό­σμου α­πό τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα γί­νον­ται α­γί­ες του Θε­ού, για­τί α­φο­σι­ώ­νον­ται και δί­νουν την α­γά­πη τους στον Κύ­ριο. 


Θα ή­θε­λα πριν τε­λει­ώ­σου­με να θυ­μη­θού­με κά­τι. Πριν α­πό δυ­ο χι­λιά­δες χρό­νια και με­τά, για με­ρι­κούς αι­ώ­νες υ­πήρ­ξε έ­νας λα­ός που θε­ω­ρού­σε ό­τι δι­α­δέ­χτη­κε τον Ισ­ρα­ήλ ως πε­ρι­ού­σιος λα­ός. Ο λα­ός του Θε­ού, οι χρι­στια­νοί. Για 3 αι­ώ­νες τους δί­ω­καν αλ­λά δεν υ­πο­χω­ρού­σαν. Γί­νον­ταν μάρ­τυ­ρες για την α­γά­πη του Χρι­στού. Στην συ­νέ­χεια, ό­ταν α­να­κη­ρύ­χτη­κε μια χρι­στι­α­νι­κή βα­σι­λεί­α, μα­ζι­κά προ­σχώ­ρη­σαν κι έ­γι­ναν χρι­στια­νοί χι­λιά­δες και­νού­ρια μέ­λη. Κι αυ­τός ο λα­ός που με τό­σο εν­θου­σια­σμό α­κο­λού­θη­σε τον λό­γο του Κυ­ρί­ου, σι­γά-σι­γά μα­ρά­ζω­σε. Α­κο­λου­θών­τας η­γέ­τες πλα­νε­μέ­νους και πλα­νώ­με­νος ο ί­διος αρ­νή­θη­κε τον Χρι­στό. Στο ό­νο­μά Του έ­κα­νε σταυ­ρο­φο­ρί­ες, έ­κα­νε πο­λέ­μους, έ­κα­νε α­δελ­φο­κτό­νους πο­λέ­μους. 


Υ­πήρ­ξε κι έ­νας λα­ός που ξε­χώ­ρι­σε α­νά­με­σα στους άλ­λους λα­ούς. Οι Έλ­λη­νες. Ή πιο σω­στά οι με­τέ­χον­τες του Ελ­λη­νι­σμού, για­τί δεν ή­ταν μό­νο Έλ­λη­νες. Αλ­λά σι­γά-σι­γά κι αυ­τοί, ε­νώ ε­πί αι­ώ­νες φώ­να­ζαν «ω­σαν­νά, ευ­λο­γη­μέ­νος ο ερ­χό­με­νος εν ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου», πέ­τα­ξαν τα βά­για τους και στρά­φη­καν προς τον ε­αυ­τό τους. Κι ό,τι ο Χρι­στός τους έ­λε­γε να μην το κά­νουν, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό αυ­τούς το κά­νουν. Πα­ρα­μέ­νουν κα­λοί. Πα­ρα­μέ­νουν έ­νας κα­λός λα­ός με πολ­λά χα­ρί­σμα­τα, αλ­λά τα βά­για του τα ‘χει πε­τά­ξει. Θα ‘θε­λε έ­να Μεσ­σί­α κι αυ­τός για να κυ­ρι­αρ­χή­σει. Για­τί νι­ώ­θει ε­ξευ­τε­λι­σμέ­νος α­πό τις ε­θνι­κές κα­τα­στρο­φές και τις τα­πει­νώ­σεις α­π’ τους γεί­το­νες. Ό­μως τα βά­για τα ‘χει πε­τά­ξει. Και αυ­τή εί­ναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Την Κυ­ρια­κή των Βα­ΐ­ων ό­μως, ε­μείς, οι λε­γό­με­νοι ορ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί που εκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε πιο συ­χνά ση­κώ­νου­με τα δι­κά μας βά­για. Α­να­γνω­ρί­ζου­με την α­δυ­να­μί­α μας και την ο­λι­γο­πι­στί­α μας. Σαν την Μα­ρί­α πο­θού­με να έρ­θει ο Χρι­στός στην ζω­ή μας ά­νευ ό­ρων. Αν­τί άλ­λων λό­γων θα ξα­να­δι­α­βά­σω μό­νο την πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο α­πό την ε­πι­στο­λή του Α­πο­στό­λου Παύ­λου που α­κού­σα­με σή­με­ρα στα νέ­α Ελ­λη­νι­κά. Για να μην κο­ρο­ϊ­δευ­ό­μα­στε και να ξέ­ρου­με τι ζη­τά­ει ο Θε­ός α­πό ε­μάς και τι ο­φεί­λου­με να κά­νου­με. 


«Α­δερ­φοί, να χαί­ρε­στε πάν­το­τε με την χα­ρά που δί­δει η κοι­νω­νί­α με τον Κύ­ριο. Πά­λι θα πω, να χαί­ρε­στε πάν­τα. Η ε­πι­εί­κειά σας ας γί­νει γνω­στή και ας δι­δά­ξει ό­λους τους αν­θρώ­πους, πι­στούς και α­πί­στους. Ο Κύ­ριος εί­ναι κον­τά, έρ­χε­ται σύν­το­μα. Μην α­φή­νε­τε κα­θό­λου τον ε­αυ­τό σας να κα­τα­λη­φθεί α­πό μέ­ρι­μνες και άγ­χη. Αλ­λά για κά­θε πε­ρί­στα­ση τα αι­τή­μα­τά σας να τα α­πευ­θύ­νε­τε στον Θε­ό με προ­σευ­χή και δέ­η­ση, που να συ­νο­δεύ­ον­ται ΠΑΝΤΑ με ευ­χα­ρι­στί­α. Και η ει­ρή­νη που χα­ρί­ζει ο Θε­ός και εί­ναι α­σύλ­λη­πτη στο αν­θρώ­πι­νο μυα­λό θα δι­α­φυ­λά­ξει τις καρ­δι­ές και τις σκέ­ψεις σας διά του Ι­η­σού Χρι­στού».


Κα­λή Α­νά­στα­ση να έ­χου­με!