Ερμηνείες και παρερμηνείες
Τοῦ Ἀρχιμ. Μάρκου Βασιλάκη,
Α΄ Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Θεολόγου - Φιλολόγου
(Ἀπάντηση στό πιό πάνω ἄρθρο)
Νομίζω ὅτι ὁ ἀρθρογράφος ἀγνοεῖ ἐνδεχομένως αὐτό πού γίνεται σαφές ἀπό τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατερικῶν κειμένων, ὅτι δηλαδή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Παράδοση ἡ οἰκουμενικότητα δέν καταργεῖ τήν ἐθνική συνείδηση καί οἱ πανανθρώπινες ἀξίες συμπορεύονται θαυμάσια μέ τόν ὑγιῆ πατριωτισμό. Στό Δευτερονόμιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαβάζουμε ὅτι «ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱούς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατά ἀριθμόν ἀγγέλων Θεοῦ» , δηλαδή διδασκόμαστε ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους καί τῆς πατρίδος εἶναι ἐντεταγμένη μέσα στό σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας καί δέν ἐμφανίζεται ὡς σύμπτωμα τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο μᾶς βεβαιώνει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο τῶν Ἀθηνῶν διακηρύσσει ὅτι ὁ Θεός ὅρισε «τάς ὁροθεσίας», δηλαδή τά σύνορα τῆς κατοικίας τῶν ἐθνῶν. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Εὐ. Θεοδώρου ἡ περίφημη ρήση τοῦ Παύλου ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην» δέν ὑποδηλώνει κατάργηση τῶν ἐθνικῶν ἰδιατεροτήτων ἐπί γῆς, ὅπως τό «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» δέν αἴρει τήν μεταξύ τῶν φύλων ἐπίγεια διαφοροποίηση. Καί οἱ δύο αὐτές ρήσεις ἀναφέρονται στήν σχέση μέ τόν Θεό καί στήν δυνατότητα σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Σέ πανηγυρική συνεδρίαση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τό 1963 ὁ καθηγητής τῆς Θεολογίας ἀείμνηστος Δημήτριος Μπαλάνος ἔδωσε τήν ἀκόλουθη ἀπάντηση στό ζήτημα : «Ἡ Ἐκκλησία μας ἀπεριφράστως ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι ἐθνική Ἐκκλησία καί τοῦτο πρός δόξαν της... Ὁ ἐθνικός χαρακτήρ τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδόλως παραβλάπτει τόν ὑπερκόσμιον χαρακτῆρα αὐτῆς. Τῷ ὄντι ἡ Ἐκκλησία ὡς ὑπερκόσμιον, ἀόρατον καί πνευματικῆς φύσεως καθίδρυμα, εἶναι ὑπεράνω πάσης ἐπιγείου σχέσεως, συνεπῶς καί ὑπεράνω ἐθνικῶν διακρίσεων. Ἀλλά καί κατά τήν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνον ἀόρατον καί ὑπερκόσμιον, ἀλλά καί ὁρατόν καί ἐγκόσμιον καθίδρυμα, καί ὡς τοιοῦτο δέν δύναται νά ἀδιαφορήσει πρός τά κυριώτερα καί εὐγενέστερα ἀνθρώπινα συναισθήματα, ὁποῖα εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ προσήλωσις πρός τούς ἐπιγείους δεσμούς τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος καί τοῦ ἔθνους, οὐδέ δύναται νά μή λάβῃ θέσιν ἔναντι αὐτῶν.... Ἡ πρός τήν ἐπίγειον πατρίδα ἀγάπη οὐδόλως παρεμποδίζει τόν πρός τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ κοινόν χριστιανικόν πόθον. Τοὐναντίον διά καταλλήλου διαπαιδαγωγήσεως ἡ πρός τήν πατρίδα ἀγάπη θά ἠδύνατο νά ἀναγάγῃ εἰς τήν ἔννοιαν τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, χρησιμεύουσα ὡς προπαίδεια καί ἀναβαθμός εἰς αὐτήν».
