Σελίδες

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Ο άπιστος Θωμάς κι εμείς


Απομαγνητοφωνημενη ομιλία του π. Χριστοδούλου, 
στην Κυριακή του Θωμα.

Επικράτησε στην προφορική παράδοση να ονομάζεται ο Απόστολος Θωμάς άπιστος, εξαιτίας αυτής της φράσης που είπε ο Χριστός «να μην γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός». Στην πραγματικότητα όμως, ο Θωμάς δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επαναλάβει με τον δικό του τρόπο αυτό που έκαναν και οι άλλοι μαθητές. Θυμόμαστε όλοι, ότι όταν οι γυναίκες, παρακινούμενες από τον συναισθηματισμό τους έτρεξαν στο μνήμα για να περιποιηθούν τον νεκρό Ιησού και βρήκαν άδειο το μνήμα κι όταν επέστρεψαν είπαν στους μαθητές τι έγινε κι εκείνοι δεν τις πίστεψαν.

Χρειάστηκε και αυτοί να δουν τον Χριστό μπροστά τους για να μπορέσουν να αποδεχτούν την Ανάσταση. Ο Θωμάς, ο οποίος έλειπε εκείνες τις μέρες, δεν έκανε τίποτα διαφορετικό. Είπε, αν δεν δω δεν θα πιστέψω. Και βρέθηκε μπροστά στον Χριστό. Κι όταν του ζήτησε ν’ ακουμπήσει το χέρι του στις πληγές κι ο Κύριος τού είπε αυτά που του είπε, εκείνος απάντησε «Ο Κύριός μου κι ο Θεός μου». Μέχρι εδώ ο Θωμάς δεν συμπεριφέρεται διαφορετικά από τους άλλους μαθητές, αλλά ούτε και έξω από την ανθρώπινη λογική. Δηλαδή, μπροστά στο θαύμα να ζητάει την λογική απόδειξη. Αυτό δεν είναι από πρώτη άποψη κακό.

Ο Απόστολος Θωμάς είχε την ίδια παρορμητικότητα με τον Πέτρο. Ἦταν ἰδιαίτερα ἀφοσιωμένος στον Χριστό - θυμόμαστε την απάντηση «πάμε να πεθάνουμε μαζί του», όταν ο Κύριος λέει στους μαθητές πώς πέθανε ο Λάζαρος και πως πρέπει να πάνε προς εκείνον».


 Καθένας από εμάς, επειδή ακριβώς του ’χει δοθεί νους απ’ τον Θεό ζητάει να δει για να μπορέσει να καταλάβει, να πιστέψει κάτι. Έχουμε ανάγκη, ειδικά οι άνθρωποι της εποχής μας, το να χρησιμοποιήσουμε τον νου μας, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σ’ ένα σωρό αμφιβολίες, σ’ ένα σωρό προβλήματα, στην απελπισία που μας πιάνει, στην στενοχώρια που μας καταλαμβάνει. Να μπορέσουμε να τοποθετηθούμε λογικά απέναντι σ’ όλα αυτά τα φοβερά ζητήματα που συνεχώς, κάθε μέρα και κάθε χρόνο προκύπτουν. Μέχρις εδώ όλα καλά. Όμως υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα που ίσως το προσπερνάμε.

 Γιατί ο Κύριος, όταν ο Θωμάς του πει αυτά τα λόγια, απαντά: «Επειδή με είδες πίστεψες. Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες». Το ίδιο στην ουσία λέει και στους άλλους μαθητές. «Επειδή με είδατε πιστεύσατε. Αλλά είναι ευλογημένοι εκείνοι που θα πιστέψουν χωρίς να έχουν λογικές αποδείξεις».

Και εδώ είναι κάτι που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ. Συνήθως, οι σύγχρονοι άνθρωποι ταυτιζόμαστε με τον Θωμά. Έχουμε ανάγκη, όπως είπα και πριν, να αποκτήσουμε αποδείξεις και λογικά επιχειρήματα για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο τούτο. Όμως, ξεχνάμε διαβάζοντας αυτό το χωρίο, ότι την ώρα που ο Κύριος έρχεται μπροστά στον Θωμά και τους μαθητές, λέει κάποιες κουβέντες που προσδιορίζουν εντελώς διαφορετικά το περιστατικό. Λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς και Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Ο Χριστός μιλά για την χάρη του Αγίου Πνεύματος κι οι μαθητές απαντούν «:Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την λογική μας, έχουμε ανάγκη από λογικά επιχειρήματα». Και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά, είναι ότι θέλουμε αποδείξεις κι αφήνουμε το μυστήριο έξω από την ζωή μας.

Το «Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες» είναι μια φράση που περιέχει όλο το μυστήριο της ανθρώπινης μετανοίας. «Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες», σημαίνει ότι προσπαθώ να προσεγγίσω την σχέση μου με το Θείο μ’ έναν άλλο τρόπο. Όχι μέσα από την λογική μου, αλλά μέσα από μία σχέση προσωπική, όπου το ένα πρόσωπο έχω αποδεκτεί πως είναι ο Θεός της αγάπης και το άλλο πρόσωπο είμαι εγώ, ο αδύναμος, που όμως έφτασα σ’ ένα σημείο επιτέλους στην ζωή μου και είδα την ματαιότητα των πραγμάτων. Και θέλω κι εγώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ επιτέλους. Γιατί σ’ ολόκληρη την ζωή μου στην πραγματικότητα, έζησα μέσα στην σκιά του φόβου και του θανάτου, της καχυποψίας προς τον απέναντι, προς τον πλησίον.

Σχέση προσωπική με τον Θεό σημαίνει κάτι πέρα από τα λογικά επιχειρήματα. Και εκεί βρίσκεται και το πρόβλημά μας. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι είναι ο Θεός από τότε που εννοούμε τον εαυτό μας, από την εφηβεία. Σκεφτόμαστε, ψάχνουμε απαντήσεις. Πότε συμφωνούμε, πότε διαφωνούμε. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την ζωή μας. Ακόμη κι όταν παραμένουμε στην εκκλησία, κάποια στιγμή, αν είμαστε ειλικρινείς, συνειδητοποιούμε ότι η πίστη μας είναι χλιαρότατη. Είτε επειδή προερχόμαστε από μια χριστιανική οικογένεια, είτε επειδή διαβάσαμε πέντε πράγματα και τα καταλάβαμε, είτε επειδή ασκούμε κάποιο τύπο με ευλάβεια. Όμως αυτή η σχέση δεν μας συγκλονίζει. Δεν μας κάνει ν’ αλλάξουμε την ζωή μας. Δεν μας κάνει να αγαπήσουμε τον άλλο. Και το χειρότερο, δεν μας κάνει να αγαπήσουμε ούτε τον εαυτό μας. Γιατί ο άνθρωπος που δεν ένιωσε αγάπη ο ίδιος, δύσκολα μπορεί να αγαπήσει. Άνθρωπος που δεν ανοίχτηκε να βγει έξω από τον εαυτό του, να τον υπερβεί, να ανοιχτεί στους άλλους, να γίνει άνθρωπος προσφοράς, δύσκολα θα αγαπήσει τον εαυτό του. Θα τα ’χει και με τον ίδιο, θα τα ’χει και με τους άλλους.

Ο Χριστός μας καλεί σ’ ένα θαύμα κι εμείς του απαντάμε με λογικά επιχειρήματα. Πολλοί από εμάς μάλιστα θέλουν να δουν θαύματα για να πιστέψουν. Κι ο Θωμάς τι κάνει; Να βάλω, λέει, το χέρι μου στις πληγές, να δω το θαύμα, να το συνειδητοποιήσω κι ύστερα να το δεχτώ. Ανθρώπινο είναι, αποδεκτό. Όμως μην ξεχνάμε ότι ο Θωμάς και οι άλλοι μαθητές, δεν έχουν ακόμα ζήσει την Πεντηκοστή. Δέν έχουν λάβει το Άγιο Πνεύμα. Κι εμείς πολλές φορές είμαστε στην εκκλησία και θέλουμε να δούμε ένα θαύμα. Και συμβαίνει να μας γίνει το θαύμα - συνεχώς γίνονται θαύματα στην ζωή μας - και είτε δεν τα καταλαβαίνουμε, είτε τα ευτελίζουμε στον βωμό της λογικής, μα κι ακόμα αν πιστέψουμε πως μας έγινε κάποιο θαύμα, ύστερα από λίγο, ξεχνάμε τον Δωρητή και επιστρέφουμε στα ίδια. 
Διατυμπανίζουμε παντού ότι μας έγινε θαύμα. Μόνο που οι άλλοι δεν το βλέπουν. Γιατί το θαύμα όντως συμβαίνει, αλλά το ζητούμενο είναι να αλλοιώσει την ζωή μας, έτσι που η χάρις του Θεού και η ειρήνη και το Πνεύμα το Άγιο να εισβάλει επιτέλους στον κλειστό μας κόσμο και να μας αλλοιώσει. 

 

Βεβαίως ο πιστός άνθρωπος χρειάζεται συνεχώς να ασκεί την λογική του. Ειδικά στην εποχή μας. Αλλά αφού πιστέψει. Χρειάζεται την λογική για να μην πέσει σε αίρεση. Αλλά αφού νοιώσει το θαύμα. Αφού το αφήσει να τον ελεήσει. Αφού αρχίσει να αγαπά. Με τα λόγια κανείς δεν άλλαξε την ζωή του. Θα ανορθωθούμε και θα αποκαταστήσουμε το κατ’ εικόνα με ό,τι δώρα μας έδωσε ο Θεός, πρώτ’ απ’ όλα βέβαια με τον νου μας. Αλλά πρέπει πρώτα να πιστέψουμε. Πρέπει πρώτα να ακολουθήσουμε τον δρόμο της προσωπικής μας Πεντηκοστής. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Δεν σημαίνει ότι όποιος έρχεται στην εκκλησία έχει ζήσει την Πεντηκοστή.

Γιατί η πραγματική Πεντηκοστή του ανθρώπου είναι η μέρα που θα συγκλονιστεί από την αμαρτία του, από την αποτυχία του, από την αστοχία του και θα πει: «Θέλω να βάλω επιτέλους τον Χριστό στην ζωή μου». Όχι, τάχα μου επειδή είμαι Έλληνας πιστεύω. Όχι τάχα μου επειδή πίστευαν κι οι γονείς μου, πιστεύω. Ούτε επειδή θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος πιστεύω.
Χριστιανός είανι αυτός που θέλει να βάλει ως κέντρο της ζωής του τον Χριστό. Αυτός που αναζητά μέσα του με αγωνία και συντριβή, να έρθει η προσωπική του πεντηκοστή. Στον Θωμά δεν είχε έρθει ακόμα. Δικαίως ήθελε να ακουμπήσει τα χέρια του εκεί. Δεν άκουσε τι είπε ο Χριστός. «Θα λάβεις Πνεύμα Άγιο». Κι αυτός απάντησε «Ναι, εγώ θέλω αποδείξεις».

Είναι σαν να μας λέει κάποιος «σ’ αγαπάω» κι εμείς να λέμε «ναι, πρέπει να καθίσω και να το σκεφτώ». Είναι σαν να λέει κάποιος «άνοιξε την ψυχή σου κι αγάπησε». Και να λέω εγώ, πρέπει να μελετήσω τα δεδομένα και να δω αν με συμφέρει, αν είναι σωστό κλπ. Αυτή είναι η ζωή μας πριν να έρθει η καταιγίδα του Αγίου Πνεύματος και η χαρά του Θεού στην ζωή μας. Αυτή ήταν και για τους μαθητές. Φοβισμένα ανθρωπάκια ήταν όλοι αυτοί οι χαρισματικοί άνθρωποι όταν ο Χριστός σταυρώθηκε. Φοβισμένοι και έκπληκτοι ήταν όταν φανερώθηκε μπροστά τους. Χαρούμενοι και έκπληκτοι ήταν όταν ο Χριστός έφυγε από ανάμεσά τους. Χρειάστηκε να έρθει η χάρη της Πεντηκοστής, ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος για να μεταμορφωθούν στους αποστόλους της οικουμένης.

Βαπτιζόμαστε, παίρνουμε την χάρη του Αγίου Πνεύματος με το Χρίσμα, αλλά καλούμεθα να το ενεργοποιήσουμε το Χρίσμα, την χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ζωή μας. Όμως αυτό κάτι απαιτεί. Απαιτεί κάποια στιγμή να αφήσουμε την αυτοδικαίωσή μας στην άκρη. Να αφήσουμε τα λογικά μας επιχειρήματα. Να καταλάβουμε ότι σχέση με τον Θεό θα πει έρωτας με την όντως Ζωή. Αλλιώς θα μείνουμε χλιαροί. Και στην Αποκάλυψη λέει πως «όποιος είναι χλιαρός, θα τον εμέσω». Και βέβαια δεν είναι ότι ο Θεός θα μας διώξει, είναι που εμείς θα φύγουμε από κοντά Του. Και δεν καταλάβαμε. Και θέλουμε πάντα θαύματα, αποδείξεις, επιχειρήματα.  

Βλέπουμε πολλές φορές σε κάποια μοναστήρια που είναι μεγάλα προσκυνήματα, ότι υπάρχουν ατέλειωτες σειρές βιβλίων με θαύματα που έκανε ο τάδε άγιος. Μα έτσι θα πιστέψουμε; Σε ποιον απευθύνονται άραγε; Σε έναν πιστό άνθρωπο,  μετανοούντα, όλα αυτά είναι δεδομένα. Δεν χρειάζεται κανένα βιβλίο για να μου αποδείξει ότι γίνονται θαύματα, γιατί το έχω νιώσει στην ίδιά μου την ζωή. Όλη η ζωή του μετανοούντος ανθρώπου είναι ένα θαύμα. Το να διαβάζω για θαύματα δεν με κάνει να πιστέψω, αλλά το να εμπιστευτώ τον Λόγο του Θεού, να αγαπήσω, να πολεμήσω τον εγωϊσμό μου, να παρακαλέσω τον θεό, να άφεθώ να ζήσω το μυστήριο της μετανοίας.
Το παράδειγμα του Θωμά μας αφορά. Και για το ότι ζήτησε αποδείξεις μας αφορά γιατί και εμείς ζητάμε. Και το ότι δεν κατάλαβε τίποτα από αυτά που του είπε ο Χριστός, μας αφορά, γιατί κι εμείς δεν καταλαβαίνουμε. Όμως μην ξεχνάμε. Αυτός ο Θωμάς είναι ο μαθητής που λίγο καιρό αργότερα θα φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα και θα γίνει κι αυτός ένας Απόστολος των εθνών. Για να φτάσει στα πέρατα της γης και να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Κι αυτό τον έρωτα που είχε για τον Κύριο, να γίνει έρωτας Θεού, ν’ αφήσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος και να κάνει κι άλλους πολλούς να τον ακολουθήσουν. Ας διδαχτούμε από το παράδειγμά του κι ας τον ακολουθήσουμε στην βασιλεία του Θεού. Αμήν.   
  

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Περί νηστείας του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου


Και τι δεν κάμει η νηστεία! Ξεφουσκώνει το πρήξιμο του θυμού, μεταπλάσσει την σκληρότητα του φθόνου σε καλοσύνη, κάνει εγχείριση στους όγκους των ταπεινών επιθυμιών, αφανίζει τους πυρετούς των αισχρών ηδονών, διαλύει τις ψευδαισθησίες της κενοδοξίας, χαρίζει ήσυχον ύπνον σ’ αυτούς που ταράζονται την νύχτα από τις βιωτικές μέριμνες, καθαρίζει τις ανήθικες φαγάνες από τα μάτια. Η νηστεία μαθήτευσε κοντά στο Θεό και έχει για επιστήμη της την γιατρειά του ανθρώπου που είναι άρρωστος. Είναι αξία κάθε εμπιστοσύνης. Αυτός ο γιατρός της νηστείας, μετά τη θεραπεία που κάνει, δεν ζητεί ιατρικήν αμοιβήν. Μπορώ να βεβαιώσω μάλιστα πως πληρώνει τον άρρωστό της. Ζητάς να μάθεις τι μισθό δίνει; Καλόν είναι να μάθεις. Δίνει λοιπόν για μισθό όχι χρήματα αλλά σώφρονας λογισμούς, δε δίνει χρυσάφι αλλά άγιον βίον. Δε σωριάζει μπροστά σου ασήμι, αλλά σου παρέχει καθαρότητα ανώτερη από την καθαρότητα του ασημιού στα σωματικά σου μέλη, δε σου δωρίζει πολύτιμα πετράδια, αλλά κάνει το μυαλό σου να γεννά ευλαβείς λογισμούς. Δε σου ράβει λαμπρά φορέματα, σε ντύνει όμως με αδιάβλητες σωματικές αισθήσεις. Στις ανήθικες δίνει για μισθό τη σεμνότητα. 