Ὑποκρύπτει μονοφυσιτικές τάσεις ἡ παρασιώπηση τῆς θεανθρωπίνης δομῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία κατά τήν Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός Ἐφεσίους εἶναι πρόσληψη καί «ἀνακεφαλαίωσις» ὄχι μόνον τῶν οὐρανίων ἀλλά καί τῶν ἐπιγείων. Στό πνεῦμα αὐτό ἐντάσσεται ἡ ἐντολή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «τήν ἐνεγκοῦσαν πατρίδα ἴσα γονεῦσιν τιμᾶν» , τήν ὁποία ἀπέδωσε μέ ἐκλαϊκευμένο τρόπο ὁ μακαριστός Ἁγιορείτης Γέρων Παΐσιος λέγοντας: «Καί ἡ πατρίδα εἶναι μία μεγάλη οἰκογένεια». Ὅταν λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητος τοῦ ἔθνους μας δέν σημαίνει ὅτι ὑποτιμᾶ ἤ μισεῖ τά ἄλλα ἔθνη, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη πρός τούς γονεῖς μας δέν σημαίνει ὅτι μισοῦμε τούς γονεῖς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἐπί Τουρκοκρατίας ἡ Ἐκκλησία δέν περιορίσθηκε στόν Ἐθναρχικό της ρόλο, ἀλλά προέβαλλε συγχρόνως τό οἰκουμενικό σωτηριολογικό νόημα τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀποδεικνύουν τά πολλά σωζόμενα κηρύγματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καθώς καί πολλά δημώδη ἄσματα , ὅπως π.χ. τοπικά κάλλαντα. Ἀλλά καί σέ ἄλλες δύσκολες γιά τόν λαό μας στιγμές ἡ Ἐκκλησία μας συνεδύασε τήν πατριωτική της δράση μέ τήν διακονία καί τήν κοινωνική προσφορά πρός κάθε συνάνθρωπο, ἀσχέτως φυλῆς ἤ θρησκείας. Θυμίζουμε τήν περίοδο τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῆς Κατοχῆς ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός καί ἄλλοι Μητροπολίτες καί ἁπλοί κληρικοί ἀφ’ ἑνός μέν χαλύβδωναν τήν διάθεση τῶν Ἑλλήνων γιά πανεθνική Ἀντίσταση, ἀφ ἑτέρου δέ βοηθοῦσαν τούς Ἑβραίους συμπολίτες μας νά κρυφτοῦν καί μεριμνοῦσαν γιά τήν ἀνακούφιση τῶν πεινώντων, τῶν ὀρφανῶν καί τῶν πασχόντων. Σέ ἀντίθεση μέ τά ὅσα ἰσχυρίζεται ὀ κ. Καλαϊτζίδης ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τῆς διδασκαλίας της τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό ἄλλωστε ἀγωνίζεται ὑπέρ τοῦ Ὀρθοδόξου ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καί κατά τῆς μετατροπῆς του σέ θρησκειολογικό. Ἄν εἰλικρινά ὁ κ. Καλαϊτζίδης ἐνδιαφέρεται νά ἀκοῦν οἱ νέοι μας λόγο περί Σταυροῦ καί Ἀναστάσεως ἄς συνταχθεῖ καί αὐτός στήν προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά μή μετατραπεῖ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν σέ ἕνα συνονθύλευμα ξερῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν γνώσεων χωρίς Χριστοκεντρικό καί ἠθοπλαστικό περιεχόμενο.
Οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες πού αἰσθητοποιοῦν τό Ὅλο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, σέ πολλές ἀπό τίς σημερινές περιπτώσεις ταυτίζονται πρός τίς Ἐθνικές Ἐκκλησίες πού μέ ἐσχατολογική αὐτοσυνειδησία ἐντός τῶν εὐχαριστηριακῶν πλαισίων, προβάλλουν τόσο πρωτογενῶς τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅσο καί δευτερογενῶς τίς ἐπίγειες τοπικές γεωφυσικές, οἰκολογικές, ἱστορικές καί πολιτιστικές τους συναρτήσεις, ἐφ’ ὅσον αὐτές δέν παρεμποδίζουν τόν πρωτογενῆ σκοπό τους.