Στους μέθυσους δίνει ξαστεριά στον εγκέφαλο, τους νωθρούς κάνει δημιουργικούς, τους φιλαργύρους σπρώχνει στην βφιλανθρωπία, σ’ αυτούς που μισούν τον αδελφό τους, διδάσκει την αγάπη και την φιλοξενία, και όποιος είναι στενόκαρδος άνθρωπος μαθαίνει με την νηστεία να μακροθυμεί. Και το μεγαλύτερο που δίνει η νηστεία είναι η νέα ζωή και η ένωσις με τον Θεόν, γιατί πρέπει να ξέρουμε, δεν μπορεί να επικοινωνήσει κανείς με τον Θεόν, αν προηγουμένως δεν πάρει το καθαρτικό φάρμακο της νηστείας. Το φαγητό είναι εκείνο που στέρησε τον Ησαύ απ’ τα κληρονομικά προνόμια των πρωτοτοκίων και από την αγάπη του πατέρα του. Το αλόγιστο φαγοπότι του Ισραηλιτικού λαού μετέβαλε την αγάπη του Θεού σε εχθρότητα του Θεού, που με τόσα θαύματα και σημάδια υπερφυσικά τον καθοδήγησε μετά την έξοδο απ’ τη σκλαβιά της Αιγύπτου, στη γη Χαναάν. Ο προφήτης Ησαΐας κατηγόρησε τον λαόν για κατάχρηση των οινοπνευματοδών ποτών. Το κρασί και η μέθη διέλυσαν τη φιλία του Ηρώδη προς τον Ιωάννη και τον Ιησούν Χριστόν. Λοιπόν γνώρισες εκείνους που λόγω της ακρασίας των, έγιναν φίλοι του Θεού. Ο Άβελ, όχι με το φαγοπότι, αλλά με την εκλεκτή προσφορά του στο Θεό, έγινεν ευχάριστος. Με τη νηστεία του ο Μωυσής ονομάσθη πιστός φίλος του Θεού. Με τη νηστεία ο προφήτης Ηλίας σαν φίλος του Θεού ανελήφθη στον ουρανό και οι προφήται γενικώς εγνώρισαν τα μυστήρια του Θεού με αποκαλύψεις που έλαβαν κατόπιν νηστείας. Ο προφήτης Ησαΐας ύστερα από νηστεία είδε και περιέγραψε τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ νηστικός ηξιώθη να γνωρίσει καλά τα πολυόματα Χερουβείμ. Ο Θεός τόσον τους τρείς παίδας που ερίφθηκαν στο καμίνι της Βαβυλώνος, όσον και τον Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων, προφύλαξε σα φίλους επειδή ενήστεψαν για χατίρι του Θεού. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Μωυσής ήταν εκείνος ο οποίος ενήστεψε κατ’ εξοχήν σαράντα ολόκληρες μέρες όταν ευρίσκονταν πάνω στο όρος Σινά για να πάρει τις εντολές του Αγίου Θεού. Και τι δε βέβαια δεν θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα για την νηστεία. Οι αμαρτωλοί Νινευΐτες, ενώ ήσαν εχθροί του Θεού, με την νηστεία έγιναν φίλοι του. Και ο Δαυΐδ από εχθρός, έτσι έγινε φίλος. Απ’ τη στιγμή όμως που εμετανόησε και εταπεινώθη και νήστεψε, τράβηξε την συμπάθεια του Θεού και είπε: «Ηύρον Δαυΐδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν». Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ο υιός του Ζαχαρία, ήταν φίλος του Νυμφίου Χριστού γιατί; γιατί έμεινε μακριά απ’ τον κόσμον στην ερημιά, και για τροφή του εμάζευε ακρίδες και μέλι άγριο. Και πολλοί άλλοι το ίδιο έκαμαν. 

Μπροστά μας έχουμε τη νηστεία, που σώζει ψυχή και σώμα, γιατί δίδει μια ιδιότυπη ανάσταση και μας ασκεί σε πνευματικούς αγώνες όπως ασκούνται οι αθληταί που αλείφουν τα σώματά τους με λάδι, κατά συμβουλήν των προπονητών και έτσι μπαίνουν στο στίβο. Η προσευχή και η νηστεία είναι έργον αγγελικόν, είναι η πύλη του ουρανού, είναι μέσον καθαρμού των αμαρτωλών. Η νηστεία δίνει παρρησία για να ατενίζει ο άνθρωπος τον Θεόν, είναι η της καρδιάς καθαρότης, είναι το κεφάλαιο όλων των αγαθών που μας έδωσεν ο Θεός. Η νηστεία είναι ο αγιασμός της ψυχής, η υγεία του σώματος, του σπιτιού μας η ασφάλεια, ο παιδαγωγός των νέων, ο φύλακας των νηπίων, ο σωφρονισμός των γερόντων, η σεμνότης και η στερεότης του χαρακτήρος της γυναικός. Όταν μάλιστα μαζί με την προσευχή και την νηστεία βρίσκεται και η ελεημοσύνη και η πίστις, τότε ο θρησκευτικός ο άνθρωπος, ο αγωνιζόμενος χριστιανός, που πιστεύει και εργάζεται για την δοξαν του Θεού, γίνεται πλούσιος πνευματικά. Ποια η ωφέλεια όταν κανείς νηστεύει αποφεύγοντας να παίρνει ορισμένες τροφές στο στόμα του, τη στιγμή που με τα έργα του γίνεται φονιάς; Γι’ αυτό λοιπόν, να προσέξουμε όπως μαζί με την νηστεία εφαρμόζουμε τις εντολές και καλλιεργούμε τον υπόλοιπον κατάλογον των αρετών.
Αμήν.


Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Η παραβολή του Ασώτου Υιού - Μέρος Β΄



Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους

Το ανανεούμενο βάσανο του πατέρα.
Συνάντησι με τον πρεσβύτερο υιό

Από τον μακρινό αγρό, όπου έβοσκε χοίρους, γύρισε συντετριμμένος ο νεώτερος υιός και μπήκε στον Παράδεισο. Από τον αγρό του πατέρα επέστρεψε ορ­γισμένος ο πρεσβύτερος και φανέρωσε την κόλασι που κουβαλούσε μέσα του. «Ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», αφού πληροφορήθηκε από τους δούλους τι γι­νόταν στο σπίτι.

Είναι ανανεούμενο βάσανο η ζωή του πατέρα. Μόλις τελειώνει η μια δοκιμασία, αρχίζει η άλλη. Όταν ο νεώτερος επιστρέφη από την ασωτεία, ο πρεσβύτερος, που μένει στο σπίτι, αρνείται να μπη μέσα.

Κάθε μεγάλη μέρα ο πειρασμός δημιουργεί προβλήματα, προκαλεί αφορμές θλίψεως. Θέλει να μολύνη τη χαρά, να θόλωση την καθαρότητα της γιορ­τής. Να μην αφήση καρδιά απλήγωτη. Αλλά ο πα­τέρας της παραβολής είναι ωκεανός αγάπης και ανο­χής: «Εξελθών παρεκάλει αυτόν».

Ο πατέρας γνωρίζει την αρρώστια του μεγαλύ­τερου παιδιού του, ότι ζηλεύει και φθονεί. Γι' αυτό, από αγάπη κινούμενος, μετριάζει τις εκδηλώσεις της πατρικής του στοργής. Δεν τρέχει -«δραμών»- όπως στην περίπτωσι του νεωτέρου, αλλά εξέρχεται βαρύς από τον πόνο. Και δεν τον «καταφιλεί» -αν έκανε κά­τι τέτοιο, θα τον κατέκαιγε, θα τον τάραζε ολόκληρο- ούτε καν τον φιλεί. Μόνο του μιλά παρακλητικά. Και δέχεται καρτερικά όλα τα κύματα της οργής του πρε­σβύτερου υιού.

Σαν να είχε έτοιμη την επίθεσι (όπως ο νεώτε­ρος την εξομολόγησι). Λες και περίμενε την αφορμή για να ξεσπάση, να βγάλη έξω όσα μαζεύονταν και έβραζαν μέσα του ολόκληρη σειρά ετών.

«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι...»

Δεν τον ονομάζει καμιά φορά ούτε τον βλέπει ως πατέρα, αλλά σαν αφεντικό, και μάλιστα άδικο. Τον εαυτό του τον υποτιμά, τον βλέπει σαν μισθωτό δούλο.

Μέσα σ' όλην αυτή τη νομικίστικη σχέσι δικαιώ­νει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του και καταδικάζει από­λυτα τον πατέρα του.

«Ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Είμαι εν τάξει πάντοτε. Είμαι άμεμπτος. Ποτέ δεν έσφαλα σε κάτι.

Εσύ αντίθετα είσαι ολοκληρωτική αποτυχία. «Ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ».

Εγώ ουδέποτε έκαμα κάτι κακό. Εσύ ουδέποτε έκαμες κάτι καλό.

Τον αδελφό του δεν τον ονομάζει αδελφό, αλλά γιο του πατέρα του. Και το σφάλμα του νεωτέρου, που δεν το έχει διορθώσει, δεν είναι ότι πρόσβαλε τον πατέρα του, αλλά ότι ξόδεψε χρήματα, κατέφαγε πε­ριουσία. Και αυτός πρώτος και μόνος κατηγορεί τον αδελφό του ότι κατέφαγε την περιουσία «μετά πορνών».

Η πρώτη διόρθωσι του πατέρα γίνεται με την προσφώνησι: «Τέκνον». Εσύ δεν με καλείς πατέρα, εγώ σε θεωρώ και σε ονομάζω παιδί μου. Αυτό είναι το πρώτο. Δεν είσαι δούλος μου, ούτε καταδυναστευόμενός μου.

Στο αρνητικό επίρρημα ουδέποτε του πρεσβύτε­ρου υιού ο πατέρας αντιπαραθέτει το θετικό πάντοτε: «Συ πάντοτε μετ' εμού ει». Είσαι πάντοτε μαζί μου. Αυτός είναι ο παράδεισος, η ελευθερία, ο πλούτος του υιού, το ότι μένει εν τη οικία (Ιω. 8, 35), μένει με τον πατέρα μαζί. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ιω. 14, 10).

Και στην αίτησι του ελαχίστου και μικρού -ερι­φίου- απαντά με το πάντα. «Πάντα τα εμά σα εστί».

Στην οργή και στο μίσος που τον κατατρώει («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») αντιπαραθέτει το «ευφρανθήναι και χαρήναι έδει», γιατί ο αδελφός σου αναστήθηκε και σώθηκε.


Χαρακτηριστικά του νεώτερου υιού

Στον νεώτερο υιό εφαρμόζεται ο λόγος της Αποκαλύψεως: «Όφελον ψυχρός ης ή ζεστός» (Αποκ. 3, 15).

Όταν έφυγε, ήταν απόλυτος αντάρτης: «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Έπεσε με τα μούτρα στην αμαρτία. Τα έδω­σε, τα έχασε όλα.

Όταν έφτασε στην εσχάτη ανάγκη, «εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης». Το εκολλήθη δείχνει την ολόψυχή του προσπάθεια να πιαστή από κάποια σανίδα σωτηρίας.

Όταν επέστρεφε, ήταν το ίδιο θερμός και από­λυτος: ήρθε να ομολογήση απερίφραστα την ολική του αποτυχία και αμαρτία.

Τα χάνει όλα την πρώτη φορά. Προσφέρει τώρα όλο του τον εαυτό, έστω χαμένο και νεκρό –πάντως όλο- στον πατέρα του· χωρίς κανένα ενδοιασμό, χω­ρίς καμιά επιφύλαξι ή όρο.

Η φιλαυτία -η αρρωστημένη προσκόλλησι στο εγώ μας- είναι ξένη προς την Αγάπη που μας έπλα­σε, προς την πνοή που Αυτή μας φύσηξε στα σπλάχνα. Γι' αυτό κάνοντας το θέλημά του αντάρτικα ο νεώτερος γιος, χάνει τον άξονα της ζωής του, αθετεί τη φύσι του, καταστρέφει τον εαυτό του· βρίσκεται εκτός εαυτού. Μόλις «έρχεται εις εαυτόν», επιστρέφει στο σπίτι του. Βρίσκει τον πατέρα του, που είναι αγάπη, που δεν κλείνεται στον εαυτό του, αλλά «δι' υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητας έξω εαυτού γίνεται ... και εν πάσι κατάγεται» (Αγιος Διονύσιος ο Αρεο­παγίτης, Ρ.G. 3, 712ΑΒ). Τον πατέρα που τρέχει έξω από το σπίτι, για να αγκαλιάση τον νεώτερό του γιο που επιστρέφει, και βγαίνει έξω από το σπίτι του, από την ίδια αγάπη κινούμενος, για να παρακαλέση τον πρεσβύτερο.

Η εκστατική αγάπη -προσφορά στον Αλλον- μας οδηγεί στον εαυτό μας. Βρίσκομε το είναι μας και όλους τους άλλους. Αν αυτήν έχωμε -όσο μακριά κι αν βρισκώμαστε- θα μας φέρη στον Παράδεισο. Αν δεν την έχωμε -και στην πόρτα του Παραδείσου να είμαστε- η έλλειψι της αγάπης, το μίσος, δεν θα μας αφήση να μπούμε, αλλά θα μας πετάξη μακριά.


Χαρακτηριστικά του πρεσβύτερου υιού

Ο πρεσβύτερος νοσεί, έχει μέσα του κόλασι. Μόνο βάσανο και ταραχή του προκαλεί η αγάπη του πατέρα προς αυτόν, η αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.

Δεν μπορεί να εφαρμοσθή εδώ η εντολή του μεγάλου Δειπνοκλήτορος: «ανάγκασον εισελθείν» (Λουκ. 14, 23). Μια τέτοια επιμονή για είσοδο στον Παρά­δεισο σε άνθρωπο που ζηλοφθονεί, πολλαπλασιάζει τον δαιμονισμό. Τον βασανίζει περισσότερο. Του κάνει τη ζωή αβάσταχτη κόλασι.

Αυτός με σίγουρους συλλογισμούς και ατράντα­χτα επιχειρήματα ανατρέπει όλα. Τα αποδεικνύει απαράδεκτα. Βρίσκει ενόχους και καταδικαστέους όσους συνέπραξαν για μια τέτοια γιορτή· για έναν παράδεισο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψη, να σωθή, να ζήση· για ένα πασχάλιο δείπνο, όπου «ο μόσχος πολύς» και ακούγεται η κλήσι: «Πάντες απο­λαύσατε του συμποσίου της πίστεως ... του πλούτου της χρηστότητας». Δεν ανέχεται τέτοιες καινοτομίες. Δεν μπορεί να μπη σε τέτοιο κλίμα. Δεν υποφέρει «συμφωνίες και χορούς». Του είναι ξένο και απαράδε­κτο το γεγονός, ο Θεός να αγκαλιάζη τον άσωτο που μετανοεί και να του χαρίζη «την στολήν την πρώτην». Δεν μπορεί να ανεχθή αυτή την αδικία, αυτή την προσ­βολή προς την «αλήθεια», τη «δικαιοσύνη».

Ο πατέρας μειλίχια τον προσκαλεί στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι. Και είναι σαν να του ζητά να μπη στην κόλασι. Φουντώνει μέσα του το μίσος· και ακούει τη στοργική πρόσκλησι του πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.

Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για το πώς θα γίνη η τελική κρίσι στη δευτέρα Παρουσία;

Μήπως η οργή («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») κάνει τη μοχθηρή καρδιά να βλέπη οργισμένο και βλοσυρό το ιλαρό πρόσωπο του ελεήμονος Θεού; Και το μίσος, που δεν αφήνει τον άνθρωπο που το έχει να μπη στο κοινό πανηγύρι της χαράς, παραποιεί γι' αυτόν τον ίδιο την πρόσκλησι για τον Παράδεισο σε αποπομπή προς το πυρ το εξώτερο; Μήπως το μίσος είναι κόλασι που κατατρώει τα σωθικά μας; Και η θεία αγάπη παράδεισος που μας αναζωογονεί; Μή­πως η ίδια η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος για τους σωσμένους, υγιείς, που αγαπούν, που μετανοούν και έχουν νουν Χριστού; Και η ίδια η αγάπη είναι κόλασι για τους αρρώστους, δηλαδή για κείνους που δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νουν Χριστού;

Μήπως η μία κλήσι της αγάπης του Θεού, ο οποίος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αλη­θείας ελθείν», θα ακουσθή από όσους δεν αγαπούν, λόγω της διαστροφής και της αμετανοησίας τους: «Πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον»· και απ' αυτούς που αγαπούν: «Δεύτε οι ευλο­γημένοι του Πατρός μου...»;

Μήπως από σήμερα δεν κρινόμαστε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμαστε για το ποια θέσι θα πάρωμε τότε μόνοι μας; Δεν ετοιμαζόμαστε για την κρίσι της αγάπης; Δηλαδή για το αν δεχώμαστε, αν ζούμε την αγάπη ως παράδεισο ή ως κόλασι;


Αντιπαραβολή των δύο υιών

Ο νεώτερος υιός υπόδειγμα επιστροφής και φανέρωσι του τί είναι εξομολόγησι: καρπός μετανοίας, ομολο­γία των ουσιαστικών μου σφαλμάτων, εγκλημάτων. Συντριβή και εκζήτησι ελέους.

Ο πρεσβύτερος υιός υπόδειγμα μη επιστροφής και φανέρωσι του τί δεν είναι εξομολόγησι: αναφορά των δικών μου κατορθωμάτων και των εγκλημάτων των άλλων. Σκληροκαρδία και κατάκρισι.

Με το πέρασμα του χρόνου και την οδυνηρή πεί­ρα έφυγε από τον νεώτερο η ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρη έξω από το σπίτι, χωρίς τον πατέρα. Γνώρισε την κουφότητα της ζωής μακριά από την πηγή της.

Αντίθετα, όσο περνά ο καιρός, ο πρεσβύτερος δεν ωριμάζει πνευματικά, αλλά σκληραίνει τη στάσι του. Συνεχώς και περισσότερο κατακρίνει τους άλλους και τον πατέρα του, μέσα σε μια ψευδαίσθησι ότι είναι «κάποιόν τι».

Ο νεώτερος υιός με τη συμπεριφορά του λέει τον λόγο της μετανοίας: «Σοι μόνω ήμαρτον».

Ο πρεσβύτερος αντιθέτως λέει: Εσύ είσαι ο μό­νος φταίχτης.

Το ότι ο νεώτερος επαναστάτησε στην αρχή, πριν περάσουν τα χρόνια, μπορεί κάπως να δικαιολογηθή.

Το να αντιδρά όμως ο πρεσβύτερος μετά «τοσαύτα έτη» και να μη θέλη να μπη στο σπίτι, την ώρα της μεγάλης χαράς, αλλά να ζητά ερίφι -όχι αμνό- για να ευφρανθή με τους φίλους του (οι φίλοι του ήσαν μεταξύ των ερίφων, των εξ ευωνύμων, όχι μετα­ξύ των ευλογημένων, των εκ δεξιών), αυτό είναι βαρύ και δύσκολα θεραπεύεται.

Όταν έχης να κάμης με πατέρα ουράνιο, έχεις άλλες σχέσεις, μιλάς άλλη γλώσσα, αναφέρεις άλλες απώλειες και κέρδη. Δεν αμύνεσαι, αλλά αυτοεξουθενώνεσαι, γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου ένοχο -τον μόνο ένοχο- μπροστά σ' έναν τέτοιο πατέρα, που όχι μόνο αγαπά, αλλά είναι η Αγάπη.

Όταν δεν θεωρής τον Θεό πατέρα που αγαπά, τότε η εξομολόγησι καταργείται, χάνει το νόημά της, δεν γίνεται. Ή όταν πάη να γίνη, ξεπέφτει σε μια νο­μική αντιδικία, οπού κατηγορείται ο αναίτιος, ο ευεργέτης. Όταν βλέπης μπροστά σου εργοδότη, που υπολογίζει τα δούναι και λαβείν, ετοιμάζεσαι για δια­μάχη και αναμέτρησι οικονομική, δικανική τακτοποίησι· να δούμε ποιος θα επιβληθή σε ποιόν.

Αν μπορούμε να αγαπάμε, θα γνωρίσωμε την αλήθεια του Θεού. Χωρίς αγάπη, υψώνοντας τη φωνή μας, αποκαλύπταμε το ψέμα της ζωής μας.


Χαρακτηριστικά του πατέρα

Ο πατέρας της παραβολής ξέρει πότε μιλά και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πη λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί το γιατί. Πότε και ποιόν γιο του ασπάζε­ται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιο του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.

Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αυτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε -αν καταλάβωμε- περί τίνος πρόκειται.

Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πη σε κάποιον κάτι. Και μέχρι που θα προχωρήση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγησι, χωρίς να προχωρή, ενώ το θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.

Δεν ρωτά τον νεώτερο γιο του τί σκέφτεται να κάμη και πότε. Γι' αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνη στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά τη μοιρασιά της περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ' ου πολλάς ημέρας»). Ούτε τον ερώτα που θα πάη· αν σκέφτεται να πάη κοντά ή μακριά («εις χωράν μακράν), ή αν θα πάρη όλα τα πράγματά του ή τα μισά («συναγαγών άπαν­τα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν»).

Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα του είπε η πατρική του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίση όταν και όπως θέλει. Αφήνει το θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να του πη τι έπρεπε να κάμη: «Ευφρανθήναι και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».

Και η παράκλησι, η προτροπή του πατέρα, μένει αναπάντητη, το τέλος άγνωστο. Κόβεται η συζήτησι απότομα, σταματά, μένει ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;

Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσεις στα θέματα αυτά και με ανθρώπους που βρίσκονται σ' αυτή την κατάστασι. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις για θέματα που η φύσι τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Αλλωστε ούτε και το πρόβλημα, η αρρώστια του νεωτέρου, τακτοποιήθηκε με συζητή­σεις, αλλά με μια φαινομενική εγκατάλειψι, άφεσι στο να μάθη δια του πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ο Θεός να κάμη το θαύμα Του.

Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους που έχουν καταπιή το μί­σος, τη λογική της αυτοδικαιώσεως, της καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σου αραδιάσουν ατέλειωτα σε στιγμή χρόνου· να συσσωρεύουν αναρίθμητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν -και δεν λέγονται- μπορούν να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν αλλά­ζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς τη φύσι τους. Αυτή είναι η κόλασί τους.

Πώς μπορείς ν' αγαπάς αυτούς που δεν αγαπούν;

Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σου αρνούνται την αγάπη· είναι κόλασι γι' αυτούς. Υποφέρουν, βασανί­ζονται. Αλλά πώς μπορείς να τους συμπαρασταθής, να τους συνδράμης, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι τη σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωσι πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως.)

Ο πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα του πρεσβύτερου γιου. Δεν του κάνει καμιά κριτική: ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε του αναφέρει κάτι καλό που έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστερήση κα­θόλου μέσα στη λογική αυτή, που δεν οδηγεί πουθενά αλλού, εκτός από το αδιέξοδο της κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να του αρνηθή την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά το κακό ήταν ότι δεν είχε κατα­λάβει ότι και ο ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ο αδελφός του.


Η παραβολή και εμείς

Έχει άμεση σχέσι η παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την ιστορία της ανθρωπότητας, που χαρα­κτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιους.

Εμείς που βρισκόμαστε; Ποιόν αντιπροσωπεύαμε;

Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσωμε· αυτό μας διδάσκει η παραβολή.

Ο νεώτερος υιός από την αρχή, που ζήτησε στανικά το επιβάλλον μέρος της ουσίας (και ποιος του είπε ότι είχε δικαίωμα να κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ότου δαπανήση τα πάντα, και γίνη ισχυρός λιμός σ' όλη τη μακρινή χώρα, και πεθάνη της πείνας αυτός και οι πολίτες της χώρας εκείνης... Μέχρις ότου γί­νουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνη, να καταλάβη τί έκανε. Μόνο μετά από όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».

Αρα, αν βρισκώμαστε στην κατάστασι αυτή του νεώτερου γιου, πριν έλθη εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε που βρισκόμαστε, τι μας γίνεται, τι αντιπροσωπεύαμε. Ή και αν νομίζωμε ότι ξέρομε -που συ­νήθως νομίζομε- πέφτομε έξω. Και μόνο αν έλθωμε εις εαυτούς κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού, θα ανακαλύψωμε τη φτώχεια και τη γυμνότητά μας.

Αλλά και ο πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Ή καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομο­λογή με τη ζωή και τη συμπεριφορά του την ανθρώ­πινη αδυναμία. Αλλά ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά το θέλημά του -«ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν»- και νομίζει ότι έχει όλο το δίκιο με το μέ­ρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου που δεν κά­νει το δικό του θέλημα αλλά μόνο το θέλημα του ουρανίου Πατρός.

Αυτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα αναιρείται με τη διαγωγή του, αποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος του ουρανίου Πα­τρός.

«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει τον χρό­νο, την κτίσι όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, που μια ροπή κάνει θεολόγο τον ληστή που μετανοεί.

Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτεία και ανταρσία και ο ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί τη διαρκώς άψογη στάσι του -«ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον»- την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκλησι πα­τρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπα­τεί.

Αρα, δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε που βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανώμαστε.

Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζης τις εντολές και να μην καταλήγης στη γεύσι του μόσχου του σιτευτού, να μη γίνεσαι δαιτυμών λαμ­πρός του μεγάλου Συμποσίου που προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης».


Εμείς ως πατέρες πνευματικοί

Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη ιστορία, γιατί ο πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τον σταυρό της όλης περιπέτειας του σπιτιού. Και τα δυο παιδιά του είχαν προβλήματα· βα­σανίστηκαν και τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τον νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσω­το ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή του μίλησε άπρεπα. Η συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.

Εφ' όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να ελπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας.

Στη ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παι­διά του Θεού· και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ο νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στη θέσι του πατρός ή του πνευμα­τικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπερι­φερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μας φανερώνει η συμπεριφορά του «ανθρώπου» της πα­ραβολής.

Αν βρισκώμαστε στην κατάστασι του νεωτέρου που επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχώμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε -και να το ομολογούμε- ότι είμαστε αδύ­νατοι, πολύ αδύνατοι -«χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (βλ. Ιω. 15, 5)-, αλλά δεν πρέπει να απογοητευώμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Εβρ. 4, 15).

Αν βρισκώμαστε είτε στην κατάστασι του νεώ­τερου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάστασι του πρεσβύτερου υιού, που δικαιώνει τον εαυτό του και καταδικάζει τους άλλους, τότε οπωσ­δήποτε θα παραποιούμε τη διαγωγή του αληθινού Πατρός. Παρ' όλη την πιθανώς καλή μας διάθεσι, θα βασανιζώμαστε και προ παντός θα βασανίζωμε.

Σύμφωνα μ' αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο εκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:

Α'. Οι πρώτοι -κατά το παράδειγμα του νεωτέ­ρου προ της επιστροφής- παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τους νέους. Δεν τους θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανό­τητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεω­ρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας· προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοιά τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόησι, ενώ πρό­κειται για πραγματική καταφρόνησι και εγκατάλειψι του ανθρώπου, ο οποίος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.

Αυτούς τους οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λί­γο, ξεγελασμένοι από την επίφασι της τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπουν, αν έχουν γνήσιες απαιτήσεις και δυνατή πνευματική κράσι, γιατί αντιλαμ­βάνονται την επικίνδυνη κουφότητά τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς τη ζωή, τη φύσι και βαθιά δί­ψα του ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν» (Ιω. 10, 5).

Β'. Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στο σπίτι του πατέρα -παράδειγμα ο πρεσβύτερος υιός- ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο της αγάπης του.

Αυτοχειροτονούνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι επιτιμητές των άλλων. Ο προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωσι, κατά τα λεγόμενά τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήμα­τα των άλλων (και συνήθως αυτόκλητοι). Ό,τι κά­νουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη -τους είναι ξένη- αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη για τα χρόνια τους ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ' όλους έκδηλη η εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Η φωνή και η συμπεριφορά τους είναι ξένη προς τη φωνή του γνή­σιου ποιμένα, που θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. 10, 3).

Γι' αυτό οι άνθρωποι τους εγκαταλείπουν. Και όσο απομακρύνονται -και δικαιολογημένα- τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι' αυτούς που δεν ζητούν τις συμβουλές τους.

Δεν μπορούμε, δεν μας είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια ή αυστηρότητα απ' όση έδειξε ο ουράνιος Πατέρας. Ή διαφορετικά να πούμε: και η επιείκεια και η αυστηρότητά μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλ­λο. Αυτό που χρειάζεται, είναι να παύσωμε, αν μπο­ρούμε, να ζούμε τον κατά φαντασίαν βίο, και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δι' ημών θα φανερώνεται Εκείνος, ο Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχε­τικές και άνευ αξίας δικές μας απόψεις και ενέργειες.

Αυτός που επέστρεψε ή επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του («ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι' αυτό διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη του Θεού. Βλέπει τον εαυτό του πρώτο των αμαρτωλών και τους άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ' ομοιότητα του Θεού» (Αββάς Ισαάκ, λόγος πα'), αγαπά με την αγάπη του Θεού, που σώζει και κρίνει. Δι' αυτού αγαπά και φανερώνε­ται μόνον ο Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκο­λο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.

Οι αγιαζόμενοι, οι Αγιοι, μας παρηγορούν, μας σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο του πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με τον λόγο και τη ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ο αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν' αλλάζη, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπη ο άνθρωπος στον τάφο. Το έργο της με­τανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Η ημέρα της ταφής μας είναι η ώρα του σαββατισμού.

Και μεις, που είμαστε αδύνατοι, που έχομε προβλήματα, τους ακούμε, τους εμπιστευόμαστε το είναι μας, τους πλησιάζομε, θέλομε, όσο γίνεται περισσό­τερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ότι μας νοιώθουν, μας ευεργετούν, μας θεραπεύουν, όσο σκλη­ροί κι αν είναι -όταν είναι. Η φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και η αυστηρότητά τους φιλάνθρωπη.

Χωρίς την αγάπη του Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, που κάνουν αισθητή τη στοργή και το φως Του, η ζωή στη γη σκοτεινιάζει και κρυώ­νει σαν κόλασι. Οι πολίτες της «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντάς σε να βόσκης χοίρους, πά­θη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» -τύπου πρεσβύτερου υιού- σε καταδικάζουν δεν δέχονται τη μετάνοιά σου.

Υπάρχει όμως πάντοτε ο Πατέρας που σε γέν­νησε, σε πονά και σε σώζει.

Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφ' όσον έχομε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας.


(ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ 2007)


Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Η παραβολή του Ασώτου Υιού - Μέρος Α΄


Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους


Η ανταρσία του νεώτερου υιού και η διαγωγή του πατέρα

Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει η αίσθηση που έχει ότι είναι υιός του πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ' αυτήν την ορολο­γία. Ζη σ' αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι' αυτό λέει: «Πάτερ, δος μοι...»

Η αμαρτία, η αδυναμία του, είναι ότι όντας ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι η ουσία του Πα­τρός είναι η ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη τη στιγμή αυτό που λέει παρακάτω ο πατέρας στον πρεσβύτερο υιό, «τα εμά πάντα σα εστί», γι' αυ­τό ζητά από τον πατέρα του να του δώση «το επιβάλ­λον μέρος της ουσίας», το κομμάτι που του ανήκει. Αυτός ο χωρισμός που γίνεται μέσα του είναι η αμαρ­τία του.

Αυτός ο χωρισμός, ο τεμαχισμός είναι η αμαρτία, το κακό. «Όρος σύντομος του κακού ότι ου κατά φύσιν αλλά κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Αγιος Μάξιμος, Ρ.G. 4, 301Α).

Ο πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδια­φέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώση τον άλλο, το παιδί του. Αυτό βρίσκεται στον σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωσι του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος, αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί που αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ' ό,τι μπορεί να πάη η κρίσι του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Γι' αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέ­ρει ότι δεν πρόκειται να βγη τίποτε. Δεν πρόκειται να νοιώση κάτι ο νεώτερος υιός του.

Τώρα πρέπει να τον αφήση να περιπλανηθή, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά. Αυτό ξέρει ο πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύσι.

Θα τον συντροφεύη πάντοτε με την αγάπη του, που μένει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Γι' αυτό δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαί­νοντας στον σταυρό της αναμονής.

Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κρατήση δια της βίας τον υιό κοντά του, αλλά να του δώση τη δυνατότητα, να του δημιουργήση τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος, μόνος του, να έλθη προς Αυτόν, την πηγή της Ζωής. Αυτή η κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό.

Η προσωπική κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει το πρόσωπο του Υιού. Η φράσι «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι «εν τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πη κάτι για το μυστήριο της υιότητος και της πατρότητος;

Να δώσης τη δυνατότητα στον άλλο να γυρίση στο σπίτι εν ελευθερία. Να το βρη. Να το νοιώση, να γίνη δικό του. Να μην μπορή να φύγη, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε -με τη σωστή τοποθέτησι και σχέσι υιού προς πατέρα- θα είναι «εν παντί καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.

Και χωρίς να πη λόγο, «διείλεν αυτοίς τον βίον». Του μιλά και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ο υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνον που ο πατέρας ξέρει.

Του έδωσε το κομμάτι που ζητούσε. Αλλά το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση. Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα -όπως και όταν θέλουμε- δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή. Αυτό που συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημά μας -«συναγαγών άπαντα»- το σκορπίζαμε ασώτως -«διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).

Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, οπού χωρί­ζεται η ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατά­στασι που δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.

Το κομμάτι που μας δίδει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο που μερίζεται και δεν διαιρείται, που εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό της βασιλείας, που σώ­ζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα της δημιουργίας ολόκληρης.


Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει

Μέσα στο πυρ της πραγματικότητας φανερώθηκε το ψεύτικο, το απατηλό, που χάνεται και φεύγει. Μας αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλο­δαπή, οπού τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνωνται -«δαπανήσαντος αυτού πάντα».

Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, αλλά έγινε επί πλέον λιμός ισχυρός «κατά την χώραν εκείνην». Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζη καλά για πάν­τα. Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μια έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προσκολληθής «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βόσκης χοίρους, να ποιμαίνης πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρ­νείται τη φύσι, την ευγένειά σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Αλλά και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νη­στικός, γιατί δεν τρώγεται η τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.


Το αληθινό μένει, μας σώζει

Η δοκιμασία του νεώτερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, ποιος μπορούσε να τον βοηθήση, σε ποιον να κολληθή -«εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62, 9)- σε ποιον να καταφύγη, ποιος είναι «οικτίρμων και ελεή­μων» (Ψαλμ. 102, 8), που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάστασι για όλους.

Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ο ίδιος -«απολωλώς ην»-, κυριολεκτικά να πέ­θανα -«νεκρός ην»-, αλλά κάτι υπάρχει που δεν χά­νεται, δεν πεθαίνει· είναι ο Πατέρας μου και η αγά­πη Του. Αυτός είναι «δυνατός εν ελέει και αγαθός εν ισχύϊ» (α' ευχή του Εσπερινού). Το ξέρω, το ζω.

Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του -είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο- σκέφτομαι τους μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό· δούλος χωρίς ψωμί.

Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα που είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα που έχεις τέτοια αγάπη, που γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα που ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στερήσεως, της ασωτείας, της κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.

Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία, το έγκλημά μου το ένα. Δεν είναι η περιουσία σου που έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, που μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου· δεν είναι κάτι που μπορώ να κερδίσω με τη δουλειά μου, για να σου το επιστρέψω. Καθύβρισα τη μια σχέσι του υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ' όσον με σε­βάστηκες περισσότερο απ' ό,τι άξιζα. Με καταδικάζει η συμπεριφορά σου.

Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας της αγάπης, αν δεν μου είχες φερθή όπως μου φέρθηκες, αν δεν ήσουν τέ­λειος σε όλα, αν λίγο κάπου μου έφταιγες· ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγ­κό, η ανείκαστή σου στοργή και ανοχή, που μόλις συ­νειδητοποιώ.

Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να το νοιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στον θάνατο, για να καταλάβω τι θα πη σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: τη δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και τη δική σου βασιλεία, αγάπη, που με διαλύει.

Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα· από την αγάπη σου, που με έλκει έσωθεν και μου κά­νει συντροφιά.

Κάνε με δούλο σου. Η ενοχή είναι δική μου. Η ανοχή, η ζωή, είσαι εσύ.

«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».


Συνάντησι νεώτερου υιού με τον πατέρα

Πριν φτάση στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει και τρέ­χει. Χωρίς να του πη τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλό του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.

Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντησι: Ο πατέρας άκουσε την εξομολόγησι, την ξέρει πριν του την πη. Βλέπει τον γιο του πριν να γυρίση. Ήταν μα­ζί του, χωρίς να τον βλέπη ο γιος. Αυτός που αγαπά με την τέλεια αγάπη «απών ως παρών συναναστρέφεται, μη ορώμενος υπό τινος» (Αββάς Ισαάκ, λόγος κδ').

Ο γιος όμως αρχίζει την εξομολόγησι· λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να εξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα που πρέπει να βγη από τα σπλάχνα του, για να ελευθερωθή. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, αλλά δεν την τελειώνει. Αναφέρει το αμάρτημα, το έγκλημά του, και στα­ματά. Δεν τολμά να συμπληρώση τη φράσι να ζήτη­ση να γίνη δούλος του πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης που τον παρασύρει, τον διαλύει· και δεν μπορεί να κάνει σ' Αυτήν υποδείξεις. Ομολογεί το έγκλημά του και σιωπά.

Τον λόγο παίρνει ο πατέρας, που με τον ίδιο τρό­πο μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παι­δί του για τον εαυτό του· ούτε αν πόνεσε ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε· ούτε πόσο χαίρεται ή αν χαίρεται, τώρα που γύρισε. Αυτά δεν λέγονται· διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήση σ' αυτόν τον γιο που είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να αρθρώση τα άρρητα ή πώς να μειώση την ενάργεια όσων λέγονται εν σιγή;

Στον γιο δεν λέει τίποτε. Η μυσταγωγία της σχέσεώς τους ιερουργείται σε χώρο βαθιάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης που παραλύει τη γλώσσα.

Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: «εξενέγκατε την στολήν ... ενδύσατε ... θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν», ας ευφρανθούμε, γιατί «ούτος ο υιός μου νε­κρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».

Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήση για το θέ­μα του γιου του.

Το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη», που ο πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει το μεγάλο δράμα και τη χαρά που έζησαν και που ζουν οι δυο τους, πατέρας και γιος.

Δεν μίλησε ο πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε το μέγεθος του δράματος ή δεν είχε συνείδησι του κινδύνου που επρό­κειτο να περάση το παιδί του. Δεν έχει κανένα στοι­χείο απάθειας που φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψι αισθήσεως. Όλα τα ζη. Όλα τα ξεπερνά με την άπει­ρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέ­χρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να του πη ο γιος λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια που πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλασι, τον χαμό, τον θάνατο.

Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμι, που υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύ­ρω του διακριτικά. Υπάρχει η δύναμι της υιότητος και της πατρότητας. Ήταν αυτός γιος και είχε πη στην αρχή «πάτερ» (και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρη το παιδί του, έστω και αν υπήρχε ο κίνδυνος του χαμού, του θανάτου του ίδιου του παιδιού. Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτοντάς τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε.

Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός. Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η θεία Λειτουργία, η σύναξι και η ζωή της Εκκλησίας.


Επιστροφή που σε ελευθερώνει

Ο νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζητήση να μείνη στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτό αν του δινόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι' αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ο Θεός Πατέρας τον κάνει το κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή του μεγάλου πανηγυριού. Και αυτό τον καταπλήττει και τον κα­τακαίει. Ο Θεός καταδικάζει με το πλήθος της αγάπης Του. Και νοιώθεις ανάξιος γι' Αυτήν. Αποτραβιέσαι στη θέσι του δούλου, που σου ταιριάζει, σου υπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει όμως τον Θεό, που τόσο αγαπά, που τόσο συγχωρεί, που σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπη Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για το θαύμα τούτο. Και το κλάμα φανερώνει την πλησμονή της αγαλλιάσεως.

Γι' αυτό οι Αγιοι, τα παιδιά του Θεού, ονομά­ζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νοιώθουν ότι αυτό ξεπερνά την αξία τους και τους πλημμυρίζει με τιμή. Το άλλο, το να γίνεται παιδί κατά χάρι και το κεντρικό πρόσωπο του πανηγυριού, οπού θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός, αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες προσ­δοκίες· υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την απερινόητη και άφατη αγάπη του Θεού Πατρός.

Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα που θα ακολουθήση. Μένει μόνο στην εξουθένωσι. Του αρκεί να είναι στο σπί­τι του Πατρός. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83, 11). Δεν ζητά χαρίσματα -αυτό γίνεται εκ βαθέων- γι' αυτό του δίδονται όλα.

Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε -ούτε να γίνης δούλος- τα παίρνεις όλα.

Επειδή είναι αληθινή η μετάνοιά του, ήδη τον έβαλε στον Παράδεισο· διαιτάται σε χαρά που ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτό το ξέρει ο πατέρας. Γι' αυτό θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χα­ρά. Τον υιό τον άξιο του πατέρα με τη στολή την πρώ­τη. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο της σκοτεινής γης, ο σπόρος που πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία -«η γη αυτομάτη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 28)- έτσι από τη συντετριμμένη καρδιά του ταλαιπωρημένου, του χαμέ­νου γιου, ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει το φως ως ιμάτιον στολή πρώτη και ανέγγιχτη.

Αλλιώς -αν δεν είχε αυτή τη διαλυτική των πάν­των συντριβή- δεν θα μπορούσε να ανθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα του κάνανε κακό. Θα τα πέταγε πέρα. Και ο ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μονα­δική χαρά, την πανήγυρι της αγάπης· όπως έκαμε ο πρεσβύτερος υιός.

«Και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ' υμών» (Ιω. 16, 22). Κανείς δεν μπορεί να του πάρη τούτη τη χαρά, να του την αφαιρέση, να την απομακρύνη. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ο Χριστός που ζη μέσα του. Δεν ζη πια αυτός.


Επιστροφή που σε πνίγει

Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εν ταπεινώσει και εξουθενώσει -που είναι γεννητική της άφθαρτου δόξης- αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάσι του πρεσβύτερου υιού, που δεν είναι επιστροφή αλλά πε­ριπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:

Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσωμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τι φταις και σε τι φταίω. Να βρούμε έναν τρόπο συμβιώσεως.

Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξωμε, για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Γιατί αν δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνό­μουνα να έφευγα στα καλά καθούμενα.

Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώ­σεως, ναι ή όχι;

Και μην κρατήσης κακία. Αλλά να τα ξεχάσης όλα. Και να μου βάλης την πρώτη στολή, για να μη νοιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.

Για πανηγύρι χαράς δεν του κάνει λόγο, γιατί αυτή η λογική δεν έχει σχέσι με καμιά χαρά. Αυτή είναι η αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι η στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτή είναι η κόλασι της «δικαιοσύνης».


Υπάρχει παραμονή στο σπίτι που είναι περιπλάνησι σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή που είναι μεγαλύτερη απομάκρυνσι από το σπίτι.

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Η αυτάρκεια και η ταπείνωση

του Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής AΠΘ


Δυο χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων μας παρου­σιάζει η περικοπή: Έναν Φαρισαΐο καί έναν τελώνη που προσεύχονται στο Ναό. Αποτελούν τους δυο αντίθετους πόλους της κοινωνίας της εποχής εκείνης. Ο ένας είναι ο ευσεβής και δίκαιος στα μάτια των ανθρώπων, ο γνώστης του Νόμου, ο ανήκων στην ομάδα των Φαρισαίων που ήταν η άρχουσα θρησκευτική τάξη. Ο άλλος είναι ο εκπρόσωπος της τάξεως των αμαρ­τωλών, των ανθρώπων που το επάγγελμά τους ήταν συνυφασμένο με την αρπαγή, τη βιαιότητα, την απομύζηση των υπαρχόντων του λαού. Τελώνης στη συνείδηση όλης της κοινωνίας της εποχής είναι ο έσχατος των αμαρτωλών.
Τί λέγουν λοιπόν οι δυο αυτοί άνθρωποι στην προ­σευχή τους; Ας δούμε κατ’ αρχήν την προσευχή του Φα­ρισαίου, προσπαθώντας να διερευνήσουμε εάν ο τύπος αυτού του θρησκευόμενου ανθρώπου είναι γνωστός και σε μας σήμερα: «Θεέ μου, σ' ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ' όλα τα εισοδήματά μου». Η προσευχή αυτή είναι έπαινος του εαυτού του και των αρετών του. Απαριθμεί ο Φαρισαίος τα έργα του και αισθάνεται ασύγκριτη υπεροχή έ­ναντι των λοιπών ανθρώπων, τους οποίους γενικά χαρα­κτηρίζει ως αμαρτωλούς. Ευχαριστεί τον Θεό ή μάλλον συγχαίρει τον εαυτό του, γιατί υπερέχει απ’ όλους τους άλλους. Δεν αισθάνεται να του λείπει τίποτε! Είναι αυτάρκης και δεν φαίνεται να εξαρτάται καθόλου από τον Θεό, αφού έχει τόσα δικά του έργα στα οποία μπορεί να στηριχθεί και για τα οποία μπορεί να καυχηθεί. Σαν κέντρο του κόσμου βλέπει όχι τον Θεό αλλά τον εαυτό του με τις πανθομολογούμενες αρετές του. Τον Θεό τον χρειάζε­ται μόνο για να επιβεβαιώσει και να αναγνωρίσει τις αρε­τές του. Δεν είναι δυνατό να έχει ο Θεός διαφορετική γνώμη για τον φτασμένο αυτόν ενάρετο άνθρωπο! Αισθά­νεται τόσο κοντά στον Θεό, σαν να έχει συνάψει συμφωνία μαζί του για να κρίνουν και να κατακρίνουν από κοινού όλους τους αμαρτωλούς!


Συμφωνεί άραγε και ο Θεός με τη βεβαιότητα αυτή του Φαρισαίου; Την απάντηση μάς την δίνει το τέλος της παραβολής. Ας δούμε όμως και την προσευχή του τελώ­νη. Αυτός συντριμμένος από τις αμαρτίες του και βλέπον­τας ότι κάθε δική του πράξη και εκδήλωση συνδέεται με την άμαρτία, ζητεί ταπεινωμένος και κτυπώντας το στήθος του το έλεος του Θεού: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Δεν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τον εαυτό του, τον οποίο βλέπει τελείως χαμένο χωρίς το έλεος του Θεού.
«Δικαιώθηκε», βρήκε δηλ. χάρη, και «έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό», μας λέγει το τέλος της παραβολής, ο ταπεινός τελώνης και όχι ο υψηλόφρων Φαρισαίος. Διότι «όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί». Αυτό το τέλος της διηγήσεως θα πρέπει να ξάφνιασε αρκετά τους ακροατές του Ιησού, γιατί όλοι πίστευαν στη θρησκευτική υπεροχή των Φαρισαίων έναντι των αμαρτωλών τελωνών. Ο Ιησούς όμως θέλει να ανατρέψει την επικρατούσα γνώμη, που βλέπει τελείως εξωτερικά τις ανθρώπινες εκδηλώσεις και να δείξει ότι τα βάθη της καρδιάς, που βλέπει μόνο ο Θεός, δεν συμφωνούν πάντα με τη φαινομενική ζωή.
Βέβαια πρέπει να λεχθεί προς αποφυγή παρεξηγήσεως, ότι ο Ιησούς δεν κατηγορεί τον Φαρισαίο γιατί είναι ενάρετος άνθρωπος και εκτελεί τα θρησκευτικά του καθή­κοντα- αλλά τον κατηγορεί γιατί σ’ αυτά στηρίζει τη ζωή του και όχι στο Θεό, γιατί αισθάνεται αυτάρκεια και δεν υποπτεύεται καθόλου ότι βάση όλων των αρετών είναι η ταπείνωση. Επίσης, ο Ιησούς δεν επαινεί τον τελώνη για την αμαρτωλότητά του, αλλά γιατί έχει συνείδηση αυτής και τοποθετεί σωστά τον εαυτό του μπροστά στην κρίση του Θεού, ζητώντας το έλεός του. γιατί από τον Θεό περιμένει τη σωτηρία του, μη έχοντας τίποτε δικό του στο οποίο να στηριχτεί.


Η παραβολή απευθύνεται προς αυτούς «που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους», προς ανθρώπους δηλ. τους οποίους συναντά κανείς σε όλες τις εποχές, Ανθρώπους, οι οποίοι θεωρώντας τον εαυ­τό τους θρησκευτικώς αυτάρκη και φτασμένο στην αρετή, κατακρίνουν τους άλλους, τους θεωρούν ανεπανόρθωτα πε­σμένους στην αμαρτία και ενασμενίζονται στο να περι­γράφουν τις τιμωρίες που όρισε ο Θεός γι’ αυτούς, ξε­χνώντας ότι και αυτοί βρίσκονται κάτω από την αδέκαστη κρίση του Θεού. Κι επειδή μια τέτοια συμπεριφορά εμπεριέχει υποκρισία, στα Νέα Ελληνικά το φαρισαίος απέβη συνώνυμο του υποκριτής.
Η Εκκλησία τοποθετώντας την περικοπή αυτή ως ανάγνωσμα στην αρχή του Τριωδίου θέλει να προφυλάξει τους πιστούς από τον «υψηλόφρονα λογισμό» του Φαρι­σαίου, που είναι δυνατό να φωλιάζει επίσης και σε κάθε ευσεβή χρι­στιανό, και να προβάλει το υπόδειγμα του τελώνη που μετανοιωμένος για τη ζωή του προσεύχεται με συντριβή. Ό ακόλουθος ύμνος της Εκκλησίας συνοψίζει άριστα το μήνυμα της παραβολής:
«Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν
και τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς,
προς τον Σωτήρα κρανγάζοντες:
ίλαθι, μόνε ημίν ευδιάλλακτε».

ΠΗΓΗ: AMEN.GR

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Στο κατώφλι του νέου χρόνου



Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.

Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.

Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.