Γι’ αὐτό, ὅπως δέν ἐπιτρέπεται ἡ σωβινιστική πατριδοκαπηλεία, κατά παρόμοιο τρόπο εἶναι ἀπαράδεκτη ἡ ὀρθοδοξοκαπηλεία, ἡ ὁποία πολύ συχνά μέ τή μονοφυσιτική νοοτροπία παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ θεανθρώπινη ὀρθοδοξία ἐγκλιματίζει στό πνευματικό οἰκολογικό περιβάλλον της καί αὐτή τήν χοϊκή φύση καί ἐνοφθαλμίζει στήν πνευματική της βιόσφαιρα τά ἑκάστοτε καί ἑκασταχοῦ ὁμόλογα ἤ ὁμοιογενῆ ἱστορικά, ἐθνικά καί πολιτιστικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀναχωνεύονται στό πυρακτωμένο καμίνι της, δέχονται τίς ἀνταύγειες τοῦ Θαβωρείου φωτός καί μέ αὐτό τόν τρόπο μεταμορφώνονται σέ ἐκλεκτά ἐπίγεια σκεύη τοῦ οὐρανίου θησαυροῦ της.
Αὐτό συνέβη στόν πανθομολογούμενο ὕψιστο βαθμό μέ τίς διαλεκτικές σχέσεις Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ, ἔτσι ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν χρήση τῆς ἐκφράσεως «ἑλληνορθόδοξα ἰδεώδη». Ὅταν καί διακεκριμένοι Σλάβοι Θεολόγοι χρησιμοποιοῦν τήν ἔκφραση «ἑλληνική Ὀρθοδοξία», δέν πρέπει ἐμεῖς νά διστάζουμε νά χρησιμοποιοῦμε, φυσικά χωρίς ἔπαρση τήν ἔκφραση αὐτή.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καταδικάζει τόν ρατσισμό, τόν σωβινισμό καί τόν πολεμοχαρῆ ἐθνικισμό. Ἀποδέχεται, ὅμως, τόν πατριωτισμό καί τήν ἀνάγκη κάθε ἔθνους νά ζῆ μέ εἰρήνη, ἐλευθερία, ἐθνική ἀξιοπρέπεια. Ὁ ἀγώνας της ὑπέρ τῆς ἐθνικῆς γλωσσικῆς καί πολιτιστικῆς μας ἰδιοπροσωπίας δέν ἔχει ὡς ὑπόβαθρο τήν ἐθνική ἀλαζονεία, ἀλλά τήν δημοκρατική ἀρχή, τήν ὁποία ἀποδέχεται καί ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, περί τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος κάθε λαοῦ. Γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὁ ἀκραῖος ἐθνικισμός πού ὀρθώνει τείχη μεταξύ τῶν λαῶν εἶναι ἐξ ἴσου καταδικαστέος ὅπως καί ὁ ἄπατρις διεθνισμός πού θέλει νά ἰσοπεδώσει τήν ἐθνική ἰδιαιτερότητα κάθε λαοῦ.
Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ἰσοπέδωση τῶν πολιτισμῶν πού ἐπιζητοῦν οἱ ὀπαδοί τῆς ὑλιστικῆς παγκοσμιοποιήσεως. Ἄν θέλουμε νά ἀναζητήσουμε τόν «νέο ἐκκλησιαστικό λόγο» θά πρέπει νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτός ὁ λόγος θά εἶναι πράγματι Ὀρθόδοξος καί ἐκκλησιαστικός καί ὄχι βασισμένος σέ ἐφήμερα φιλοσοφικά ρεύματα καί σέ πολιτικά ἰδεολογήματα.
(Δημοσιεύτηκε στην Ἰστοσελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος)